Σύνοψη της εξέλιξης του Διδασκαλικού Συνδικαλισμού στην Κύπρο Β΄


 Με αφορμή την 9η Απριλίου, ιδρυτική ημερομηνία της ΠΟΕΔ

Μέρος Β΄: Ο λόγος και η δράση της ΠΟΕΔ (1953-2013)

ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΗ*

Το κλίμα που δημιουργήθηκε μετά το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950 ευνοούσε τη σύμπηξη ενός ενιαίου διδασκαλικού μετώπου. Η νέα τροπή που είχε λάβει το εθνικό ζήτημα, μέσα από την προσπάθεια διεθνοποίησής του, και η παρακμιακή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι δύο διδασκαλικές Οργανώσεις ΠΔΟ και ΠΕΕΔ[1], φαίνεται να αποτέλεσαν τους καταλυτικούς παράγοντες, που οδήγησαν στην ίδρυση της Παγκύπριας Οργάνωσης Ελλήνων Δασκάλων (ΠΟΕΔ) στις 9 Απριλίου 1953 στο Ελένειο Δημοτικό Σχολείο στη Λευκωσία. Γράφει ο Δ. Χαραλάμπους[2]:

«Εντέλει όμως οι προσπάθειες τελεσφόρησαν και έτσι στις αρχές Απριλίου του 1953 δημοσιεύθηκε στον τύπο μία δεύτερη πρόσκληση προς όλους τους δασκάλους, η οποία καλούσε και πάλι σε σύναξη στο Ελένειο στις 9-4-1953, για να επιψηφιστεί το καταστατικό και να εκλεγεί προσωρινή επιτροπή με σκοπό να προωθήσει την εγγραφή της νέας οργάνωσης ως συντεχνίας. Η κίνηση αυτή, η οποία επιχείρησε να συνθέσει τα διαφορετικά πολιτικο-ιδεολογικά ρεύματα και τις ιδέες τους, είχε προ πολλού εξασφαλισμένη τη συγκατάθεση της ΠΔΟ, τη σιωπηρή στήριξη ενός αριθμού μελών της ΠΕΕΔ, καθώς και την υποστήριξη ενός μεγάλου μέρους των ανοργάνωτων δασκάλων. Ασφαλές τεκμήριο αυτής της πραγματικότητας αποτελεί ο ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός των παρισταμένων κατά την ιδρυτική συνέλευση της 9-4-1953, αφού σε αυτήν πήραν μέρος «πέραν των 500 διδασκάλων και διδασκαλισσών». (…) Με την ολοκλήρωση των ιδρυτικών διαδικασιών η επιχειρούμενη «συναίνεση» είναι ευδιάκριτη και στο επίπεδο των συμβολισμών: η ΠΟΕΔ χρησιμοποιεί το όνομα της (συντηρητικής) Οργάνωσης που προέκυψε από τη διάσπαση του 1945, ενώ η σφραγίδα της είναι αυτή της (αριστερής) ΠΔΟ.»

 Η ΠΟΕΔ εγγράφεται ως συντεχνία αμέσως μετά την ίδρυσή της, χωρίς το ζήτημα να προκαλέσει διχογνωμίες, όπως είχε γίνει προηγουμένως με την ΠΔΟ. Σε αυτό φαίνεται να είχε συντείνει η εξισορρόπηση του πολιτικού και του συνδικαλιστικού τοπίου[3].

Σύμφωνα με το καταστατικό της ΠΟΕΔ[4], μέλη της μπορούν να εγγραφούν εν ενεργεία Έλληνες δάσκαλοι ή δάσκαλοι που αφυπηρέτησαν κανονικά (διευκρινίζεται ότι η λέξη δάσκαλος «σημαίνει διδάσκαλον και διδασκάλισσαν της Κύπρου»). Ως κύριοι σκοποί της ορίζονταν «η ρύθμισις των σχέσεων μεταξύ των μελών της Οργανώσεως και Εργοδοτών (Κυβερνήσεως και άλλων), μεταξύ μελών και μελών ή άλλων διδασκάλων», καθώς και η παροχή ωφελημάτων εις τα μέλη (άρθρο 4§1). Ως επιπρόσθετοι σκοποί της αναφέρονταν η «προάσπισις των συμφερόντων, η βελτίωσις της θέσεως και όλων των άλλων όρων και συνθηκών εργασίας των μελών αυτής» (άρθρο 4§2α), «η προώθησις και λύσις των εκπαιδευτικών ζητημάτων της Κύπρου προς όφελος της εκπαιδεύσεως» (άρθρο 4§2β) αλλά και η «επίτευξις κοινωνικής και πνευματικής προαγωγής των μελών αυτής» (άρθρο 4§2γ).

Στα πρώτα χρόνια δράσης της (1953-1955), η ΠΟΕΔ προβάλλει κυρίως οικονομικά αιτήματα. Κυρίαρχο είναι το ζήτημα της μισθολογικής αναβάθμισης, το οποίο εμφαίνεται σε κοινό υπόμνημα ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων δασκάλων[5]. Προχωρεί, παράλληλα, στην έκδοση δύο περιοδικών, ενός εκπαιδευτικού και ενός παιδικού[6].

Το ξεκίνημα του ένοπλου αγώνα κατά των βρετανών την 1η Απριλίου 1955 δημιουργεί ένα νέο πεδίο πολιτικής και εθνικής δράσης, από το οποίο δεν μπορούν να απουσιάσουν οι δάσκαλοι. Τη χρονική περίοδο 1957 – 1959 σημαδεύουν ο πόλεμος των σημαιών στα σχολεία[7], οι βιαιοπραγίες, οι συλλήψεις, οι κρατήσεις, οι παύσεις δασκάλων και οι συνακόλουθες συνεχείς διαμαρτυρίες της Οργάνωσης[8]. Οι πολιτικές εξελίξεις που ακολουθούν στη Ζυρίχη και το Λονδίνο θα οδηγήσουν στον τερματισμό της εποπτείας της ελληνοκυπριακής εκπαίδευσης και των λειτουργών της από την αποικιακή δύναμη και θα εγκαινιάσουν μια κρίσιμη δεκατετραετία για το διδασκαλικό κίνημα, το οποίο δεν τίθεται πλέον αντιμέτωπο με τους «άλλους» αλλά με το «εμείς».

Η περίοδος 1960-1974 οριοθετείται από δύο βασικούς σταθμούς της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας, (α) την ημερομηνία εγκαθίδρυσης της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας (1960) και (β) την ημερομηνία κατά την οποία επιχειρείται η κατάλυση της Δημοκρατίας και υλοποιείται το σχέδιο της τουρκικής πλευράς για διχοτόμηση του νησιού (1974). Το πλήθος των πρωτογενών πηγών και του αρχειακού υλικού που εξετάστηκε και αφορά την παραπάνω περίοδο[9], προδίδει ότι ο διδασκαλικός συνδικαλισμός εγκλωβίζεται στη δίνη των πολιτικών εξελίξεων και, συνάμα, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής του νέου κράτους. Στα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας το διδασκαλικό συνδικαλισμό χαρακτηρίζει το φαινόμενο του ατομιστικού ορθολογισμού/ωφελιμισμού. Εν ολίγοις, αυτό σημαίνει ότι η διδασκαλική ηγεσία περιθωριοποιείται από πρόσωπα και παράγοντες της επαρχίας αλλά και από συγκεκριμένες ομάδες ή επαρχιακά τμήματα (ομάδες βάσης)[10]. Αυτή η ατομική διάσταση της συλλογικής δράσης έχει ως βασικό απότέλεσμα την αδυναμία της ΠΟΕΔ να επιτύχει το διεκδικητικό της πλαίσιο και να διατηρηθεί η υποτίμηση της διδασκαλικής προσφοράς.  

Η μετάβαση από την ατομική / ωφελιμιστική προς τη συλλογική διάσταση επιτυγχάνεται μετά το 1965. Στην περίοδο κατά την οποία καταργείται η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση και συγκροτείται – για πρώτη φορά – Υπουργείο Παιδείας, η Οργάνωση κατορθώνει να υπερβεί τις δικές τις εσωτερικές αδυναμίες αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά την οργανωσιακή της δυσλειτουργία[11]. Η μετάβαση της ΠΟΕΔ από το ατομικό στο συλλογικό συνοδεύεται από μια σειρά από επιτυχίες για το διδασκαλικό κίνημα. Δε θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι η ουσιαστική ανύψωση του διδασκαλικού λειτουργήματος και η απαρχή της καταξίωσης των δασκάλων στην κοινωνία και η κατάργηση των όποιων διακρίσεων ανάμεσα σε διδασκάλους και διδασκάλισσες[12] πραγματώνεται κατά την περίοδο αυτή (1966-1973)[13]

