Τα Άγια Πάθη του Βασίλη


ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΙΕΡΗ*

Στην εποχή μας, μια εποχή «σακάτικη» για τα Γράμματα, που τείνει να ξεχαστεί η παραδοσιακή γραφή, που χάθηκε η ορθή κρίση, η αναγνώριση και η αποδοχή αυτού που αξίζει να γίνει κοινό αγαθό, οι επέτειοι των Γραμμάτων αντί να είναι αφορμή να εμπλουτιστεί η γνώση μας για τα βαθιά νοήματα του έργου ενός τιμώμενου ποιητή, είναι αφορμές για να μαγαριστούν σημαντικά έργα, προκειμένου να εμφανιστούν ως ειδήμονες και σπουδαίοι μελετητές διάφοροι κατεργάρηδες (ο Καβάφης ήθελε να τους πει τσαρλατάνους, αλλά προτίμησε να χρησιμοποιήσει έναν πιο ήπιο χαρακτηρισμό. Τους είπε «τυχοδιώκτες». Βλ. το ποίημά του «Το Πρώτο Σκαλί»).

Το ίδιο συνέβη πριν μερικά χρόνια, στα 80χρονα από το θάνατο του Καβάφη (2013) που αντί να δώσουν έναυσμα για σημαντικές εκδόσεις, αξιόλογα ερμηνευτικά κείμενα και ουσιαστικά αφιερώματα, έγιναν αφορμή για την επέλαση των αυτοαποκαλούμενων Cavafistas οι οποίοι οπισθοδρόμησαν τις καβαφικές σπουδές με μια σκανδαλοθηρική προσήλωση σε θέματα εντυπωσιασμού που περιθωριοποίησε την ουσία του καβαφικού έργου.

Το ίδιο συμβαίνει και φέτος, με την επέτειο των 100 χρόνων από τον θάνατο του Βασίλη Μιχαηλίδη, που μέχρι στιγμής “τιμήθηκε” με μια σειρά από φαιδρά έως ιερόσυλα κείμενα από ένα φιλολογικό κωθώνι, μερικά κακογραμμένα και μέτρια κείμενα γνωστού “πανεπιστημιακού”, λίγες εκδηλώσεις Δήμων και σωματείων με καλή πρόθεση και κακή επιλογή ομιλητών, ορισμένα συγκυριακά αφιερώματα εφημερίδων και άλλων εντύπων, αλλά τίποτα το ουσιώδες που να εμπλουτίζει τη γνώση μας για τον εθνικό ποιητή της Κύπρου ή έστω να αποδίδει στην προσωπικότητα και το έργο του την τιμή που τους αξίζει.

Ο χώρος που έχω στη διάθεσή μου δεν μου επιτρέπει να σχολιάσω αναλυτικά όλες τις περιπτώσεις κακοποίησης του έργου και του ονόματος του Βασίλη Μιχαηλίδη (επιφυλάσσομαι να το κάνω σε άλλο πλαίσιο). Ωστόσο, δεν μπορώ να αφήσω ασχολίαστο, ενδεικτικά έστω, τον ιερόσυλο τρόπο με τον οποίο ο κ. Kυριάκος Ιωάννου επεμβαίνει, χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο, στον πιο αναγνωρίσιμο και έξοχο από κάθε άποψη στίχο του Μιχαηλίδη «Η Ρωμιοσύνη εν’ νά χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει», ούτε την ανόητη πρόταση να προσθέσουμε ένα καινούργιο πρόσωπο στην «9η Ιουλίου», αλλά ούτε και την κουτοπόνηρη δήλωση του ίδιου “φιλόλογου” ότι αποσιωπάται σκόπιμα η διάκριση που κάνει στο έργο του ο Μιχαηλίδης ανάμεσα στους Οθωμανούς και τους Τούρκους Τζυπριώτες – μια διάκριση που έχει τονισθεί, σχολιαστεί και αναδειχθεί ουκ ολίγες φορές από το 1954 μέχρι σήμερα ώστε να αποτελεί κοινό τόπο στη βιβλιογραφία για τον Μιχαηλίδη (βλ. κείμενα των Κυριάκου Καραμάνου, Χρύσανθου Στ. Κυπριανού, Άνθιμου Πολυβίου, Γιάννη Κατσούρη, Μιχάλη Πιερή, Γιώργου Κεχαγιόγλου, Λευτέρη Παπαλεοντίου, Αντώνη Τινή).

