ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΣΗΦΙΔΗ*
ΜΕΡΟΣ Α΄
Παρακολουθώ εδώ και δυο περίπου μήνες τα γεγονότα γύρω από το θέμα της περιβόητης πλέον ψηφιακής βιβλιοθήκης «Αριστοτέλης» και ειλικρινά δεν μπορώ να πιστέψω ότι μπορεί να συμβαίνει αυτό το θέατρο του παραλόγου στον 21ον αιώνα. Στην εποχή τις σύγχρονης τεχνολογικής εποχής, της πληροφόρησης και των επικοινωνιών.
Φαίνεται πως στη χώρα μας, που όποτε μας συμφέρει επικαλούμαστε ότι είμαστε μια Ευρωπαϊκή χώρα, προοδευτική, με τις οικογένειες να επιθυμούν τα παιδιά τους να ακολουθήσουν πανεπιστημιακές σπουδές, ακόμη και εάν αυτά δεν έχουν επαρκείς ικανότητες ή να μην έχουν τα ίδια τα παιδιά την έφεση για περαιτέρω ακαδημαϊκή μόρφωση, να μένουμε πεισματικά δέσμιοι παλαιότερων εποχών και πρακτικών στα θέματα της εκπαίδευσης.
Όπως σήμερα είναι εκτός πραγματικότητας να βρίσκει κάποιος τον μαυροπίνακα και τις κιμωλίες στις τάξεις διδασκαλίας που ήταν για αιώνες το σήμα κατατεθέν σε όλα τα σχολεία, η μεταπήδηση από την έντυπη μορφή όλων των εκδόσεων σε ψηφιακή, είναι δυστυχώς μια πραγματικότητα που μόνο όσοι εθελοτυφλούν δεν μπορούν να το κατανοήσουν. Λέω δυστυχώς γιατί ή έντυπη μορφή ενός βιβλίου έχει τη δική της αίγλη και ζεστασιά. Όμως το κόστος, η καταστροφή των φυσικών πόρων και οι πολύ μεγάλες δυνατότητες που μας προσφέρουν οι αντίστοιχες ψηφιοποιημένες εκδόσεις με ήχο και βίντεο, οδήγησαν σχεδόν όλα τα επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες, να εκδίδονται παράλληλα και σε ψηφιακή μορφή σε πρώτη φάση, προχωρώντας σε σταδιακή κατάργηση της έντυπης μορφής. Αναφερόμαστε σε περιοδικά και εφημερίδες με εκδοτική ιστορία δεκάδων χρόνων, σε κάποιες περιπτώσεις και πέραν της εκατονταετίας, με αναγνωστικό κοινό εκατοντάδων χιλιάδων. Άραγε, αυτοί όλοι οι εκδοτικοί οργανισμοί και οι επιστημονικές επιτροπές έχουν κάνει όλοι λάθος; Ήταν λανθασμένη, καιροσκοπική και ιδιαίτερα αντιπαιδαγωγική η απόφαση τους για ψηφιακή μετατροπή;
Σε όλα αυτά που γράφονται, σε όλες τις συνεδριάσεις των επιτροπών εντός και εκτός Βουλής για το θέμα της ψηφιακής βιβλιοθήκης «Αριστοτέλης» το μόνο που συζητείται είναι η τυχόν παρανομία στις διαδικασίες και τα όποια οικονομικά οφέλη έχουν δοθεί σε κάποια ιδιωτική εταιρεία. Για να είμαι δίκαιος, αυτό μόνο ανακοινώνεται στα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Δεν μπορώ να είμαι απόλυτα βέβαιος για αυτό αφού δεν ήμουν προσωπικά παρών σε αυτές τις συσκέψεις. Δεν έχω διαβάσει ή ακούσει εάν συζητήθηκε η εκπαιδευτική αξία και η αναγκαιότητα της ψηφιοποίησης των διδακτικών βιβλίων ακόμη και από τους εκπροσώπους των εκπαιδευτικών οργανώσεων. Μάλιστα, κάποιες τοποθετήσεις των εκπαιδευτικών αντιπροσώπων, όπως τουλάχιστον αυτές αποδίδονται, είναι το λιγότερο που μπορώ να τις χαρακτηρίσω απηρχαιωμένες. Επίσης δεν είδα πουθενά να γίνεται και μια αξιολόγηση της ψηφιοποίησης που έτυχαν τα εκπαιδευτικά βιβλία. Έγινε με το σωστό τρόπο; Έχουν εμπλουτιστεί με ηχητικό και κινηματογραφικό υλικό που είναι μια από τις σημαντικότερες δυνατότητες της ψηφιακής μορφής ή απλώς έχει αντικατασταθεί η έντυπη μορφή του κειμένου σε ψηφιακή χωρίς άλλο εμπλουτισμό; Έχουν τοποθετηθεί διασυνδέσεις (links) που παραπέμπουν σε εκπαιδευτικά ελεγμένες και αξιόπιστες εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης που υπάρχουν στο διαδίκτυο για το αντίστοιχο κεφάλαιο ή θέμα που διαβάζει ο μαθητής; Εάν όλα αυτά δεν έχουν γίνει, τότε η ψηφιοποίηση παρότι είναι ένα πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αποδίδει μέρος των πραγματικών δυνατοτήτων της και της εκπαιδευτικής της αξίας.
Πρέπει να γνωρίζουν όλοι όσοι εκφέρουν τις απόψεις τους και μάλιστα με τρόπο που να δίδεται η λανθασμένη εντύπωση, πως αυτές τις θέσεις ενστερνίζονται όλοι οι υπόλοιποι εκπαιδευτικοί, ότι η απλή μετατροπή ενός βιβλίου από έντυπη μορφή σε ψηφιακή είναι τόσο απλή που η όλη διαδικασία δεν παίρνει περισσότερο από 30-40 λεπτά και δεν απαιτείται κανένας ιδιαίτερα ακριβός εξοπλισμός. Ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, ένας σαρωτής (scanner) και το απαραίτητο λογισμικό που διατίθεται δωρεάν στο διαδίκτυο. Ένας τέτοιος εξοπλισμός δεν κοστίζει περισσότερο από 400-500 ευρώ. Νοουμένου ότι πέραν του 85% των μαθητών διαθέτουν τον ηλεκτρονικό υπολογιστή είτε γιατί τον αγόρασε η οικογένεια τους ή τον έχουν αποκτήσει μέσω των προγραμμάτων παροχής ηλεκτρονικών υπολογιστών του ΥΠΠ προς τους μαθητές της Β’ γυμνασίου, το γεγονός ότι οι σαρωτές σε μορφή πολυμηχανημάτων , προσφέρονται σε πολύ χαμηλές τιμές ( 60 – 120 ευρώ) μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κάποιος, ότι η δυνατότητα αυτή δίδεται σε μεγάλο αριθμό μαθητών δίχως άλλο οικονομικό κόστος. Να μη ξεχνούμε και κάτι άλλο σημαντικό. Όταν ένα βιβλίο ψηφιοποιηθεί από κάποιο, ο πολλαπλασιασμός του ( αντιγραφή) σε CD, κοστίζει μερικά σεντς! Άρα μπορεί να το έχει οποιοσδήποτε άλλος που δεν έχει ο ίδιος τον απαραίτητο εξοπλισμό. Φυσικά, δημιουργείται πρόβλημα με τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων, αλλά όταν αναφερόμαστε σε σχολικά εγχειρίδια που παρέχονται δωρεάν στους μαθητές, για παραβίαση ποιων πνευματικών δικαιωμάτων αναφερόμαστε; Η επίκληση των πνευματικών δικαιωμάτων γίνεται ακόμη περισσότερο αστεία υπόθεση στην περίπτωση των σχολικών βιβλίων, όταν το ίδιο το ΥΠΠ παροτρύνει τους μαθητές να ανταλλάσουν μεταξύ τους βιβλία όταν υπάρχει έλλειψη. Ποια είναι η διαφορά εάν ένας μαθητής δώσει σε άλλο ένα δισκάκι με το βιβλίο αντί το «παραδοσιακό» βιβλίο; Τονίζω ότι αυτό ισχύει για τα δωρεάν παρεχόμενα σχολικά βιβλία για να μην κατηγορηθώ ότι εξωθώ τους μαθητές μας στην ηλεκτρονική πειρατεία η οποία είναι απαράδεκτη και καταδικαστέα. Είναι επίσης σημαντικό να γνωρίζουν όλοι αυτοί που τοποθετούνται ότι αυτή η απλή και εύκολη ψηφιοποίηση μας παρέχει τη δυνατότητα να έχουμε ψηφιακά βιβλία σε μορφή που δεν είναι απαραίτητη η αγορά tablet ή οποιοδήποτε άλλου εξειδικευμένου book reader. Τα αρχεία αναγνωρίζονται και διαβάζονται από όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές που έχουν οι μαθητές μας, ηλεκτρονικούς υπολογιστές επιτραπέζιους και φορητούς, tablets, book readers, ακόμη και από τα smart phones που έχουν σήμερα μια μεγάλη μερίδα μαθητών. Επομένως είναι μια δυνατότητα που μπορεί να αποκτηθεί από όλους εύκολα και δίχως επιπρόσθετο κόστος.
Επανέρχομαι για να τονίσω με έμφαση πως η παρέμβαση μου αυτή γίνεται από καθαρά εκπαιδευτική πλευρά. Δεν θέλω ούτε είμαι σε θέση να εκφέρω άποψη για τις διαδικασίες και τις οποιεσδήποτε οικονομικές συμφωνίες έγιναν. Αυτά τα αφήνω στους εμπειρογνώμονες που όπως φαίνεται υπάρχουν πολλοί!. Διαφωνώ όμως κάθετα να βραχυκυκλώνεται η οποιαδήποτε προσπάθεια εκσυγχρονισμού των εκπαιδευτικών μέσων και πρακτικών με τη δικαιολογία ότι έγιναν με αδιαφανείς ή παράτυπες ενέργειες. Εάν έγιναν να λογοδοτήσουν όσοι εμπλέκονται. Όμως πρέπει να γίνει διαχωρισμός τους από την αναβάθμιση που μπορεί να έχει η ψηφιοποίηση των σχολικών βιβλίων ως ένα νέο και σύγχρονο εκπαιδευτικό εργαλείο για μαθητές και εκπαιδευτικού.
*Διευθυντής Λυκείου Λινόπετρας.
Ακολουθεί το β μέρος