TΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ*
Το τελευταίο διάστημα δημοσιεύτηκαν στον τύπο κάποια άρθρα και απόψεις σχετικά με τα γεγονότα του 1963-64 στην Κύπρο. Οι απόψεις αυτές, δυστυχώς, είναι παράγωγο μιας μονοδιάστατης και μονόπλευρης παρουσίασης της ιστορίας. Είναι απόψεις που αγνοούν τα διαχρονικά σχέδια της Τουρκίας στην Κύπρο, που αγνοούν τα γεγονότα που προηγήθηκαν του 1963 και τις συνθήκες μέσα στις οποίες διαδραματίστηκαν τα γεγονότα του 1963-64. Είναι ακόμα απόψεις που αγνοούν τις αποφάσεις και ψηφίσματα του ΟΗΕ και τα γεγονότα που ακολούθησαν το 1964 μέχρι και σήμερα,.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πρώτον είναι ξεκάθαρο, έμπρακτα, από τα ίδια τα γεγονότα της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας, ότι η Τουρκία είχε σαν στόχο τη διχοτόμηση της Κύπρου. Αυτός ο στόχος είχε τεθεί επίσημα ήδη από το 1956 και οποιαδήποτε μελέτη που αγνοεί αυτό το στόχο δεν μπορεί να σταθεί επιστημονικά. Ο στόχος της διχοτόμησης βέβαια θα μπορούσε να πάρει πολλές μορφές ή να επιτευχθεί σταδιακά είτε με τη χρήση βίας (τουρκοανταρσία 1963-64, εισβολή 1974) είτε με την αποδοχή από τους εμπλεκόμενους συγκεκριμένων σχεδίων λύσης (π.χ. Σχέδιο Μακμίλλαν, Σχέδιο Άτσεσον, σχέδια λύσης μετά το 1974).
Δεύτερο, είναι επίσης ξεκάθαρο ότι Τουρκοκύπριοι, ήδη από τη Μεταβατική Περίοδο (1959-60) προετοιμάζονταν στρατιωτικά για να είναι έτοιμοι σε περίπτωση που οι συνθήκες ευνοούσαν τη διεκδίκηση του αιτήματός τους για διχοτόμηση, με τη βία. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ήταν και η συνέχιση του εξοπλισμού της τρομοκρατικής οργάνωσης ΤΜΤ. Η συνεχής προετοιμασία της ΤΜΤ ήταν πολύ καλά γνωστή στην ελληνική κυπριακή πλευρά.
Αδιάψευστο στοιχείο που αποδεικνύει τα σχέδια της Τουρκίας ήταν η σύλληψη του τουρκικού πλοιαρίου «Ντενίζ» από τους Βρετανούς. Συγκεκριμένα, στις 18 Οκτωβρίου 1959, βρετανικό περιπολικό σκάφος ανέκοψε, το τουρκικό πλοιάριο «Ντενίζ», το οποίο ήταν φορτωμένο με όπλα και εκρηχτικές ύλες για εξοπλισμό της ΤΜΤ.
Παράλληλα οι εξτρεμιστές Τουρκοκύπριοι με καθοδηγητή το Ραούφ Ντενκτάς αποθάρρυναν τις εμπορικές συναλλαγές με Ελληνοκύπριους και την ίδια στιγμή ήταν αμείλικτοι με όσους Τουρκοκύπριους μιλούσαν υπέρ της συνεργασίας και της συμβίωσης Ε/κ και Τ/κ. Επίσης αρνούνταν να συμβιβαστούν σε κάποιες πρόνοιες των Συμφωνιών που ήταν προβληματικές, όπως για παράδειγμα η λειτουργία χωριστών δήμων, ακόμα κι αν οι προτάσεις της Ελληνικής πλευράς για συμβιβασμό ευνοούσαν την ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου των Τουρκοκυπρίων. Μια άλλη εμπρηστική ενέργεια των Τουρκοκυπρίων ήταν η άρνησή τους να ψηφίσουν το νόμο για το Φόρο Εισοδήματος, στερώντας από το κράτος σημαντικά έσοδα. Οι ίδιοι οι εξτρεμιστές Τουρκοκύπριοι και η Τουρκία ουδέποτε πίστεψαν στις Συμφωνίες και στο κράτος του ’60. Και αυτό φαίνεται μέσα από τα ίδια τα πιο πάνω γεγονότα. Όλα αυτά έγιναν πολύ πριν ομάδες Ε/κ αναγκάστηκαν να οργανωθούν. Η όποια προσπάθεια παρουσίασης των γεγονότων του 1963-64 που αγνοεί αυτά τα γεγονότα, που προηγήθηκαν του 1963, επίσης δεν μπορεί να σταθεί επιστημονικά.
