Τα πολιτικά της ποιότητας στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Κύπρο


ΤOY ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ *

 Αντί να αρχίσω με τον ορισμό της έννοιας πολιτικά της ποιότητας, θα αναφέρω πρώτα μερικά γεγονότα και συζητήσεις που γίνονται στην Κύπρο το τελευταίο χρονικό διάστημα και αποτελούν ουσιαστική έκφραση  αυτής της έννοιας.

Τα σχετικά γεγονότα είναι τα εξής:

α) Το Κράτος, με νομοσχέδιο που υπέβαλε στη  Βουλή των Αντιπροσώπων και ψηφίστηκε σε νόμο στις 9 Ιουλίου 2015, εισήγαγε ένα νέο τρόπο διορισμού  των εκπαιδευτικών, που επιβάλλει  ως βασικό κριτήριο για διορισμό την ποιότητα της κατάρτισης των υποψηφίων, όπως αυτή θα ελέγχεται από  τα αποτελέσματά τους σε ειδικές εξετάσεις. Η αιτιολόγηση της αλλαγής είναι ότι με αυτό τον τρόπο θα βελτιωθεί η ποιότητα του διδακτικού προσωπικού και, συνακόλουθα, και η ποιότητα της μάθησης στα σχολεία.

β)Το Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΠΚ) και προσωπικά ο Πρύτανής του υποστηρίζουν ότι οι εκπαιδευτικοί των σχολείων δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης δεν έχουν, όπως αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα των μαθητών τους στις διεθνείς εξετάσεις, τις  απαραίτητες γνώσεις και  διδακτικές  δεξιότητες για να βοηθήσουν τους μαθητές τους να αποκτήσουν το υψηλό επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων που χρειάζονται στη σημερινή εποχή του ανταγωνισμού και της κοινωνίας της γνώσης. Γι αυτό ζήτησαν επανειλημμένα την κατάργηση του καταλόγου διορισίμων και την επιλογή με βάση τα αποτελέσματα κατάλληλων εξετάσεων.  Ταυτόχρονα ο Πρύτανης υποστήριξε ότι η εξουσία για επιλογή  υποψηφίων για εγγραφή στο πανεπιστήμιο ανήκει κανονικά  στο πανεπιστήμιο που είναι υπεύθυνο και για την ποιότητα των σπουδών. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια προχώρησε τον περασμένο Σεπτέμβρη σε εγγραφή στο Πανεπιστήμιο τεσσάρων αποφοίτων ιδιωτικών σχολείων που είχαν επιτύχει στις εξετάσεις GCSE, για να εμπλουτίσει, όπως εξήγησε, την ποιότητα των φοιτητών του ΠΚ.

γ) Οι εκπαιδευτικές οργανώσεις για πολλά χρόνια πολέμησαν την εισαγωγή  του κριτηρίου των εξετάσεων για διορισμό των εκπαιδευτικών  με το επιχείρημα ότι η ποιότητα της κατάρτισής τους επιβεβαιώθηκε ουσιαστικά και τυπικά και άπαξ και διά παντός από το αρμόδιο σώμα που είναι το πανεπιστήμιο. Κατηγόρησαν μάλιστα το ΠΚ και τον Πρύτανή του ότι με τη στάση τους υποβαθμίζουν την αξία και το κύρος, πρώτα, του πτυχίου που απονέμει το Πανεπιστήμιό τους (όπως το διατύπωσε πρόσφατα στο  Paideia-News ένας εκπαιδευτικός, τα πτυχία έγιναν ένα «κομμάτι χαρτί» που «δεν έχουν αντίκρισμα ως πιστοποιητικά απόκτησης γνώσεων», μια εξέλιξη για την οποία  πρέπει «να ζητήσει το λόγο ο φορολογούμενος πολίτης για το πού πήγαν τα χρήματά του») και, δεύτερο, του ίδιου του ακαδημαϊκού τους έργου, αφού οι σημερινοί εκπαιδευτικοί τους οποίους απαξιούν είναι στην πλειονότητά τους δικό τους ακαδημαϊκό προϊόν.

