ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ*
Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι, με την αλλαγή του σκηνικούστο θέματου νέου συστήματος διορισμών εκπαιδευτικών στη δημόσια εκπαίδευση , απότοκο της συνάντησης των εκπαιδευτικών οργανώσεων με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το ζήτημα έχει ουσιαστικά παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες: οι συντεχνιακοί θα ενεργήσουν κατά τα ειωθότα παρακωλύοντας τον διάλογο και τραβώντας σε μάκροςτη συζήτηση.Και ενώ η ηγεσία των εκπαιδευτικών βαυκαλίζεται με την ιδέα ενός ατέρμονος διαλόγου, ταφόπλακα στο νέο σύστημα διορισμών, η κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί προοιωνίζεται δυσάρεστες εξελίξεις για συμβασιούχους, έκτακτους και αντικαταστάτες.
Η προσπάθειαγια εκσυγχρονισμό του συστήματος διορισμών χρονολογείται απότο 1987, επί κυβερνήσεως Σπύρου Κυπριανού. Έκτοτε, για 26 χρόνια διαπιστώνεται η ανάγκη για ένα νέο, σύγχρονο σύστημα διορισμών που να είναι δικαιότερο, πρωτίστως αξιοκρατικότερο. Η αστοχία του υφιστάμενου συστήματος πανθομολογούμενη: η ημερομηνία απόκτησης πτυχίου, η ημερομηνία κατάθεσης πτυχίου και η ημερομηνία γέννησης ως κριτήρια κατάταξηςτων διορισίμων, που σαφέστατα ουδεμία σχέση δεν έχουν με την αξιοκρατία, δίνουν ένα αξεπέραστο προβάδισμα σε υποψήφιους, ακόμα κι αν αυτοί έχουνλιγότερα μόρια από τους συναδέλφους τους. Οι στρεβλώσεις και τα αδιέξοδα που δημιουργεί η επετηρίδα έχουν τον αντίκτυπό τους στην δημόσια εκπαίδευση, που στερείται τους ικανότερους των εκπαιδευτικών, και στην κοινωνία, που στρέφει τις δημιουργικότερες των δυνάμεών της και τους λαμπρότερους των νέων της σε άλλους τομείς πέραν της εκπαίδευσης.Οι δε άρρενες εκπαιδευτικοί, που υπηρέτησαν την στρατιωτική τους θητεία, τιμωρούνται με πολλαπλάσια της υπηρεσίας τους χρόνια εκτός εκπαίδευσης.
Η στάση των εκπαιδευτικών οργανώσεων στο εν λόγω ζήτημα την τελευταία εικοσιπενταετία, πιστή σε παρωχημένες συνδικαλιστικές λογικές, ήταν αντιπαραγωγικήκαι εξαντλείτο στη διασφάλιση συντεχνιακών συμφερόντων: στείρα κριτική, κωλυσιεργία, τακτικισμός, ακκισμοί, περιχαράκωση πίσω από “κεκτημένα”. Την ίδια παρελκυστική τακτική ακολούθησαν και στον τελευταίο διάλογο επαναλαμβάνοντας εαυτούς, επιδιδόμενοι σε πλειοδοσία λαϊκισμού και αρθρώνοντας αίολη επιχειρηματολογία:
Εξέφρασαν την έκπληξή τους και άφησαν υπόνοιες για την χρονική περίοδο ανακίνησης του θέματος. Εύλογα, όμως, διερωτάται κάποιος: Αν όχι τώρα, πότε; Λες και ο διάλογος για το σύστημα διορισμών ξεκίνησε τώρα! Εικοσιπέντε χρόνια δεν ήταν αρκετά; Μήπως μια κυβέρνηση, η οποιαδήποτε κυβέρνηση, με νωπή την λαϊκή εντολή δεν νομιμοποιείται να εφαρμόσει μέσα στην πενταετία της το πρόγραμμά της;
Φληναφήματα της μορφής “Μα τώρα και για την επόμενη δεκαετία δεν θα υπάρξουν παρά ελάχιστοι νέοι διορισμοί. Δεν υπάρχει λόγος για νέο σύστημα διορισμών.” δεν αποτελούν παρά παιδιάστικες αντιρρήσεις. Με την ίδια λογική, σε περιόδους με πολλούς διορισμούς, θα προβαλλόταν το επιχείρημα: “Μα τώρα ο κατάλογος κινείται. Δεν υπάρχει λόγος για νέο σύστημα διορισμών.”
Αμφισβήτησαν τα κίνητρα του υπουργείου και επικαλέστηκαν την εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών και συμφερόντων: Το νέο σύστημα εξυπηρετεί τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και δημιουργεί την ανάγκη για απόκτηση πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων ευνοώντας τους πιο εύπορους. Εδώ, η ηγεσία της ΠΟΕΔ συγκεκριμένα, φωράται να υποκρίνεται ασύστολα: Είναι γνωστόν τοις πάσι πως η συντριπτική πλειονότητα των διορισίμων έχει αποκτήσει μεταπτυχιακούς τίτλους συνεπεία της μοριοδότησης που οι τελευταίοι λαμβάνουν στο υφιστάμενο σύστημα διορισμών. Οι εκπαιδευτικοί, και δη οι δάσκαλοι πρωτοβάθμιας, υπήρξαν τα τελευταία χρόνια οι καλύτεροι πελάτες των ιδιωτικών πανεπιστημίων φοιτώντας στα μεταπτυχιακά και διδακτορικά προγράμματά τους. Ιδιωτικά πανεπιστήμια τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, έχουν να χάσουν πολλά με την εφαρμογή ενός νέου συστήματος διορισμών που βασίζεται σε εξετάσεις, αφού κατά τεκμήριο οι προπτυχιακοί φοιτητές τους έχουν χαμηλότερες επιδόσεις από τις αντίστοιχους φοιτητές των δημοσίων πανεπιστημίων στις εισαγωγικές εξετάσεις: Γιατί, κάποιος που απέτυχε να εξασφαλίσει μια θέση στην δωρεάν δημόσια ανώτατη εκπαίδευση να δώσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο χρηματικό ποσό για να σπουδάσει σε ένα ιδιωτικό ίδρυμα, όταν θα γνωρίζει πως θα έχει να διαγωνιστεί, εντέλει, με απόφοιτους των δημόσιων ΑΕΙ; Το υφιστάμενο σύστημα διορισμών, αντιθέτως, ευνοεί τους απόφοιτους ιδιωτικών πανεπιστημίων της αλλοδαπής, που μέσα σε τέσσερα χρόνια αποκτούν αναγνωρισμένο προπτυχιακό και μεταπτυχιακό τίτλο υπερκερώντας τους απόφοιτους τετραετών προγραμμάτων των δημόσιων ΑΕΙ.
Την ανησυχία της εξέφρασε η ΠΟΕΔ για τον κίνδυνο “οι εκπαιδευτικοί να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης σε φροντιστήρια εκπαιδευτικών για να περάσουν τις εξετάσεις”, όταν με περισσή οίηση ο πρόεδρος της οργάνωσης, Φίλιος Φυλακτού, δήλωνε: “ Στο διδασκαλικό κλάδο εξακολουθεί να μπαίνει η αφρόκρεμα των υποψηφίων των ΑΕΙ ”. Πώς μπορεί οι “άριστοι των αρίστων” να χρειάζονται λυσάρια και φροντιστήρια είναι ένα ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσει ο πρόεδρος. Όπως θα πρέπει να εξηγήσει πού βασίζει τον αξιολογικό χαρακτηρισμό “αφρόκρεμα των υποψηφίων των ΑΕΙ ”. Μήπως στην επίδοση των τελευταίων σε εξετάσεις; Μήπως η περιώνυμη υψηλή ποιότητα των εκπαιδευτικών που υπηρετούν σήμερα την κυπριακή εκπαίδευση δεν εξασφαλίστηκε αποφασιστικά, από τη διέλευση της βασάνου των εισαγωγικών εξετάσεων και την επιλογή των ικανοτέρων; Δεν είναι άραγε με εξετάσεις, τις εισαγωγικές εξετάσεις των δημόσιων πανεπιστημίων, που επιλέγηκαν οι εκπαιδευτικοί του σήμερα;
Διερωτήθηκε η ηγεσία των δασκάλων: “Άραγε, η εξέταση θα έπρεπε να είναι κριτήριο, μόνο για εισδοχή ή όχι στον κατάλογο και όχι για καθορισμό της σειράς;” . Την ίδια στιγμή, που δήλωνε πως οι εξετάσεις αποτελούν ευθεία αμφισβήτηση του πτυχίου των διορισίμων και των ίδιων των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων που έδωσαν τους τίτλους. Είναι καταφανές πως αποφεύγοντας να συζητήσει επί της ουσίας και καταφεύγοντας σε δικολαβίστικη επιχειρηματολογία, η συνδικαλιστική ηγεσία περιπίπτει σε αντιφάσεις. Η ουσία των εξετάσεων, για τις οποίες φρύαξαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, έγκειται στην κατάταξη των υποψηφίων βάσει του βαθμού κατάκτησης του γνωστικού αντικειμένου. Στόχος είναι η επιλογή των ικανότερων και όχι η πιστοποίηση του πτυχίου των υποψηφίων.
Οι εξετάσεις έχουν βρεθεί στο επίκεντρο των επιθέσεων που δέχεται το νέο σύστημα διορισμών και πολλή μελάνη έχει χυθεί σε σχέση με την ικανότητα των εξετάσεων να ελέγξουν την καταλληλότητα των υποψήφιων εκπαιδευτικών: “Οι εξετάσεις δεν μπορούν να κρίνουν την αγάπη, τον ζήλο, την αφοσίωση και το ήθος του εκπαιδευτικού για τη δουλειά του” και “Το έργο του εκπαιδευτικού απαιτεί μια γκάμα από δεξιότητες που δεν μπορεί μια απλή εξέταση να αποτιμήσει”. Ασφαλώς και μια γραπτή εξέταση δεν μπορεί να ελέγξει τα πιο πάνω, όπως βέβαια, ούτε και το υφιστάμενο σύστημα, κάτι το οποίο οι πολέμιοι των εξετάσεων επιλέγουν να αγνοούν. Οι εξετάσεις είναι ένα αξιολογικό εργαλείο με εγγενείς περιορισμούς στη χρήση: δεν μπορεί να διαγνώσει ποιότητες τόσο υποκειμενικές όπως η αγάπη, ο ζήλος, η αφοσίωση και το ήθος. Ποια όμως μέθοδος αξιολόγησης μπορεί αντικειμενικά να μετρήσει τα πιο πάνω; Μήπως η συνέντευξη; Σίγουρα η κρίση του εξεταστή είναι υποκειμενική και επιρρεπής σε παρεμβάσεις, και συνεπώςδεν διασφαλίζεται το αδιάβλητο της διαδικασίας. Εν ολίγοις, οι εξετάσεις είναι το πιο αντικειμενικό εργαλείο που διαθέτουμε, εχέγγυο για το αδιάβλητο της διαδικασίας και την διασφάλιση της αξιοκρατίας.
Θλίψη προκαλεί η ευκολία με την οποία η ηγεσία των εκπαιδευτικών διατυπώνει ανυπόστατους ισχυρισμούς“Καμιά έρευνα όμως δεν κατέδειξε ότι ο άριστος σε γραπτές εξετάσεις θα είναι και ικανότερος εκπαιδευτικός.” και καταφεύγει σε δογματισμούς “Δεν μπορεί να πιστοποιηθεί η επάρκεια και η καταλληλότητα των εκπαιδευτικών με εξετάσεις…”.