Τρίτον, η Κυπριακή Κυβέρνηση, ουσιαστικά δεν μπορούσε να αντιδράσει έμπρακτα. Τα σώματα ασφαλείας, ο υποτυπώδης, αν όχι ανύπαρκτος, Στρατός και η Αστυνομία, αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό και από Τουρκοκύπριους. Εδώ ακριβώς τίθεται και ένα από τα ερωτήματα-ζητήματα που δεν αγγίζουν κάποιοι. Πως η ελληνοκυπριακή πλευρά θα αντιμετώπιζε μια ενδεχόμενη προσπάθεια της τουρκικής πλευράς να προωθήσει στην πράξη και με τη βία τα διχοτομικά της σχέδια, αφού δεν είχε στη διάθεσή της κανένα μέσο αντιμετώπισης; Κανείς δεν απαντά αυτό το απλό αλλά συνάμα σημαντικό ερώτημα για να κατανοήσει κάποιος τη δημιουργία ένοπλων ομάδων από πλευράς ελληνοκυπρίων μέσα στις συνθήκες του 1963-64. Η δημιουργία ένοπλων ομάδων είναι βέβαια απαράδεκτη στην Κύπρο του 2014, ήταν όμως η μόνη ενδεικνυόμενη λύση στην Κύπρο του 1961-63. Αν, λοιπόν, δεν απαντηθεί πειστικά το πιο πάνω ερώτημα κι αν δεν κατανοήσει κάποιος τις συνθήκες που γέννησαν την ανάγκη για αυτές τις ομάδες, τότε καμιά μα καμιά ανάλυση των γεγονότων εκείνων δεν μπορεί να σταθεί πάνω στην ίδια τη λογική που θέλει τον άνθρωπο να αντιστέκεται σε οποιαδήποτε προσπάθεια εξόντωσής του.
Υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν ότι οι ελληνοκυπριακές αυτές ομάδες διεκδικούσαν την Ένωση και υπέσκαπταν την Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν αμφιβάλλω πως υπήρχαν κάποιοι που είχαν αυτή την άποψη. Δεν αμφιβάλλω πως υπήρχαν και κάποιοι που δεν πίστεψαν στην Κυπριακή Δημοκρατία. Παρόλα αυτά η ίδια η ιστορία αποδεικνύει ότι η επίσημη κυπριακή πλευρά, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, αλλά και αυτές οι ομάδες ουδέποτε προσπάθησαν να προωθήσουν την Ένωση με την Ελλάδα στην πράξη και με τη βία. Ακόμα και το περιβόητο Σχέδιο Ακρίτας δεν αναφέρεται σε βίαη επιβολή της Ένωσης, ούτε σε εξόντωση των Τουρκοκυπρίων και ποτέ δεν αποδείχτηκε πως ήταν το επίσημο στρατηγικό σχέδιο της ελληνικής πλευράς. Οι προσπάθειες του Μακάριου μάλιστα είναι πέρα για πέρα ξεκάθαρο πως είχαν στόχο την εδραίωση του Κυπριακού Κράτους και την αντιμετώπιση κάθε προσπάθειας διάλυσής του. Γι’ αυτό εξάλλου απέρριψε τις προτάσεις για ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου τον Ιανουάριο του 1964 αλλά και το Σχέδιο Άτσεσον. Μάλιστα ακόμα κι όταν η τρομοκρατική οργάνωση ΕΟΚΑ Β’ και η τάχατες «ενωτική» παράταξη πήραν πραξικοπηματικά την εξουσία, 10 χρόνια μετά, διακήρυξαν τη συνέχιση των συνομιλιών με τους Τουρκοκύπριους και όχι την Ένωση με την Ελλάδα, διότι πολύ απλά ο πραγματικός τους στόχος δεν ήταν ποτέ η Ένωση αλλά η ανατροπή του Μακάριου.
Την ίδια ώρα η δράση των ένοπλων ομάδων του ’63-’64, όσων και αν κατακρίνονται, όσα απαράδεκτα εγκλήματα και αν έκαναν, όσο «παράνομες», «παραστρατιωτικές», «εθνικιστικές» και «παρακρατικές» κι αν χαρακτηρίζονται, η αλήθεια και η ουσία είναι ότι ήταν αυτές οι ομάδες σε συνδυασμό με την πολιτική του Μακάριου και την συσπείρωση του κυπριακού λαού και όλων των πολιτικών δυνάμεων του τόπου γύρω του, που διέσωσαν τελικά την Κυπριακή Δημοκρατία από τα σχέδια της ΤΜΤ και της Τουρκίας για κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Υπάρχει και κάτι ακόμα. Θα ήταν καλά κάποιοι να διερωτηθούν πως η Κυπριακή Δημοκρατία και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πέτυχαν την έκδοση του Ψηφίσματος 186 του ΣΑ του ΟΗΕ της 4ης Μαρτίου του 1964, το οποίο αναγνωρίζει τη διεθνή νομιμότητα της ΚΔ, παρόλο που τη διακυβέρνησή της θα είχαν αποκλειστικά οι Έλληνες Κύπριοι. Δηλαδή τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας αγνόησαν τις «ευθύνες» των Ελλήνων της Κύπρου «που δεν πίστεψαν στην Κυπριακή Δημοκρατία» και αγνόησαν τους «καημένους» του Τουρκοκύπριους, οι οποίοι «ευθύνονταν λιγότερο για τα γεγονότα» και «πίστεψαν περισσότερο στην Κυπριακή Δημοκρατία», δίνοντας τη δυνατότητα στους πρώτους να διακυβερνούν μόνοι τους την ΚΔ, την οποία δεν ήθελαν;!
