ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
«Περί ηδονάς γαρ και λύπας εστίν η ηθική αρετή∙ διά μεν γαρ την ηδονήν τα φαύλα πράττομεν, διά δε την λύπην των καλών απεχόμεθα∙ διό δει ήχθαι πως ευθύς εκ νέων, ως ο Πλάτων φησίν, ώστε χαίρειν τε και λυπείσθαι οις δει. Η γαρ ορθή παιδεία αύτη εστίν».(Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια 1104β3-1105α16).
Μετάφραση
«Η ηθική αρετή σχετίζεται με την ευχαρίστηση και τη δυσαρέσκεια. Γιατί για χάρη της ευχαρίστησης κάνουμε τιποτένια πράγματα, ενώ εξαιτίας της δυσαρέσκειας μένουμε μακριά από τα ωραία πράγματα. Γι αυτό πρέπει να έχουμε διαπαιδαγωγηθεί από την πιο μικρή ηλικία με τέτοιο τρόπο, όπως λέει ο Πλάτωνας, ώστε και να ευχαριστιόμαστε και να χαιρόμαστε και να δυσανασχετούμε με αυτά που πρέπει. Γιατί αυτή είναι η σωστή παιδεία».
Το πιο πάνω απόσπασμα αποτελεί την περίφημη διατύπωση του Αριστοτέλη περί ηθικής αρετής. Αντίθετα με τον Πλάτωνα, που πίστευε πως η ηθική αρετή εξασφαλίζεται με την απόκτηση γνώσης και σωστής σκέψης, ο Αριστοτέλης υποστήριξε πως δεν είναι η λογική σκέψη που κατευθύνει τις πράξεις των ανθρώπων που έχουν σχέση με την ηθική αλλά τα συναισθήματα, και συγκεκριμένα τα συναισθήματα της ευχαρίστησης (ηδονής) και της δυσαρέσκειας (λύπης). Είναι η επιθυμία να νιώσει ευχαρίστηση που σπρώχνει τον άνθρωπο να κάνει πράγματα τιποτένια και ανήθικα, και η επιθυμία να αποφύγει τη δυσαρέσκεια που τον απομακρύνει από τις καλές πράξεις. Υπάρχουν όμως και δυο άλλες σημαντικές απόψεις του Αριστοτέλη στο απόσπασμα αυτό, η πρώτη ότι «ορθή παιδεία» είναι η καλλιέργεια των σωστών συναισθημάτων στα παιδιά , και η δεύτερη ότι η κατάλληλη ηλικία για να καλλιεργούνται σωστά τα συναισθήματα αυτά, δηλαδή για να μάθουν οι άνθρωποι να νιώθουν ευχαρίστηση όταν πρόκειται να κάνουν μια καλή πράξη και δυσαρέσκεια στην ιδέα ότι πρόκειται να κάνουν μια κακή/ανήθικη πράξη, είναι η παιδική ηλικία, υποστηρίζοντας προφανώς ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα στο κλίμα της αμοιβαίας αγάπης και της ισχυρής ταύτισης που επικρατεί μεταξύ των μελών της πυρηνικής οικογένειας. Σ’ αυτό, όπως σπεύδει να δηλώσει ο Αριστοτέλης, συμφωνούσε και ο Πλάτωνας.
Το ότι η άποψη αυτή είναι σωστή αποδεικνύεται από την καθημερινή εμπειρία της αποτυχίας των προσπαθειών που γίνονται να πεισθούν οι κυριευμένοι από δυνατές επιθυμίες να τις εγκαταλείψουν, ακόμα και από τα πιο ισχυρά λογικά επιχειρήματα (ο Απόστολος Παύλος μας συμβουλεύει «μετά πρώτην και δευτέραν νουθεσίαν, παραιτού») . Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο Αριστοτέλης επέλεγε αυστηρά αυτούς που θα δεχόταν στο Λύκειο ως μαθητές του. Πίστευε πως η φιλοσοφική επιχειρηματολογία από μόνη της δεν μπορούσε να διαμορφώσει καλό χαρακτήρα. Γι αυτό αναζητούσε υποψήφιους που είχαν μια σταθερή βάση καλού χαρακτήρα, γιατί μόνο αυτοί θα μπορούσαν να ωφεληθούν από τη φιλοσοφική διδασκαλία που προσφερόταν στη σχολή του.
Αν τα συναισθήματα που καλλιεργούνται στην παιδική ηλικία έχουν αυτή τη δύναμη, θα μπορούσαμε, πιστεύω, να μεταφέρουμε αυτή την άποψη του Αριστοτέλη από τον τομέα της ηθικής αρετής στον τομέα της αγωγής και, συγκεκριμένα, στη διερεύνηση της δυνατότητας των γονέων και άλλων στενών συγγενών να καλλιεργήσουν στα παιδιά τους από την παιδική ηλικία συναισθήματα που να συνδέονται θετικά με αξιόλογα ενδιαφέροντα και κλίσεις. Το ερώτημα είναι αν μπορούν, για παράδειγμα, να πεισθούν οι γονείς, αφού πάρουν την κατάλληλη εκπαίδευση, να προσπαθούν να καλλιεργούν στα παιδιά τους από τη μικρή ηλικία ενδιαφέρον για τα βιβλία, την τέχνη και τον πολιτισμό, ώστε αυτά να ασκηθούν να νιώθουν ευχαρίστηση από την απασχόλησή τους με αυτά. Δυο ενδείξεις που έχουμε ότι αυτό είναι δυνατό να γίνει είναι, πρώτα, το γεγονός ότι κατά κανόνα τα παιδιά των εκπαιδευτικών, που ζουν από μικροί σ’ ένα περιβάλλον που αγαπά τα βιβλία, συνηθίζουν να νιώθουν ευχαρίστηση με τη μάθηση και συχνά έχουν πολύ καλές επιδόσεις στο σχολείο και, δεύτερο, ότι πολλά παιδιά που είχαν την τύχη να έχουν κάποιο στην οικογένεια (τη μητέρα, τη γιαγιά, μια μεγάλη αδελφή), να τους διαβάζει παραμύθια και ιστορίες στη μικρή ηλικία, ανέπτυξαν αγάπη για τα γράμματα και τη λογοτεχνία. Υπάρχει και μια τρίτη ένδειξη από την αντίθετη περίπτωση, η απέχθεια προς τα γράμματα που εκδηλώνουν συνήθως κακομαθημένα παιδιά πλουσίων, όπως, για παράδειγμα, η περίπτωση του μαθητή που είπε κατάμουτρα στον καθηγητή του «ο πατέρας μου δεν έμαθε πολλά γράμματα, αλλά σε αγοράζει και σε πουλά πολλές φορές».
Οι θετικές ενδείξεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω μας ενθαρρύνουν να σκεφθούμε πως η αντιμετώπιση του δύσκολου προβλήματος των αναλφάβητων, που συζητείται πολύ τον τελευταίο καιρό, δεν πρέπει να είναι μόνο βραχυπρόθεσμη αλλά και μακροπρόθεσμη, με κατάρτιση ενός μελετημένου προγράμματος εκπαίδευσης των γονιών, κυρίως των μητέρων, στην καλλιέργεια θετικών συναισθημάτων για την ανάγνωση βιβλίων και ευρύτερα για απασχόληση με θέματα μάθησης και πολιτισμού. Σχεδόν όλοι οι γονείς σήμερα είναι εγγράμματοι και μπορούν να διαβάζουν στα παιδιά τους ιστορίες όταν είναι μικρά, επομένως δεν υπάρχει πρόβλημα από αυτή την πλευρά.
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου.