ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΠΟΥΜΠΟΥΡΗ*
Η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης για αλλοίωση πάγιας διαδικασίας εισδοχής στα κρατικά πανεπιστήμια, κάθε άλλο παρά κεραυνός εν αιθρία ήταν. Προηγήθηκε πρόσφατα προαναγγελία χωρίς να υπάρξουν αντιδράσεις. Προοιωνιζόταν ακόμα από τεχνητή διαμάχη μεταξύ υπουργείου και πανεπιστημίου που έριξε στάχτη στα μάτια όσων ήθελαν να αντιδράσουν, εφόσον τεχνηέντως προβαλλόταν ο υπουργός ως θεματοφύλακας της νομιμότητας.
Προσφέρθηκε και το μακράς διάρκειας ηρεμιστικό. Επισκέπτεσαι ακόμα και απρόσκλητος δικηγόρο για νομική συμβουλή και την παίρνεις αμέσως ή μετά από μερικών ωρών μελέτη. Εδώ η μεγαλύτερη νομική υπηρεσία με κατά τεκμήριο ευπαίδευτους νομικούς και με εξειδικευμένη κατανομή καθηκόντων εφόλης της ύλης, χρειάστηκε μήνες για να εκδώσει μια απλή γνωμάτευση.
Είχε μεσολαβήσει όμως η προαναγγελία που ουσιαστικά βολιδοσκοπούσε αντιδράσεις και ανακλαστικά. Και η πάντοτε νομοταγής κοινωνία υπήρξε στωική στην υπομονή της, ακόμα και οι εμπιστευόμενοι και στενότερα διασυνδεδεμένοι με τη νυν κυβερνητική εξουσία. Περίμεναν τη νομική εξουσία να αποφανθεί. Το ηρεμιστικό δρούσε ακόμα.
Το πρώτο μόνιμο εθνικό θέμα, το θέμα της γλώσσας, το καταβαράθρωσαν σε νομικό θέμα, και επέβαλαν σε ένα ευκολόπιστο λαό τη σιωπή για να του στερήσουν τη γλώσσα. Αν ήθελε αυτός ο λαός να χάσει τη γλώσσα του, είχε ευκαιρίες ανά τους αιώνες να το κάνει και να περάσει σε άλλη εθνική υπόσταση.
Στη νυν απόφαση, η στάχτη στα μάτια και το ηρεμιστικό είναι η μικρή ποσόστωση, με την οποία αποσκοπείται να καθηλωθούν ή να διασκεδαστούν τυχόν αντιδράσεις. Θα μπορούσε να είναι και πολύ μικρότερη για να κάνει τη δουλειά της. Η δυναμική της απόφασης βρίσκεται αλλού:
Αυτή η δυναμική θα αυξάνει προοδευτικά την ποσόστωσηκαι θα γίνεται αποδεκτή, όπωςο βάτραχος αδιαμαρτύρητα αποδέχεται αύξηση της θερμοκρασίας το νερού όπου κολυμπά, μέχρι να πεθάνει.
Το σωστό θα ήταν, ενδεχόμενες αδυναμίες παρακολούθησης στην Ελληνική να τύχουν κατάλληλου επιστημονικού χειρισμού από το ίδιο το πανεπιστήμιο με την κορυφαία αυτοεκτίμηση που το διακατέχει και με τη γλωσσολογική τεχνογνωσία του.
Εκείνο που έντονα με απασχολεί είναι κατά πόσο το σύνολο του διδακτικού του προσωπικού αντεπεξέρχεται στο αυτονόητο καθήκον για τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη διασφάλισης της επιστημονικής ορολογίας στην εθνική γλώσσα, εφόσον θέλουν να επιβιώσουν ως κρατική και γλωσσική οντότητα. Αν εδώ είναι υπερβολικά αυξημένα τα καθήκοντα, ας το προβλέψει ο προϋπολογισμός.
Με απασχολεί επίσης αν οι νεοπροσλαμβανόμενοι, που προέρχονται από μακρόχρονες σπουδές και υπηρεσία στο εξωτερικό, τυγχάνουν ενδοϋπηρεσιακής στήριξης στα αρχικά στάδια για να χειριστούν την ορολογία στη γλώσσα διδασκαλίας.