Δηλαδή όταν ο Τσε Γκεβάρα στις 11 Δεκεμβρίου του 1964 στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ είπε ότι η ειρηνική συμβίωση δοκιμάζεται επίσης –κατά βάναυσο τρόπο– στην Κύπρο, εξαιτίας των πιέσεων που ασκούν η τουρκική κυβέρνηση και το ΝΑΤΟ, αναγκάζοντας τον λαό και την κυβέρνηση της Κύπρου να υπερασπιστούν ηρωικά την κυριαρχία τους, ήταν Έλληνας εθνικιστής που ήθελε την Ένωση και δεν πίστευε στην ΚΔ ή απλά ο άνθρωπος μπορούσε να δει τα ιμπεριαλιστικά παιχνίδια που έπαιζε η Τουρκία εις βάρος της Κύπρου;;
Θα ήθελα να κάνω και μια αναφορά στην προσπάθεια κάποιων να παρουσιάσουν τους ελληνοκύπριους σαν σφαγείς των Τουρκοκυπρίων. Η προσπάθεια αυτή εκτός από ανιστόρητη αποτελεί και κοινή συκοφαντία ενάντια στο σύνολο των Ελλήνων της Κύπρου. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι διαπράχθηκαν απαράδεκτες βιαιότητες και εγκλήματα αμάχων και από τις δύο πλευρές. Τέτοιες πράξεις σίγουρα είναι καταδικαστέες και αξιοκατάκριτες. Κάποιες τέτοιες πράξεις από πλευράς κάποιων ανεύθυνων Ελληνοκυπρίων δυστυχώς έδωσαν τροφή στην Τούρκικη προπαγάνδα τα επόμενα χρόνια μέχρι και σήμερα. Όμως δεν μπορούμε να μιλάμε ούτε για «σφαγή» ούτε για «πολιτικά οργανωμένη βία που στόχευε στην φυσική εξόντωση των Τουρκοκυπρίων». Τέτοια βία έζησαν οι ελληνοκύπριοι το 1974 και όχι οι Τουρκοκύπριοι το 1963-64. Τέτοια βία έζησαν επίσης οι Έλληνες του Πόντου και οι Αρμένιοι στις αρχές του 20ου αιώνα. Εξάλλου αν η επίσημη ελληνική πλευρά ήθελε τη φυσική εξόντωση των Τουρκοκυπρίων θα μιλούσαμε σήμερα για χιλιάδες θύματα Τουρκοκύπριους. Σήμερα μιλούμε για μερικές δεκάδες θύματα και αγνοούμενους. Ειδικά αν σκεφτούμε ότι από το 1964 και μετά η ελληνική πλευρά είχε στη διάθεσή της και ένα οργανωμένο στρατό, την Εθνική Φρουρά αλλά και την Ελληνική Μεραρχία, οι νεκροί και οι αγνοούμενοι θα έπρεπε να ήταν χιλιάδες.
Και κάτι τελευταίο. Όλοι αυτοί οι οποίοι παρουσιάζουν μονόπλευρα τα γεγονότα του 1963-64 θέλουν να πιστεύουν πως αντιπροσωπεύουν τις προοδευτικές δυνάμεις που θέλουν λύση του κυπριακού και την «επανένωση» της Κύπρου. Δεν αμφισβητώ την αγνότητα των προθέσεών τους. Όμως η αλήθεια είναι ότι το μόνο που πετυχαίνουν είναι να ενισχύουν την Τουρκική προπαγάνδα και παράλληλα τους τουρκικούς στόχους στην Κύπρο. Κι ας είμαστε ρεαλιστές. Η Τουρκία ούτε λύση θέλει, ούτε «επανένωση» θέλει, ούτε το καλό των Τουρκοκυπρίων επιδιώκει. Αμετάθετος στόχος της ήταν από τότε ο σταδιακός έλεγχος ολόκληρης της Κύπρου. Μιας Κύπρου που τελευταία είναι ακόμη πιο χρήσιμη και σημαντική για την Τουρκία, λόγω και των ενεργειακών αποθεμάτων που έχει στην ΑΟΖ της. Η «λύση» και η «επανένωση» που επιδιώκει η Τουρκία αποτελούν απλά το μέσο για να φτάσει στον τελικό και πραγματικό της σκοπό.
*Ιστορικός