Ο πρώτος ισχυρισμός, αν και προβάλλεται κατά κόρον από όλους όσοι εναντιώνονται στην εισαγωγή εξετάσεωνκαι σκοπό έχει να προσδώσει επιστημονική βαρύτητα στις αντιρρήσεις τους, δεν αποτελεί παρά μια προσφυγή στην άγνοια (argumentumadignorantiam), μια λογική πλάνη: “Η απουσία αποδείξεων δεν αποτελεί απόδειξη της απουσίας”(Carl E.Sagan). Επιπλέον, όπως αναφέρει και σε σχετικό άρθρο της η Δρ. Μαίρη Κουτσελίνη, υπάρχουν έρευνες που συνηγορούν υπέρ των εξετάσεων:
“Η γνώση του περιεχομένου ενός κλάδου, σύμφωνα με την εκπαιδευτική έρευνα επηρεάζει σημαντικά την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών. Ακόμη έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει σημαντική σχέση μεταξύ της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού και των τριών ειδών γνώσης, της Γνώσης περιεχομένου, της Γενικής Παιδαγωγικής Γνώσης και της Ειδικής παιδαγωγικής γνώσης για τη διδασκαλίας ενός μαθήματος ( Shulman, 2013). Επιπρόσθετα το επίπεδο κατοχής δεξιοτήτων από τον/ την εκπαιδευτικό φάνηκε να επηρεάζει τα αποτελέσματα των μαθητών (Έκθεση Ευρυδίκης, σ. 16)”
Όσο για τη δογματική θέση του προέδρου της ΠΟΕΔ περί εξετάσεων, αυτή δεν βοηθάστο διάλογο που διεξάγεται για το νέο σύστημα διορισμών και στερεί από την οργάνωση το συνδιαμορφωτικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει στη λήψη αποφάσεων.
Εμφαίνεται, λοιπόν, πώς πλείστες των αιτιάσεων κατά του νέου συστήματος διορισμών, που διατυπώνονται από τις εκπαιδευτικές οργανώσεις, δεν αντέχουν στην βάσανο της λογικής και ελέγχονται ως ανυπόστατες, αναληθείς. Αποτελούν,μάλλον, εκφάνσειςενός συστήματος που ανθίσταται στην αλλαγή, στον εκσυγχρονισμό, καθηλωμένο σε ψηφοθηρικές σκοπιμότητες.
Στο χρόνο που διέρρευσεαπό την πρώτη φορά που διαπιστώθηκε η ανάγκη για εκσυγχρονισμό του συστήματος διορισμών, το τέρας του καταλόγου με τις χιλιάδες εγγεγραμμένους γιγαντώθηκεμε την κύρια ευθύνη να βαραίνει τις εκπαιδευτικές οργανώσεις και την αρνητική στάση τους. Γιγαντώθηκε τόσο που απειλεί να οδηγήσει σε εμφύλιο το χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης. Τα στοιχεία άκρως ανησυχητικά: οι αφυπηρετήσεις, και κατ’ επέκταση οι διορισμοί, τα επόμενα 10 χρόνια προβλέπονται από ελάχιστες ως μηδενικές. Λαμβάνοντας υπόψη και την έκρηξη του αριθμού των νέων εγγραφών στον κατάλογο διορισίμων, γίνεται αντιληπτό πως στην εκπαίδευση κυοφορείται μια “τέλεια καταιγίδα”: Στη δημοτική εκπαίδευση λ.χ. οι εγγραφές νέων διορισίμων από 320 το 2006 εκτοξεύτηκαν στις 641 το 2012 (285 το 2007, 301 το 2008, 214 το 2009, 434 το 2010 και 610 το 2011), ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό των εγγεγραμμένων στους 3040.
Εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς την πίεση που θα ασκούν οι ορδές των νεοεγγραφέντωνστην επετηρίδα πάνω στους πολιτικούς απαιτώντας για αλλαγές που θα τους δίνουν ελπίδα στο διορισμό.
Ας μη βαυκαλίζονται, λοιπόν, οι ηγεσίες των εκπαιδευτικών με την ιδέα πως με την άτεγκτη στάση τους θα ενταφιάσουν το νέο σύστημα διορισμών, γιατί έπονται δυσκολότερα και σύντομα θα οδηγηθούν εκόντα άκοντα, ελέω πιέσεων, σε λύσεις που δεν θα δείχνουν την δέουσα ευαισθησία στο θέμα των εκπαιδευτικών που ήδη υπηρετούν την εκπαίδευση. Και τότε οι ευθύνες τους απέναντι στον εκπαιδευτικό κόσμο, που τάχθηκαν να υπηρετούν, θα είναι ασήκωτες.
Απαιτείται, επομένως, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις να αφήσουν στην άκρη τα τερτίπια και τις μικροπαραταξιακές σκοπιμότητες, και μακριά από λαϊκισμούς, έχοντας ως οδηγό το καλό της παιδείας του τόπου και τα καλώς νοούμενα συμφέροντα των εκπαιδευτικών, να προσέλθει στο διάλογο με εποικοδομητικές προτάσεις.
*Εκπαιδευτικός