Ωστόσο, παρά το γεγονός σε αυτή την περίοδο τίθενται οι βάσεις για την εδραίωση του επαγγελματικού διδασκαλικού συνδικαλισμού, οι πολιτικο-ιδεολογικές αντιπαραθέσεις της περιόδου ανάμεσα στο ελληνοκεντρικό και το κυπροκεντρικό ρεύμα σε συνάρτηση με τις ευρύτερες εξελίξεις στην ελληνική επικράτεια επιδρούν καταλυτικά στη διδασκαλική ηγεσία της ΠΟΕΔ[14]. Η ηγεσία της Οργάνωσης, και κατ’ επέκταση η πλειοψηφία του διδασκαλικού κόσμου, παρέμειναν, καθόλη την πρώτη κρίσιμη δεκατετραετία της κυπριακής ανεξαρτησίας πιστοί στο ενωτικό ιδεώδες. Οι θέσεις της ΠΟΕΔ εμφορούνταν από την κυρίαρχη ενωτική ιδεολογία, η οποία παρέμεινε κυρίαρχη, έστω και αν το επίσημο κράτος δήλωνε ότι ακολουθούσε το δρόμο της Ανεξαρτησίας. Η διαμάχη ανάμεσα στο ευκταίο και το εφικτό επεκτάθηκε, αναπόφευκτα, και στο χώρο της Παιδείας.

Σε μια περίοδο κατά την οποία κυριαρχούν τα πάθη της εμφύλιας διαμάχης ο διδασκαλικός κόσμος διακρίνεται σε μακαριακούς και αντιμακαριακούς[15], μία πραγματικότητα που πλήγωσε βαθύτατα το διδασκαλικό κίνημα. Στις διδασκαλικές εκλογές του 1971, για πρώτη φορά, ο διδασκαλικός κόσμος «διχάζεται» ανάμεσα σε «εθνικόφρονες» και σε αυτούς που, αποσπασματικά, συγκροτούν ένα νέο ρεύμα, αντίθετο προς την ηγεσία της Οργάνωσης. Η ομάδα των εθνικοφρόνων δασκάλων κερδίζει με συντριπτική πλειοψηφία τις εκλογές, γεγονός που, όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια, δημιουργεί ένα λανθασμένο αίσθημα αυτοδυναμίας. Καθώς η κρίση στο εσωτερικό κορυφώνεται, η διδασκαλική ηγεσία κατηγορείται για ιδεολογική συνάφεια με τη στρατιωτική κυβέρνηση των Αθηνών και για στάση που αντιστρατεύεται τη νόμιμη κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Δύο χρόνια αργότερα, στις εκλογές του 1973, οι αυτοαποκαλούμενες «μακαριακές δυνάμεις» επιτυγχάνουν την ανάδειξή τους στην ηγεσία της Οργάνωσης, χωρίς, ωστόσο, να διαφοροποιούνται από την πολιτική των διεκδικήσεων και των στοχεύσεων της προηγούμενης ηγεσίας.

Τα όσα τραγικά ακολούθησαν το καλοκαίρι του 1974 θα οδηγήσουν – εκ των πραγμάτων - το διδασκαλικό κίνημα στην αναζήτηση μιας νέας πορείας. Παρά το γεγονός ότι η περίοδος 1974 – έως σήμερα δεν έχει αποτελέσει έργο ενδελεχούς αρχειακής ιστορικής έρευνας, γίνεται κατανοητό ότι η Οργάνωση αναλώνεται, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια που ακολουθούν τη βίαιη διαίρεση του νησιού, σε μια προσπάθεια στήριξης των μελών της[16] και αναδιαμόρφωσης του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο θεωρείται ως συνυπεύθυνο για την πορεία των πραγμάτων και την αποτυχία νομιμοποίησης του κυπριακού κράτους.

