Θα πετύχει άραγε το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης που εξήγγειλε ο Πρόεδρος της ΕΚΤ κ. Μάριο Ντράγκι


ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ*

Η πρόσφατη εξαγγελία του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κυρίου Μάριο Ντράγκι, για το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης (Quantitative Easing, γνωστό και ως QE) στην Ευρώπη, χαιρετίστηκε με την αναμενόμενη ευφορία από τις χρηματοοικονομικές αγορές. Οι χρηματιστηριακές αγορές σε όλο τον κόσμο αντέδρασαν θετικά και είχαν σημαντικές αποδόσεις, ενώ οι αποδόσεις στις αγορές κρατικών ομολόγων παρουσίασαν απότομη πτώση. Αυτή ήταν μια πολυαναμενόμενη απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία καθυστέρησε για αρκετό καιρό λόγω της Γερμανίας, η οποία αρνείτο πεισματικά να επιτρέψει ένα τέτοιο πρόγραμμα, φοβούμενη ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε τερματισμό των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων από εκείνες τις χώρες που τις έχουν ανάγκη περισσότερο. Στο τέλος, ο «σούπερ» Μάριο Ντράγκι αντιστάθηκε στις αντιρρήσεις των Γερμανών και ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα που ήταν ακόμη μεγαλύτερο από ό, τι αναμενόταν από τις αγορές.

Το πρόγραμμα, ύψους έως €60 δις τον μήνα, αφορά στην αγορά περιουσιακών στοιχείων από την ΕΚΤ από τη δευτερογενή αγορά, για την περίοδο από τον Μάρτιο του 2015 έως τον Σεπτέμβριο του 2016, για ένα συνολικό ποσό της τάξης του €1.1 δις. Αυτό είναι φρέσκο χρήμα που διοχετεύεται στην ευρωπαϊκή οικονομία και το ερώτημα που προκύπτει είναι ποιος θα είναι ο πιθανός αντίκτυπος αυτού του προγράμματος, αλλά και κατά πόσο αυτό είναι αρκετό για να αναζωογονήσει την ευρωπαϊκή οικονομία.

Το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης έχει τους ακόλουθους τρεις στόχους:

1. Να καταπολεμήσει τον αποπληθωρισμό, και να παράγει ένα επίπεδο πληθωρισμού κοντά, αλλά χαμηλότερο από το ποσοστό του 2%, που είναι η οδηγία της ΕΚΤ.

2. Να τονώσει την ανάπτυξη και να μειώσει την ανεργία

3. Να επιφέρει χαμηλότερες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, ώστε να καταστεί ευκολότερο για τις χώρες να έχουν πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Κατά πόσο το πρόγραμμα θα επιτύχει τους στόχους του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πως χρησιμοποιείται το φρέσκο χρήμα και κατά πόσο αυτό  θα διοχετευθεί στην πραγματική οικονομία. Τα κρατικά ομόλογα κατέχονται από την Κεντρική Τράπεζα, καταθετικούς οργανισμούς και ιδρύματα (τράπεζες, στεγαστικά ταμιευτήρια, κτηματικές και πιστωτικές ενώσεις), εμπόρους και μεσίτες, συνταξιοδοτικά ταμεία, ταμεία προνοίας και επενδυτικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες, ιδιώτες επενδυτές, καθώς και από ξένες κυβερνήσεις και άλλα ιδρύματα και οργανισμούς. Ο τρόπος με τον οποίο αυτοί οι επενδυτές χρησιμοποιούν το φρέσκο χρήμα που εκδίδεται από την ΕΚΤ γίνεται εξ ολοκλήρου με βάση τις δικές τους προτιμήσεις.

Για παράδειγμα, αν μια τράπεζα που πουλά κρατικά ομόλογα της ΕΚΤ αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το φρέσκο χρήμα για να αυξήσει το ταμειακό της υπόλοιπο, ή για να αποπληρώσει κάποιες οφειλές (για παράδειγμα χρηματοδότηση από την ΕΚΤ), τότε αυτό δεν θα δημιουργήσει ανάπτυξη και πληθωρισμό στην εγχώρια οικονομία. Επιπλέον, ενδέχεται να μην υπάρχει επαρκής ζήτηση προς τις τράπεζες να δανείζουν αυτό το φρέσκο χρήμα. Σε ό, τι αφορά τις αποδόσεις των ομολόγων, νομίζω ότι αυτό είναι εφικτό. Η απλή ανακοίνωση από την ΕΚΤ έχει συμβάλει ώστε να μειωθούν σημαντικά οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, και κατά πάσα πιθανότητα θα σημειωθεί μια περαιτέρω μείωση όταν αρχίσει να εφαρμόζεται το πρόγραμμα.

Σε γενικές γραμμές, οι οικονομολόγοι και οι ειδικοί δεν έχουν ξεκάθαρη άποψη κατά πόσο η Ποσοτική Χαλάρωση είναι η σωστή πολιτική που θα πρέπει να ακολουθηθεί. Ωστόσο, από το πρόσφατο παράδειγμα των προγραμμάτων Ποσοτικής Χαλάρωσης (συνολικά τρία προγράμματα) που εφαρμόστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) βλέπουμε ότι αυτά οδήγησαν σε μια γρήγορη ανάκαμψη της οικονομίας των ΗΠΑ. Σίγουρα η εκτύπωση περισσότερου χρήματος από τις Κεντρικές Τράπεζες δεν είναι μια μακροπρόθεσμη λύση, αν και αυτό μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του πληθωρισμού. Οι χώρες πρέπει να εφαρμόσουν τις διαρθρωτικές τους μεταρρυθμίσεις, πρέπει να υπάρξει δημοσιονομική σύνεση και η συνέπεια θα είναι οι οικονομίες τους να γίνουν πιο ανταγωνιστικές.

Και εδώ ακριβώς εκτιμώ ότι βρίσκεται ένα από τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζει η  ευρωπαϊκή οικονομία. Η Ευρώπη έχασε την ανταγωνιστικότητά της σε σύγκριση με άλλες περιοχές του κόσμου και δεν υπάρχει ούτε αρκετή καινοτομία. Επιπλέον, δεν υπάρχει δημοσιονομική ένωση ενώ η τραπεζική ένωση μόλις πρόσφατα έχει τεθεί σε εφαρμογή. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι η Ποσοτική Χαλάρωση θα βοηθήσει, αλλά οι κυβερνήσεις και ειδικά οι κυβερνήσεις των χωρών της Νότιας Ευρώπης, θα πρέπει να συνεχίσουν τα προγράμματα των διαρθρωτικών τους μεταρρυθμίσεων και την δημοσιονομική προσαρμογή.

Επιπρόσθετα, όμως, η Ευρώπη μπορεί να ωφεληθεί από επενδυτικές πρωτοβουλίες όπως είναι το Επενδυτικό Σχέδιο του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κυρίου Jean-Claude Juncker για τις στρατηγικές επενδύσεις ύψους €315 δισεκατομμυρίων, που ανακοινώθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο. Η Χαλάρωση της Νομισματικής Πολιτικής, σε συνδυασμό με τα επενδυτικά σχέδια που εξήγγειλε η Ευρωπαϊκή Ένωση και η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική, θα μπορούσε να είναι ο τρόπος για την Ευρώπη να αναζωογονήσει την πάσχουσα οικονομία της.

*Αναπληρωτής Καθηγητής στον τομέα των Χρηματοοικονομικών στο Cyprus International Institute of Management (CIIM) και Διευθυντής του Μεταπτυχιακού προγράμματος στις Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες (Mscin Financial Services).




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










136