ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ*
Καταρχάς, εκτιμώ ότι είναι πρόδηλα αντισυνταγματικό, ως αντίθετο στην αρχή της ισότητας και συναφώς του Κράτους Δικαίου και της αξιοκρατίας, να πιστώνονται μονάδες για μη συναφές προσόν, προσόν δηλ. που δεν συνεισφέρει στην καταλληλότητα του υποψηφίου αλλά αποτελεί άσχετο στοιχείο κρίσης (Δημοκρατία κ.ά. ν. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 ΑΑΔ 329: "Λόγω της μη απουσίας σχετικότητας με τα καθήκοντα της θέσης η πείρα του Ε.Μ. στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το μεταπτυχιακό δίπλωμα του αποτελούσαν εξωγενείς παράγοντες. Η λήψη υπόψη εξωγενών, άσχετων ή μη ουσιωδών παραγόντων συνιστά πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης και καθιστά την απόφαση της αντίθετη προς το Νόμο, με αποτέλεσμα να οδηγεί στην ακύρωση της γιατί λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Soteriou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 83, Konnaris and Another v. Republic (1974) 3 C.L.R. 377, Nicolaou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 308, Tzavelas v. Republic (1975) 3 C.L.R. 490 και Kleanthous v. Republic (1978) 3 C.L.R. 303 ".
Συναφώς, μνεία της πιο πάνω απόφασης Παπαχριστοδούλου κ.ά. έγινε στην απόφαση στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές Μάριος Μικελλίδης κ.α v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Πρ. αρ. 954/2005 κ.α, ημ. 5.2.2008 στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Εφόσον συγκεκριμένο προσόν που κατέχει συγκεκριμένος υποψήφιος κριθεί, όπως στην προκείμενη περίπτωση, ότι δεν είναι σχετικό με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, αυτό δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Διάκριση μπορεί να γίνει μόνο μεταξύ "σχετικών" και "άσχετων" προσόντων για συγκεκριμένη θέση. Τρίτη διάκριση, "άσχετων αλλά υπέρτερων" προσόντων, που να καθιστούν τον κάτοχό τους "καταλληλότερο για την υπό πλήρωση θέση" δεν αναγνωρίζεται από τη νομολογία».
Πρόκειται, επομένως για κριτήρια άσχετα προς το ουσιαστικό περιεχόμενό της ρυθμίσεως, τα οποία δεν είναι συναφή μ’ αυτόν και ουδόλως εναρμονίζονται με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αντίθετα στις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, η οποία απορρέει από τα άρθρα 6 § 1, 8 § 2, 9 § 2 και 10 § 2 της ΕΣΔΑ και απαιτεί τα κριτήρια να είναι πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Σχετικά, σημειώνεται ότι η αρχή της αναλογικότητας εμπίπτει στις σημαντικές αρχές του κράτους δικαίου, που αναγνωρίσθηκαν ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου (απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, C 359/92, Γερμανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. Ι 3681).
Συναφώς, δεν είναι εφαρμοστέο οτιδήποτε λόγω αντιθέσεώς του προς την αρχή της αναλογικότητας [ΣτΕ(Ολ) 3177/2007 και απόφαση 5/2010 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου].
Επίσης, όπως υπάρχει ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου ομοίως και θα πρέπει να υπάρχει ισότητα του νόμου έναντι των πολιτών (από τις εκατοντάδες υποθέσεις γίνεται παραπομπή στην απόφαση 1785/2011 του Αρείου Πάγου, B1` Πολιτικό Τμήμα, απόφαση 133/2011 του Αρείου Πάγου, B1` Πολιτικό Τμήμα, ΣτΕ 1513/2009, ΣτΕ 71/2009, Αρμενόπουλος 2009, Τόμος 63, Σελ. 930, απόφαση Ελεγκτικού Συνεδρίου Τμήμα ΙΙΙ, 2189/2009, ΣτΕ(Ολ) 3654/2008, Επιθεώρηση Δικαίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων 2009/29, απόφαση Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου 1454/2008, Επιθεώρηση Δημόσιου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου 2008, Τόμος 52, σελ. 978,ΣτΕ 3428/2006, απόφαση Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου 1509/2005, απόφαση Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου 650/1999, Επιθεώρηση Δικαίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων 2000/368).
Το ίδιο ισχύει και για την «οροφή» των 25 μονάδων, καθώς σε περίπτωση υποψηφίων εκ των οποίων κάποιοι κατέχουν -σχετικά πάντα- προσόντα και εξασφαλίζουν τις ακριβώς αντίστοιχες 25 μονάδες, θα ισοδυναμούν, στον τομέα, αυτόν με υποψηφίους, που κατέχουν προσόντα τα οποία ανταποκρίνονται σε περισσότερες από 25 μονάδες, οι οποίοι όμως είναι καθηλωμένοι στο όριο των 25 μονάδων, πρόκειται δηλ. για άνισες περιπτώσεις που αντιμετωπίζονται ομοειδώς και ενιαία (Ιωάννης Μήλιου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πρ. αρ. 1760/2009, 4.7.2012).
