Τα παιδιά των φαρμακωμένων καιρών…


ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΙΚΕΛΛΙΔΗ* 

      Εκείνο το Πάσχα στο χωριό τίποτε δεν προμηνούσε για το επόμενο που θα ζούσαν… «Κειο το Πάσχα στο χωριό», που ‘λεγε κι ο παππούς Βασίλης, «ήταν τόσο όμορφο, τόσο ξεχωριστό και τόσο ανατρεπτικό που λες και ζούσαμε ένα όνειρο… γιατί μόνο ένα όνειρο  θα μπορούσε ν’ αποδεικνυόταν απατηλό».

            Τα παιδιά της κάτω γειτονιάς μαζεύτηκαν με χαρά μεγάλη και κουβάλησαν ξύλα για το πύρωμα του φούρνου. Από μέρες τα ορμήνευαν οι μεγαλύτεροι ότι θα ‘πρεπε να βοηθούσαν κι εκείνα στην ιεροτελεστία του ζυμώματος. Δεν χρειάζονταν τόσες πολλές συστάσεις για κάτι τέτοιο. Με χαρά θα πήγαιναν να μαζέψουν ξύλα για … τον φούρνο. Μόνο που θα μάζευαν πολύ περισσότερα, γιατί λίγες μέρες μετά θα τους ήταν χρήσιμα για το δικό τους κατ’ εξοχήν έθιμο. Την λαμπρατζιά! Ναι, ναι εκείνο το έθιμο που με τόση λαχτάρα περίμεναν παιδιά και νέοι και που τόσο φόβο και τόση έγνοια προκαλούσε στους μεγαλύτερους.

            Στην αυλή της εκκλησίας του Άη Χαραλάμπη έδωσαν το ραντεβού τους. Μεγάλη Τετάρτη, γύρω στις δέκα το πρωί. Έλειπε μόνο ο Πανίκος απ’ τους Εκταίους. Α, κι ο Μηνάς από τους Πεμπταίους. Μαζί τους όμως ήταν κι ο Μιχάλης κι ο Αργύρης από την Τετάρτη τάξη, αλλά κι ο Αντρέας ο πρωταίος. Δεν τον έδιωξαν αυτό όπως είχαν κάνει με άλλους μικρούς μαθητές, γιατί αυτουνού ο πατέρας του είχε τρακτέρ με καρότσα και τους ήταν χρήσιμος!

            Ξεκίνησαν πεζή για το φαλακρό βουνό. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός, τ’ αεράκι έφερνε μυρωδιά από το βρεγμένο χώμα μα τα παιδιά ανέβαιναν στο βουνό χαρούμενα, γιατί σε λίγο θ’ άρχιζαν να μαζεύουν ξύλα.

            Φτάσαν στο βουνό και μαζεύτηκαν γύρω από τον Σάββα. Αυτόν αναγνώριζαν για αρχηγό. Τους είπε να αρχίσουν να μαζεύουν κλωνιά από τα δέντρα – κυρίως να κόβουν τα ξερόκλαδα - μα να προσέξουν να μην καταστρέφουν τα ίδια τα δέντρα, αφού θα τα χρειάζονταν ξανά και ξανά τα επόμενα χρόνια! Αλλά και γιατί ο δάσκαλος στο σχολείο τους είχε φάει τ’ αυτιά με το τραγούδι «Φυτέψτε δέντρα στην πλαγιά εκεί, να πρασινίσει όλη η γη…»!

            Κατά το απόγευμα είχαν φτιάξει ένα σωρό από ξύλα και καλάμια. Σε λίγο είδαν το τρακτέρ του πατέρα του Αντρέα με την καρότσα από πίσω. Άρχισαν να χοροπηδάνε από χαρά. Φόρτωσαν τα ξύλα, φορτώθηκαν και τα ίδια στην καρότσα και απόλαυσαν το ταξίδι της επιστροφής. Κατέβασαν τα ξύλα έξω απ’ το σπίτι της Φρόσως, της μητέρας του Νικολή. Μετά πήραν καλάμια και κάμποσα ξύλα και τα κουβάλησαν στην αυλή της εκκλησιάς. Τα έβαλαν σε ένα σωρό, τον «έκοψαν» με το μάτι και τους φάνηκε μικρός. Είπαν τα δικά τους και αποφάσισαν πώς θα δράσουν την επόμενη μέρα. Ναι, τα υπό ανέγερση σπίτια στην κάτω γειτονιά του χωριού ήταν η μόνη λύση. Από εκεί θα μάζευαν ξυλεία που δεν ήταν χρήσιμη στους κτίστες και θα την κουβαλούσαν εδώ. Αλλά και από την αυλή των σπιτιών τους θα έπαιρναν ότι άχρηστο ξύλο υπήρχε, σπασμένες καρέκλες και τραπέζια, ξύλινα κασόνια κι ότι άλλο υπήρχε διαθέσιμο και θα το έφερναν στην αυλή της εκκλησιάς.