Και το αυτονόητο ερώτημα στο νομοθέτη που σωστά προνόησε για γλωσσική εξέταση πιστοποίησης άριστης κατοχής της Ελληνικής για το εποπτικό προσωπικό του υπουργείου παιδείας: Υπάρχει ανάλογη πρόνοια και για το διδακτικό προσωπικό του πανεπιστημίου, εφόσον αυτό ασκεί παρόμοια και πιο υψηλά καθήκοντα;
Υπήρξε και παλαιότερη απόπειρα πριν αρκετά χρόνια, η οποία απέτυχε μετά από κινητοποίηση της εθνικής τάσης στο κόμμα της δεξιάς, η οποία επέβαλε στο κόμμα την υπεράσπιση της Ελληνικής, με αποτέλεσμα το πανεπιστήμιο να αναστείλει την προσπάθεια για νομοθετική ρύθμιση, χωρίς φυσικά να σταματήσει με πιο άδηλα μέσα να αποδυναμώνει την Ελληνική και να προωθεί την Αγγλική ως γλώσσα διδασκαλίας. Τώρα όμως η εθνική τάση στο κόμμα της δεξιάς είναι επιεικώς υποτονική ή απούσα.
Ούτε φυσικά παλαιότερα, πέραν φυσικά της δεδηλωμένης πίστης στην Ελληνική, υπήρχε επιστημονικά θεμελιωμένη στρατηγική για διαφύλαξητης μητρικής. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα μέσα από τα ξενόγλωσσα σχολεία, όπου όλοι οι μέχρι τώρα υπουργοί παιδείας ήταν σίγουροι ότι αρκεί η διδασκαλία των Ελληνικών και της Ιστορίας για την επάρκεια των μαθητών στη μητρική. Συμπεριλαμβανομένων και των υπουργών από την εθνική τάση της δεξιάς που με αυτή την πρόνοια ένιωθαν ότι εφύλαγαν Θερμοπύλες.
Αυτή η επανάπαυση όλων στηρίζεται σε μια ελλιπή παραδοχή και αγνοεί το γεγονός ότι η μητρική κατακτάται κυρίως με υποβολή, όχι μόνο με διδασκαλία, και ότι με τη διδασκαλίαόλων των άλλων (μη γλωσσικών) μαθημάτωνυποβάλλεται, επεκτείνεται και εδραιώνεται η μητρική.
Αυτό το γεγονός εφαρμόζεται στις μακράν της Αφρικής ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά ακόμα και στην Ιταλία υποχρεώνονται τα ξενόγλωσσα σχολεία να διδάσκουν όλα ανεξαιρέτως τα μαθήματα εκ περιτροπής στα Ιταλικά. Μόνο σ’ εμάς ενδημεί η εξυπνάδα να εκπαραθυρώσουμε τη μητρική και από την εκπαίδευση.
Αυτή η έμμονη περιοριστική επανάπαυση στο γλωσσικό μάθημα εισπράχτηκε και από το πανεπιστήμιο, που πλέον τους έριξε ως ηρεμιστικό την ιδέα ενός κοινού εξεταστικού δοκιμίου στα Νέα Ελληνικά. Αυτό απλώς επικυρώνει την Ελληνική ως μη μητρική, διότι πλέον ούτε γλώσσα εξετάσεων για όλους θα είναι, ούτε και γλώσσα διδασκαλίας για όλους. Μητρική επί του προκειμένου, με βάση την αρχή του αυτοκαθορισμού από κάθε άτομο, είναι η γλώσσα στην οποία ένα άτομο νιώθει άνετα να εξεταστεί και να μορφωθεί.
Δεν υπάρχει βιώσιμη φόρμουλα για μια εθνική γλώσσα με α-λα-καρτ χρήση. Το να αποστερείται μια γλώσσα κάποια πεδία χρήσης θα την οδηγήσει σε μαρασμό και εξαφάνιση. Ειδικά η αποστέρηση της χρήσης στην εκπαίδευση της νέας γενιάς αποτελεί μαχαιριά στην καρδιά.
Η μετάβαση από μια εθνική γλώσσα σε άλλη δεν γίνεται αυτόματα, αλλά με υιοθέτηση της προωθούμενης γλώσσας ως παράλληλης και επιταχύνεται με διαδοχικά μέτρα στην εκπαίδευση, με συνέπεια η παλιά γλώσσα να χάνεται με την εκάστοτε παλιά γενεά, και τη νέα γλώσσα να εδραιώνεται ολοένα και περισσότερο με κάθε νέα γενεά.
Αυτά τα στοιχειώδη Εξελικτικής Γλωσσολογίας είναι γνωστά στο πανεπιστήμιο και άγνωστα στο υπουργικό συμβούλιο που πήρε την απόφαση που χαιρέτισε το πανεπιστήμιο. Όποιος συναισθάνεται ιστορικές ευθύνες, είτε τις αναλαμβάνει τώρα, είτε μελλοντικά θα αρθρώσει το ενδημικό εγώ έντζιαι.
*Εκπαιδευτικός