Συναφώς, από την αρχή της ισότητας (28 του Συντάγματος) και την αρχή του Κράτους Δικαίου, απορρέει η αρχή της αξιοκρατίας εκ της οποίας συνάγεται ο κανόνας ότι η πρόσβαση σε θέσεις του Δημοσίου πρέπει να γίνεται με κριτήρια που, συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των υποψηφίων για την κατάληψή τους [(ΣτΕ 2717/2003, 2099/2000, 5094/1996, 3675/1996 κ.α., ΔεφΑθ. 1408/2008, ΔεφΑθ 1405/2008, ΔεφΑθ 1211/2007, Δεφ.Αθ 381/2007, Πρακτικό Συνεδριάσεως και Γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας αρ. 281/2005, Τμήμα Ε΄ (περιοδικό DIGESTA, 2006, σελ. 48, τριμηνιαίο Επιστημονικό Περιοδικό του Τμήματος Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης].
Συναφώς, από την αρχή της ισότητας προκύπτει ότι ο Νομοθέτης πρέπει να στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που βρίσκονται σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρυθμίσεως (ΣτΕ 583/2008, κ.α.) και να μη προβαίνει σε αυθαίρετες, τυχαίες η συμπτωματικές διακρίσεις (Χαρ. Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 378, Ανδρέα Σωτηριάδη v. Παντελή Θεοφυλάκτου (2002) 3 ΑΑΔ 56, ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΙΩΡΚΑΣ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 348).
Επίσης, από τις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας προκύπτει η δημοκρατική αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου στις δημόσιες θέσεις κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας μόνο (ΣτΕ 559/2013, 5106/2012, 790/2012 κ.α).
Τη συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της αξιοκρατίας αναγνωρίζει, όπως προαναφέρθηκε, και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σύμφωνα με αυτή: «Η αρχή της αξιοκρατίας υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων» (ΣτΕ 1236/2003), ενώ σε άλλες αποφάσεις του γίνεται λόγος για την «απορρέουσα από την αρχή της ισότητας δημοκρατική αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας» (ΣτΕ 2069/2000, 1446/2003, 1252/2003). Στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να τονιστεί ότι η αρχή της αξιοκρατίας διαθέτει ένα περισσότερο συγκεκριμένο περιεχόμενο από την αρχή της ίσης μεταχείρισης καθώς επιβάλλει ιδίως τη θέσπιση κριτηρίων επιλογής και διαδικασιών που συνάπτονται αποκλειστικά με την προσωπική αξία καθενός, δηλαδή τις ικανότητες, τα προσόντα και την προσωπικότητά του.
Συναφώς, όπως λέχθηκε στη ΣτΕ 1089/2012, αναφορικά με τη συνταγματική αρχή της ισότητας, ο κοινός νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δύναται να ρυθμίζει κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις, λαμβανομένων υπόψη των υφισταμένων κοινωνικών, οικονομικών, επαγγελματικών ή άλλων συνθηκών, που συνδέονται με τις υπό ρύθμιση καταστάσεις ή σχέσεις, επί τη βάσει δε γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων να προβαίνει στη σχετική ρύθμιση μέσα στα όρια της αρχής της ισότητας, που αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, είτε υπό τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε υπό τη μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή αντιθέτως, τη διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρομοίων καταστάσεων (βλ. ΣτΕ Ολομ. 992/2004 κ.α.).
Σημειώνεται επίσης ότι αναφορικά με τη σταδιοδρομία των δημοσίων υπαλλήλων και συναφώς τις αμφισβητήσεις τους για αστικής φύσης ζητήματα θα πρέπει να τηρείται η αρχή της δίκαιης δίκης σύμφωνα με το Άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Pellegrin κατά Γαλλίας, ημ. 8.12.1999) ενώ πριν από την απόφαση Pellegrin το Δικαστήριο είχε δηλώσει ότι οι σχετικές αμφισβητήσεις για το διορισμό, τη σταδιοδρομία και τη παύση της δραστηριότητας των δημόσιων υπαλλήλων, βρίσκονταν κατά γενικό κανόνα εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Από τις αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας συντίθεται η αρχή της «αξιοκρατικής ισότητας» που δεσµεύει τόσο το νοµοθέτη όσο και τη διοίκηση (Χαράλαµπος Χρυσανθάκης, Τα κριτήρια στελέχωσης των θέσεων της δηµόσιας διοίκησης, σελ. 108).
*Δικηγόρος