Δεν μπορώ επίσης να προσπεράσω με αδιαφορία την απογοήτευσή μου από την ποιότητα των αφιερωμάτων στο έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα σε δύο έντυπα τα οποία σχετίζονται με τη Λεμεσό και επομένως θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικά όταν διαχειρίζονται τη φήμη του ποιητή της «Ρωμιοσύνης». Αναφέρομαι στο καχεκτικό αφιέρωμα του Λεμεσιανού περιοδικού Θέματα και στο  αφιέρωμα της Επετηρίδας της Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών η οποία σ’ αυτή την περίπτωση δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, ούτε στο επίπεδο που κρατούσε μέχρι τώρα.

Τα λίγα αυτά παραδείγματα οδηγούν σε άκρως μελαγχολικές σκέψεις για το μέλλον των μιχαηλιδικών σπουδών και της φιλολογικής επιστήμης γενικότερα, η οποία –τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνομαι– δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρεται για το αν ο Μιχαηλίδης πήγε με λευκό κοστούμι και ποδήλατο σε γάμο (δυστυχώς αναφέρομαι σε πραγματικό “ερευνητικό ενδιαφέρον” δημοσιευμένης μελέτης), ούτε για το αν ο Καβάφης ήταν γκέι. Πέρα από την ενδυματολογική και σεξουαλική επιλογή αυτών των δύο ποιητών, πέρα από τις όποιες προσωπικές επιλογές οποιουδήποτε δημιουργού, υπάρχει το έργο του και αυτό και μόνο θα έπρεπε να αποτελεί το αντικείμενο της φιλολογίας.

Όμως στις μέρες μας, των social media και των κοινωνικών περιοδικών, οι αντιλήψεις για το πώς πρέπει να προσεγγίζεται το έργο ενός ποιητή είναι διαφορετικές. Ως δείγμα του σε τι αναφέρομαι, θα δώσω δύο εικόνες για τις οποίες τα σχόλια είναι περιττά. Το άσεμνο του πράγματος, η έλλειψη στοιχειώδους αισθητικής, η χυδαία προσέγγιση στον εθνικό ποιητή της Κύπρου, είναι ορατά με την πρώτη ματιά.

ΕΙΚΟΝΕΣ

Λεζάντα 1ης εικόνας:

Φωτομοντάζ άσχετων μεταξύ τους φωτογραφιών του Βασίλη Μιχαηλίδη και της Ευτέρπης Αραούζου που “κοσμεί” κείμενο “φιλόλογου” με τίτλο «Για ποιαν έγραψε την ΑΝΕΡΑΔΑ ο Βασίλης Μιχαηλίδης;». Το φωτομοντάζ δικαιολογείται με την εξής “αποκαταστατική” δήλωση: «Είναι γνωστό ότι στον ποιητή δεν άρεσε να φωτογραφίζεται, γι’ αυτό ελάχιστες φωτογραφίες του υπάρχουν.»

Λεζάντα 2ηςεικόνας:

Αφίσα μιας ούτως ή άλλως προβληματικής συναυλίας (με χονδροειδείς μιμήσεις άλλων έργων) σύγχρονου Κύπριου συνθέτη, o oποίος προσπαθεί να παρουσιαστεί ως alter ego του ποιητή της Ρωμιοσύνης. To ερώτημα που προκύπτει είναι αν ο  κύριος αυτός θεωρεί ότι μοιάζει στον Μιχαηλίδη, ή αν ο Μιχαηλίδης μοιάζει σ’ αυτόν.

*Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ ΑΡΧΗΣ PAIDEIA-NEWS : Το περιεχόμενο όλων των άρθρων που δημοσιεύονται στο Paideia-News εκφράζουν τις προσωπικές απόψεις των αρθρογράφων και όχι κατ’ ανάγκη της ιστοσελίδας μας.   




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











346