Στην περίοδο μετά το 1974 κυριαρχούν οι έννοιες της εκδημοκρατικοποίησης της εκπαίδευσης, του ανθρώπινου, χαρούμενου και δημοκρατικού σχολείου, έννοιες που επανεισάγονται την τελευταία δεκαετία με αφορμή την προσπάθεια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Ο διδασκαλικός κόσμος παραμένει διαιρεμένος καθώς επιρρίπτονται εκατέροθεν ευθύνες για τα γεγονότα που προηγήθηκαν τις τουρκικής εισβολής, ενώ στοχοποιούνται όσοι «κατά κοινή ομολογία» χαρακτηρίζονταν ως «αντικυβερνητικοί»[17]. Το 1981 συγκροτείται η Παγκύπρια Δημοκρατική Έπαλξη Δασκάλων και Νηπιαγωγών στον αντίποδα της Δημοκρατικής Κίνησης, γεγονός που σηματοδοτεί το ξεκίνημα μιας νέας εποχής εκδημοκρατικοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος. Γίνεται προφανές ότι η συγκρότηση των κομμάτων στη δεκαετία του 1970 είχε επιδράσει καταλυτικά στην εκπαίδευση και τους λειτουργούς της, οι οποίοι αρχίζουν πλέον να εντάσσονται σε κομματικά σχήματα[18], παρά το γεγονός ότι από ιδρύσεως της Δημοκρατίας απαγορευόταν στους εκπαιδευτικούς να συμμετέχουν στην πολιτική.

   Το διδασκαλικό κίνημα συμμετέχει ενεργά στην ανοικοδόμηση του κυπριακού κράτους και συμβάλλει με τις δικές του δυνάμεις στην επίτευξη του θαύματος της περιόδου 1980-1990. Την ίδια ώρα συνεχίζει να βρίσκεται σε μια διαρκή και γόνιμη προσπάθεια αναβάθμισης του διδασκαλικού κύρους με κυρίαρχο αίτημα την εξίσωσή των δασκάλων με τους καθηγητές. Η ανάπτυξη γόνιμου διαλόγου εντός της ίδιας της Οργάνωσης ενισχύεται μέσα από την σύνθεση που προκύπτει από ομάδες που έχουν διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες: από τη Δημοκρατική Κίνηση αποχωρεί η αριστερή και σοσιαλιστική πτέρυγα, η οποία στεγάζεται κάτω από το λάβαρο της «Προοδευτικής Κίνησης Δασκάλων» ενώ το 1993 την εμφάνισή της πραγματοποιεί και μια νέα Κίνηση Δασκάλων που φέρει το όνομα «Ανεξάρτητη Κίνηση Δασκάλων».

Η ΠΟΕΔ, μέσα από τη νέα της σύνθεση, οδηγήθηκε στον 21ο αιώνα με βασική της πυξίδα την καταξίωση του έργου και της θέσης των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας. Οι αλλαγές που συντελέστηκαν στο χώρο της κυπριακής εκπαίδευσης, με πιο σημαντική την ίδρυση του Πανεπιστημίου της Κύπρου[19], σε συνάρτηση με την ομοθυμία των διδασκαλικών κινήσεων ως προς τη βασική τους στόχευση, οδήγησαν στην πραγμάτωση της εξίσωσης των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στη σημαντική μισθολογική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών αλλά και στην ουσιαστική συμμετοχή των εκπαιδευτικών στην ποιοτική αναβάθμιση της εκπαίδευσης, κάτι που σήμερα καταμαρτυρείται από τη συμμετοχή μάχιμων εκπαιδευτικών στη διαδικασία των εκπαιδευτικών αλλαγών που πραγματοποιούνται.

Η αποτίμηση των εξήντα χρόνων διδασκαλικού συνδικαλισμού κάτω από την ομπρέλλα της ΠΟΕΔ δεν μπορεί παρά να μας διδάσκει ότι, και σε καιρούς χαλεπούς, όπως ακριβώς είναι οι καιροί που βιώνουμε σήμερα, η επιβίωσή μας στηρίζεται στην περιθωριοποίηση του ατομικού/ωφελιμιστικού και στην υιοθέτηση του συλλογικού. Η αλληλεγγύη, η συναπόφαση, η συλλογική δράση δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι προϊόν εφήμερης αντίδρασης αλλά θα πρέπει να μας χαρακτηρίζει ως στάση ζωής. 

 

*Β. Διευθυντής, Ιστορικός της Εκπαίδευσης

Ολόκληρο Το άρθρο με τις σημειώσεις και τις παραπομπές, στο  έγγραφο που ακολουθεί: 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










179