Μεγάλη Πέμπτη και πυρετώδεις ήταν οι  προετοιμασίες στο χωριό.  Οι γυναίκες στην κάτω γειτονιά μαζεύτηκαν πολύ νωρίς στο σπίτι της Φρόσως. Πύρωσαν τον φούρνο, ζύμωσαν ψωμιά, έφτιαξαν φλαούνες. Μοσχοβολούσε η κάτω γειτονιά. Κάτι παρόμοιο γινόταν και στο σπίτι της Αννεζούς αλλά και σε εκείνο της Μαρίτσας και στης Βασιλούς στην απάνω γειτονιά. Όλο το χωριό πνίγηκε στις μυρωδιές των φρεσκοψημένων ψωμιών και φλαούνων.  

Από την άλλη τα αγόρια συνέχισαν να κουβαλούν ξύλα. Μα μια έκπληξη τους περίμενε στην αυλή της εκκλησιάς. Ο δικός τους σωρός από ξύλα σαν να είχε αυγατίσει. Μα πώς συνέβη; Πώς ο μικρός σωρός έγινε τόσο τεράστιος; Και πού βρέθηκαν και τόσο μεγάλα ξύλα σ’ αυτόν προτού βάλουν οι ίδιοι τη νέα ξυλεία που μάζεψαν; Μα ναι, πώς το είχαν ξεχάσει; Οι γυμνασαίοι έκαναν την δουλειά. Μα πότε; Τι ανόητη ερώτηση; Όταν εκείνα ήταν στο σπίτι και ετοιμάζονταν για ύπνο, οι έφηβοι του χωριού γύριζαν στο χωριό και μάζευαν ότι έβρισκαν μπροστά τους κρατώντας το κλεφτοφάναρο ή το λουξ στο χέρι. Ποιος τολμούσε να τους το απαγορεύσει; Αλίμονο αν ξεχνούσε κανείς έξω οτιδήποτε ξύλινο… θα ‘ταν υποψήφιο για την μεγάλη λαμπρατζιά.

       Τα παιδιά δεν αρκούνταν μονάχα στο μάζεμα των ξύλων. Ήταν και η προστασία τους, αφού τα παιδιά της απάνω ενορίας μάζευαν κι εκείνα τα δικά τους ξύλα για τη δικιά τους λαμπρατζιά. Οι δυο ενορίες, του Αγίου Βασιλείου η μια και του Αγίου Χαραλάμπους η άλλη είχαν σε πολλά θέματα αντιπαλότητα. Στο ποδόσφαιρο, στην περηφάνια, στα πανηγύρια των ναών τους, στα έθιμά τους… κι η λαμπρατζιά ήταν ένα ζήτημα. Ποια γειτονιά θα έκανε τον μεγαλύτερο σωρό; Ποια λαμπρατζιά θα ήταν η πιο εντυπωσιακή; Τα προεόρτια της αντιπαλότητας ξεκινούσαν βέβαια από την Μεγάλη Παρασκευή και τον Επιτάφιο. Ο πιο λουλουδιασμένος, ο πιο εντυπωσιακός, ο πιο μοσχομύριστος… αλλά η λαμπρατζιά είχε άλλη χάρη, άλλη διάσταση, πιο πολεμική θα ‘λεγε κανείς.