Τα αναφερθέντα πιο πάνω γεγονότα φανερώνουν ότι εδώ και χρόνια διεξάγεται πραγματικά μια διελκυστίνδα μεταξύ τριών παικτών, του Κράτους, του ΠΚ και των εκπαιδευτικών οργανώσεων, η οποία αποτελεί ουσιαστικά προσπάθεια αύξησης ή διατήρησης της δύναμής τους στον καθορισμό του τρόπου αξιολόγησης της ποιότητας στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση ή, όπως περιγράφεται σήμερα στην εκπαιδευτική γλώσσα, συνιστά τα πολιτικά της ποιότητας στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Το Κράτος και το ΠΚ βασίζουν την επιχειρηματολογία τους στη θεσμική ευθύνη που έχουν να  μεριμνούν  για  υψηλά μορφωσιακά επίπεδα των μαθητών και να αξιοποιούν σωστά  τα χρήματα των φορολογουμένων, ενώ οι εκπαιδευτικές οργανώσεις στο νόμιμο δικαίωμά τους να προστατεύουν τα νομικά κατοχυρωμένα συμφέροντα των μελών τους.

Για να φωτιστούν καλύτερα τα επιχειρήματα  των τριών πλευρών, θα επιχειρηθεί στη συνέχεια η ένταξη της διαμάχης αυτής στο ευρωπαϊκό επίπεδο και μέσα στα σημερινά δεδομένα.

 Το επιχείρημα των εκπαιδευτικών οργανώσεων σχετικά με την εξουσία  του πανεπιστημίου να παρέχει μέσω του πτυχίου του δικαίωμα στους αποφοίτους του να διδάσκουν ή να αναλαμβάνουν άλλη εργασία  είναι ιστορικά λανθασμένο. Ποτέ το πανεπιστήμιο δεν είχε τέτοια εξουσία. Την εξουσία αυτή (licencia ubique docendi) είχε το μεσαίωνα ο  Πάπας, κατά την Αναγέννηση ο κοσμικός άρχοντας της πόλης στην οποία έδρευε το πανεπιστήμιο, και στη νεότερη εποχή  το κράτος. Το κράτος ενίσχυσε ακόμα περισσότερο το ρόλο του στο θέμα αυτό, όταν η δημόσια υπηρεσία κατέστη ο μεγαλύτερος πελάτης των πανεπιστημίων με την πρόσληψη χιλιάδων αποφοίτων. Από τότε το κράτος επέβαλε διπλό έλεγχο, πρώτα, ενέκρινε τα μαθήματα που θα διδάσκονταν και τις ώρες διδασκαλίας του κάθε μαθήματος και, δεύτερο, καθιέρωσε ειδικές εξετάσεις για να επι λέγει τους πτυχιούχους που ήθελε για τη δημόσια υπηρεσία(Guy Neave.1994, European Journal of Education, 29,2). Η εξέλιξη αυτή άλλαξε τελείως τη βάση της διελκυστίνδας. Η συζήτηση σήμερα δεν είναι για το αν το πτυχίο παρέχει αφ’ εαυτού το δικαίωμα διορισμού, αλλά για το αν ο πτυχιούχος είναι ικανός να επιτύχει ικανοποιητικά αποτελέσματα  στην εργασία του.

Σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση  της ανάγκης για αυστηρότερη επιλογή πριν από το διορισμό διαδραμάτισε και η μεγάλη αύξηση του αριθμού των πτυχιούχων. Αυτό, μαζί με τη μεγάλη αύξηση της εξειδίκευσης, οδήγησε στη σημερινή  εποχή του quality maintenance (διατήρηση της ποιότητας), του quality assurance (εγγύηση της ποιότητας) και του quality control (ελέγχου της ποιότητας). Ο τελευταίος νομιμοποιείται σήμερα ηθικά και φιλοσοφικά, όπως λέει ο Guy Neave, πάνω στη βάση της ανάγκης «ικανοποίησης του πελάτη» και  της «λογοδοσίας στον πελάτη».

Υπάρχει όμως σήμερα ένα πολύ σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα που αντιμάχεται αυτή την τάση, και πρέπει να ληφθεί υπόψη από κάθε κυβέρνηση που σέβεται τον εαυτό της, η μεγάλη ανεργία Το πρόβλημα αυτό είναι πολύ οξύ και σε μας σήμερα στην Κύπρο. Γι αυτό πιστεύω πως ο συμβιβασμός μεταξύ των  θέσεων των τριών παικτών, που επιτεύχθηκε τελικά με την πρόνοια του ψηφισθέντος νόμου για έναρξη της πλήρους εφαρμογής του θεσμού των εξετάσεων το 2027,  ώστε να μην οξυνθεί περαιτέρω το πρόβλημα  της ανεργίας πτυχιούχων με την απόλυση συμβασιούχων, ήταν σοφός.

 *Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











152