ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΣΗΦΙΔΗ*
ΜΕΡΟΣ Α΄
Την Παρασκευή 5/2/2016 η Παγκύπρια Σχολή Γονέων και η Ομοσπονδία Συνδέσμων Γονέων Δημοσίων Σχολείων Μέσης και Τεχνικής Εκπαίδευσης Λεμεσού διοργάνωσαν εκπαιδευτικό συνέδριο με θέμα « Νέα Ωρολόγια και Αναλυτικά Προγράμματα – Ποιότητα Ζωής και Επαγγελματική Προοπτική».
Το θέμα του συνεδρίου ήταν πολύ επίκαιρο και κατατοπιστικό καθώς βρισκόμαστε σε τροχιά ριζικών αλλαγών στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Οι αλλαγές αυτές θα επηρεάσουν όλους τους εμπλεκόμενους στα θέματα παιδείας και εκπαίδευσης. Ιδιαίτερα τους μαθητές, τους αυριανούς ενεργούς πολίτες της χώρας μας.
Παρακολούθησα το συνέδριο με τη προσωπική μου ιδιότητα ως διευθυντής του λυκείου Λινόπετρας Λεμεσού. Με αυτή την ιδιότητα παραθέτω τις πιο κάτω επισημάνσεις, απόψεις και προβληματισμούς.
Για την τόσο αρνητική εικόνα που έχουν σχηματίσει οι γονείς για τους εκπαιδευτικούς, μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουμε εμείς οι ίδιοι εκπαιδευτικοί και οι συνδικαλιστικές μας οργανώσεις. Μέσα από τις έντονες δημόσιες διαμάχες μεταξύ των κομματικών και παραταξιακών κινήσεων δίδεται η εντύπωση πως το μόνο που ενδιαφέρει τους εκπαιδευτικούς είναι οι μισθολογικές αυξήσεις, η μείωση των ωρών εργασίας, οι περισσότερες θέσεις προαγωγής, η δημιουργία τεχνητής ανάγκης για περισσότερους διορισμούς, με τα καθαρώς εκπαιδευτικά θέματα να μην παρουσιάζονται και να αναδεικνύονται στο βαθμό και την σοβαρότητα που πρέπει.
Θα πρέπει να προβληματίσει έντονα τις εκπαιδευτικές οργανώσεις πως κατόρθωσαν να έχουν την κοινή γνώμη εναντίον των εκπαιδευτικών όταν διεκδικούν καλύτερες εργασιακές συνθήκες για τα μέλη τους κάτι που επιδιώκουν όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις προκαλώντας τη συμπάθεια και κατανόηση των υπολοίπων. Έχουν ευθύνη να πείθουν την ευρύτερη κοινωνία για την αναγκαιότητα αυτών που ζητούν και όχι για να τα παρουσιάζουν μόνο σαν αιτήματα των εκπαιδευτικών.
Εμείς οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αποδεχθούμε κάποιες πραγματικότητες που έχουν σχέση με την απόφαση μας να εμπλακούμε με την εκπαίδευση:
Σπιλώνεται το σύνολο των εκπαιδευτικών από εκείνους τους διορισμένους εκπαιδευτικούς που παραδίδουν επί πληρωμή φροντιστηριακά μαθήματα για γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται στο σχολείο ή για προετοιμασία για τις Παγκύπριες εξετάσεις. Αυτό είναι ανήθικο εκπαιδευτικά και ταυτόχρονα ποινικό και πειθαρχικό παράπτωμα. Υπάρχουν νόμοι και διαδικασίες για την αντιμετώπιση αλλά στην πράξη δεν υπάρχει ουσιαστική και αποτελεσματική πάταξη του φαινόμενου. Οι γονείς που δικαίως αγανακτούν με αυτούς τους εκπαιδευτικούς, αντί να τους καταγγέλλουν, τους στέλνουν τα παιδιά τους για φροντιστήριο. Αποδέχονται και γίνονται συνεργοί στην παρανομία με τη δικαιολογία του φόβου του χαμηλού βαθμού στο παιδί τους από τον εκπαιδευτικό που παρανομεί. Ως το μοναδικό μέτρο αντίδρασης τους είναι η δημόσια κατακραυγή ενάντια στο σύνολο των εκπαιδευτικών. Όταν οι γονείς προβαίνουν σε καταγγελίες για σωρεία άλλων θεμάτων, πολλές φορές χαμηλότερης σοβαρότητας από αυτό, δίχως κανένα φόβο, είναι απορίας άξιο γιατί αυτό το παρασιωπούν. Ακόμη και εάν αυτό το αποδέχονται ως «αδήριτη ανάγκη» γιατί δεν προχωρούν με καταγγελίες όταν το παιδί τους αποφοιτά από το σχολείο και ο κίνδυνος εκδικητικής αντιμετώπισης του μαθητή από τον εκπαιδευτικό παύει να υφίσταται;