Ήταν λοιπόν ένα ζήτημα η προστασία των ξύλων ίσαμε το Μεγάλο Σάββατο. Όλοι οι μεγαλύτεροι μνημόνευαν το Πάσχα στο χωριό τριάντα ολόκληρα χρόνια πριν. Τότε που το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, ξημερώματα Μεγάλο Σάββατο, οι απανοενορίτες είχαν λεηλατήσει τα ξύλα στην εκκλησία του Άη Χαραλάμπη κι ύστερα έβαλαν όλη την απάνω γειτονιά να φυλάει μήπως και πλησιάσουν οι «μισητοί εχθροί». Από τότε οι κατωενορίτες έψαχναν ευκαιρία για εκδίκηση και παρόλο που πέρασαν τριάντα ολόκληρα χρόνια εκείνο το πάθος για εκδίκηση δεν έσβησε…

Από τότε η κάθε γειτονιά προστάτευε με κάθε τρόπο τα δικά της έθιμα. Τις δικές της συνήθειες. Κι από τότε, τριάντα χρόνια τώρα, όταν ο σωρός τα ξύλα έτεινε προς τον ουρανό τα παιδιά φύλαγαν ολονύχτιο καραούλι. Έτσι έκαναν και τα παιδιά της κάτω γειτονιάς εκείνη τη χρονιά. Οι γυμνασαίοι έμειναν όλο το βράδυ της Πέμπτης, αλλά και το επόμενο βράδυ ξύπνιοι. Ανάβοντας μικρές εστίες φωτιάς, ψήνοντας πατάτες στη στάχτη των ξύλων, τρώγοντας καπηρωμένο ψωμί αλειμμένο με ελαιόλαδο και ρίγανη περνούσαν τα βράδια λέγοντας ιστορίες που είχαν ακούσει απ’ τους μεγαλύτερους. Ζήλευαν οι μικροί που δεν μπορούσαν κι εκείνοι να ξενυχτήσουν. Οι γονείς όμως ήταν κάθετοι: «όταν θα πάτε κι εσείς γυμνάσιο, θα ξενυχτήσετε, ξυλοφύλακες θα γίνετε»!    

Ήλθε το Μεγάλο Σάββατο. Ήλθε η μεγάλη ώρα. Κατά τις οκτώ το βράδυ θα άρχιζε το άναμμα της λαμπρατζιάς. Έτοιμος κι ο «Ιούδας» να γίνει παρανάλωμα του πυρός, να πάρει το παιδομάνι του χωριού τη δική του εκδίκηση για την προδοσία. Αυτό το Πάσχα τα παιδιά της κάτω γειτονιάς ένιωθαν νικητές. Όσα παιδιά πέρασαν «τυχαία» έξω απ’ την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου διαβεβαίωναν πως ο δικός τους σωρός από ξύλα ήταν πιο μεγάλος, πιο εντυπωσιακός. Αυτό όμως επιβεβαίωναν και οι μεγαλύτεροι που είδαν τους δυο σωρούς. Πόσο αλήθεια θα πληγωθεί ο εγωισμός των απανωγειτονόπουλων σαν δουν την μεγάλη λαμπρατζιά! Και πόσο θα εντυπωσιάσουν όλο το χωριό σαν αρχίσουν να πυροδοτούν τις «τσάκρες» που μέρες τώρα ετοίμαζαν με μαεστρία και προσοχή. Κι ας φώναζαν οι μεγάλοι κι ας τους έλεγαν τόσα οι δάσκαλοι στο σχολείο για τους κινδύνους που είχε αυτή η συνήθεια.

Η ώρα προχωρούσε. Τα παιδιά πύκνωναν στην αυλή της εκκλησίας. Κάτι ανάλογο σίγουρα θα γινόταν και στην απάνω γειτονιά. Ναι, αλλά εκεί τα παιδιά σίγουρα θα «τρώγονταν», καθώς, έστω και αν δεν το παραδέχονταν ήταν φανερό πως φέτος είχαν υστερήσει.

Κατά τις δυο το μεσημέρι τα παιδιά πρόσεξαν πως ο ουρανός είχε γεμίσει σύννεφα. Βροντές ακούγονταν στο βάθος του ορίζοντα κι αστραπές φώτιζαν κάθε τόσο τον ουρανό. Ένας φόβος, μια έγνοια, μια αγωνία άρχισε να κυριεύει τα παιδιά. Κατά τις τρεις ένιωσαν τις πρώτες στάλες της βροχής. «Δεν είναι τίποτα, καθησύχασε ο Σάββας, ψιχάλες είναι, σε λίγο θα σταματήσουν». Αμ, δε! Η βροχή δυνάμωνε. Οι ψιχάλες έγιναν χοντρές σταγόνες και η βροχή όλο και δυνάμωνε. Τα παιδιά έτρεξαν να προστατευτούν στις καλυμμένες βεράντες της εκκλησίας.  Έβλεπαν με απόγνωση την βροχή να δυναμώνει, τον σωρό να γίνετε μούσκεμα και σιγά σιγά να γκρεμίζετε. Η ώρα πήγε τέσσερις, πέντε, έξι … έγινε εφτά. Σταμάτησε η μπόρα, αποχαιρέτησε η καταιγίδα. Τα μικρότερα παιδιά άρχισαν να κλαίνε. Ο Σάββας, ο αρχηγός, κοίταζε περίλυπος τα βρεγμένα ξύλα. Μονάχα κάποιοι γυμνασαίοι εξαφανίστηκαν ξαφνικά. Σε λίγο επέστρεφαν κουβαλώντας ξύλα και στοιβάζοντας τα σε ένα νέο σωρό. Μα πού τα βρήκαν; Είχαν απλώς καταφύγει στα σπίτια τους και τα πήραν από αποθήκες. Μέχρι τις εννιά όλα ήταν έτοιμα. Η λαμπρατζιά άναψε. Το έθιμο κρατήθηκε. Και τι παράξενο! Και στην απάνω γειτονιά κάτι παρόμοιο είχαν κάνει τα παιδιά. Και κανείς δεν είχε όρεξη να συγκρίνει τις δυο λαμπρατζιές. Κι οι δυο ομάδες ένιωθαν σαν να είχαν νικήσει. Αλλά καμιά δεν ένιωθε ότι είχε κερδίσει τον «μεγάλο εχθρό». Και οι μεν και οι δε ένιωθαν κάτι διαφορετικό, κάτι πρωτόγνωρο. Ότι είχαν ξεπεράσει τον ίδιο τον εαυτό τους. Κι ότι είχαν νικήσει ακόμη και τους αστάθμητους παράγοντες της φύσης. Κι όλα αυτά γιατί ένιωθαν πως δεν θα μπορούσε να γιορτάσουν την Ανάσταση χωρίς το έθιμο που κρατούσε αιώνες τώρα. Ούτε ανταγωνισμός ούτε επιβολή στην άλλη γειτονιά τους ένοιαζε. Μονάχα να μην προδώσουν το έθιμο. Και το επόμενο Πάσχα θα τιμούσαν και το έθιμο του ανταγωνισμού και της αντιπαλότητας. Δεν χάθηκε δα κι ο κόσμος!

……………………….

Το επόμενο Πάσχα βρήκε τον Σάββα, τον Μηνά, τον Πανίκο, τον Μιχάλη, τον Αντρέα, τον Αργύρη κι όλα τα άλλα παιδιά της πάνω και της κάτω γειτονιάς σκορπισμένα σαν ταξιδιάρικα πουλιά. Άλλα σε παραθαλάσσια μέρη, άλλα στην ενδοχώρα, άλλα στα ορεινά. Τα περισσότερα σε καταυλισμούς, σε τσαντίρια να μετράνε τις πληγές τους. Τις ψυχικές. Της απώλειας, του ξεριζωμού, της στέρησης. «Κειο το Πάσχα στο χωριό», που ‘λεγε ο παππούς Βασίλης ήταν το τελευταίο. Τα παιδιά του δημοτικού γίναν μεσήλικες και εκείνα του γυμνασίου πλησιάζουν στη σύνταξη. Θα προλάβουν άραγε ενόσω ζουν ακόμη να στήσουν «κειο το έθιμο στο χωριό»; Θα ζήσουν ξανά ένα Πάσχα στο χωριό τους με τον ωραίο ανταγωνισμό για την πιο μεγάλη λαμπρατζιά; Όταν θυμόντουσαν «εκειό το Πάσχα στο χωριό», το τελευταίο ελεύθερο Πάσχα, σαν ερχόταν στη μνήμη ο μεγάλος σωρός από  ξύλα  στο προαύλιο του Άη Χαραλάμπη ή στην αυλή του Αγίου Βασιλείου τους φαινόταν εκείνη η καταιγίδα που ματαίωσε τον ανταγωνισμό σαν θεϊκό σημάδι, να χουν να θυμούνται και οι δυο γειτονιές πόσο όμορφα ένιωθαν όλοι που κατάφεραν να νικήσουν τον απροσδόκητο επισκέπτη και να κρατήσουν το έθιμο ζωντανό. Και να ‘χουν μέσα τους την ελπίδα ολοζώντανη πως θα αξιωθούν να ζήσουν κι άλλες λαμπρατζιές στις δυο ενορίες…   

Εκπαιδευτικός

Από το βιβλίο του «Κάποτε το Πάσχα».

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










415