Το θέμα της ανεπάρκειας των εκπαιδευτικών παρουσιάζεται σαν η κύρια ή μια από τις σημαντικότερες αιτίες των προβλημάτων του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Μακάρι να ήταν τόσο απλό το θέμα! Το ότι υπάρχει αριθμός εκπαιδευτικών που θα πρέπει να απομακρυνθούν από το εκπαιδευτικό σύστημα κανένας δεν το αποκρύβει. Άλλωστε είναι πολύ δύσκολο να αποκρύβονται τέτοιες περιπτώσεις αφού ο εκπαιδευτικός λόγω της φύσης του επαγγέλματος του είναι διαρκώς «εκτεθειμένος» σε γονείς και μαθητές. Το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ του 3- 5% των εκπαιδευτικών, σύμφωνα με έρευνες σε άλλες χώρες.( Για τη Μέση εκπαίδευση της Κύπρου υπάρχουν υπόνοιες ή κατά το πλείστον μη τεκμηριωμένες καταγγελίες για 120-150 εκπαιδευτικούς). Ακόμη και χωρίς διασαφήνιση του όρου ανεπαρκής εκπαιδευτικός, δεν μπορεί αυτό το ποσοστό να προβάλλεται ως η γενεσιουργός αιτία των απαράδεκτα χαμηλών μαθησιακών αποτελεσμάτων. Δεν μπορεί ο αριθμός αυτός να διαμορφώνει το συνολικό αποτέλεσμα.
Πως κρίνεται η ανεπάρκεια ενός εκπαιδευτικού; Στο γνωσιολογικό τομέα ή στην ικανότητα του να διδάσκει και να μπορεί να μεταδίδει γνώση; Όλοι οι εκπαιδευτικοί των δημοσίων και ιδιωτικών σχολείων της Κύπρου σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας και τους νόμους πρέπει να είναι απόφοιτοι αναγνωρισμένων πανεπιστημίων της Κύπρου και του εξωτερικού. ‘Όλοι οι διορισμοί γίνονται από τον κατάλογο διοριστέων της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Στον κατάλογο αυτό εγγράφονται μόνο όσοι έχουν τα απαιτούμενα από το νόμο προσόντα. Επομένως στο γνωσιολογικό τομέα δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρχει ανεπάρκεια, τουλάχιστο στα επίσημα αποδεκτά από την υπηρεσία τεκμήρια.
Η ανεπάρκεια των εκπαιδευτικών οφείλεται σε προβλήματα με τον τρόπο διδασκαλίας, την έλλειψη μεταδοτικότητας, της προβληματικής σχέσης με τους μαθητές τους καθώς και σε ανικανότητα για διαχείριση της τάξης. Το καθένα από αυτά έχει πολλές διαβαθμίσεις. Αυτοί που εντοπίζουν καλύτερα τους ανεπαρκείς εκπαιδευτικούς είναι αυτοί που τους βιώνουν καθημερινά. Οι μαθητές και οι διευθυντές των σχολείων.
Στα επτά χρόνια υπηρεσίας μου ως διευθυντής γυμνασίου και λυκείου δεν έχω συναντήσει περισσότερους από 2-3 ανεπαρκείς εκπαιδευτικούς που επιθυμούσα την άμεση απομάκρυνση τους από τα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα. Από πολύ περισσότερους όμως, θα ήθελα να έχουν περισσότερο ζήλο και πάθος για το έργο τους αλλά όχι να τους θεωρώ ως ανεπαρκείς εκπαιδευτικούς.
Οφείλει η πολιτεία να βρει τις αναγκαίες νομικές ρυθμίσεις για την απομάκρυνση των ανεπαρκών εκπαιδευτικών. Από τα διδακτικά τους καθήκοντα με γρήγορες αλλά σωστές και απόλυτα τεκμηριωμένες διαδικασίες.
Ως εκπαιδευτικός με υπηρεσία σχεδόν 34 χρόνων στην ιδιωτική και δημόσια εκπαίδευση, θεωρώ ότι μπορώ να συγκρίνω ορθά τα σχολεία, τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και τους γονείς της σημερινής εποχής με τους αντίστοιχους περασμένων δεκαετιών.
*Διευθυντής Λυκείου Λινόπετρας.
Το Β΄ ΜΕΡΟΣ στο πιο κάτω έγγραφο: