Το αμάρτημα της μητρότητας*


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΗ*  

Με αφορμή την παγκόσμια μέρα για τη μάνα, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε σε ένα από τα πιο ευαίσθητα ζητήματα που η έρευνα στο χώρο της Ιστορίας της Κυπριακής Εκπαίδευσης, όπως αυτή αποτυπώνεται στο βιβλίο του υποφαινόμενου «Πολιτική, Εκπαιδευτική Πολιτική και Διδασκαλικός Συνδικαλισμός στην Κύπρο (1960-1974)»**, ανέδειξε. Το ζήτημα αυτό υπήρξε το ιδιαίτερο καθεστώς που βίωσαν για μια μεγάλη χρονική περίοδο στην Κύπρο οι γυναίκες που επέλεξαν το διδασκαλικό επάγγελμα.

Σε μια περίοδο που το φύλο αποτέλεσε διακριτό κριτήριο στους τομείς απασχόλησης, ο χώρος της Εκπαίδευσης δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Στην Κύπρο οι δασκάλες υφίστανται ένα πλέγμα δυσμενών διακρίσεων, απότοκο της αποικιακής νομοθεσίας που συνεχίζει να εφαρμόζεται σε μεγάλο βαθμό και κατά την μετα-αποικιακή περίοδο. Μια από τις δυσμενέστερες διακρίσεις που υφίστανται οι γυναίκες σχετίζεται με το πώς η κοινωνία αντιλαμβάνεται τον ευρύτερο κοινωνικό τους ρόλο στη συγκεκριμένη περίοδο ως ύπανδρες και μητέρες.

Οι κοινωνικές πεποιθήσεις και αντιλήψεις για τη γυναίκα στις αρχές του 20ου αιώνα αντανακλούν στο εκπαιδευτικό θεσμικό πλαίσιο που θεσπίζει η αποικιοκρατική κυβέρνηση, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη γένεση μιας κοινωνικής αδικίας για όσες διδασκάλισσες αποφασίζουν να παντρευτούν ή να αποκτήσουν παιδιά. Έτσι, στο Νόμο του 1923, με τον οποίο η αποικιακή κυβέρνηση επιδίωξε το μεγαλύτερο έλεγχο στην εκπαίδευση του νησιού αναφέρεται πως « Έγγαμες δασκάλες δεν μπορούν να εγγραφούν στο μητρώο του μόνιμου προσωπικού, παρά μόνο μετά από ειδική σύσταση του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου», ενώ στο Νόμο του 1929 δεν αφήνεται κανένα περιθώριο με το Άρθρο 41 να ξεκαθαρίζει πως «Δάσκαλοι οι οποίοι συμπλήρωσαν το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους και διδασκάλισσες το πεντηκοστό πέμπτο ή έχουν νυμφευθεί διαγράφονται από το μητρώο του μόνιμου προσωπικού

Η άνιση μεταχείριση που βιώνουν οι δασκάλες στην Κύπρο αποτελεί επέκταση της κατάστασης που βιώνουν και οι διδασκάλισσες στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε άλλες βρετανικές αποικίες και έχει ως αποτέλεσμα:

(α) την απώλεια της μονιμότητας εργασίας και την πτώση στο καθεστώς του συμβασιούχου  (προσωρινού) δασκάλου. Η επάνοδος των διδασκαλισσών στο μόνιμο (τακτικό) προσωπικό προϋποθέτει, ανάμεσα σε άλλα, πως τα τέκνα είναι άνω των 12 ετών.

(β) την πτώση στις κλίμακες μισθοδοσίας, με αποτέλεσμα ανύπαντρες δασκάλες με λιγότερα χρόνια υπηρεσίας να αμείβονται περισσότερο και το πρόβλημα να οξύνεται καθώς δεν εφαρμόζεται η ισομισθία,

(γ) την απώλεια προαγωγών που γυναίκες εκπαιδευτικοί είχαν αποκτήσει,

(δ) την παραχώρηση εξευτελιστικού φιλοδωρήματος και σύνταξης, καθώς λογίζονται μόνο τα χρόνια υπηρεσίας μετά τη μονιμοποίηση. Οι μεγάλες εκπαιδευτικές ανάγκες υποχρεώνουν το Γραφείο Παιδείας να επαναδιορίζει σχεδόν αμέσως τις δασκάλες που παύθηκαν λόγω γάμου, για τούτο και το ζήτημα των διδασκαλισσών γίνεται ευρύτερα γνωστό ως το «ζήτημα των διδασκαλισσών με διακεκομμένη υπηρεσία», και ως τέτοιο καταγράφεται στο διεκδικητικό πλαίσιο της Παγκύπριας Οργάνωσης Ελλήνων Διδασκάλων (ΠΟΕΔ).

Η οπτική του ζητήματος από την πλευρά των διδασκαλισσών κατά τη μετα-αποικιακή περίοδο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.Η αλληλογραφία που θα αναπτύξουν οι επηρεαζόμενες δασκάλες καθόλη την επισκοπούμενη περίοδο είναι ενδεικτική της πικρίας, την αγανάκτησης και της απογοήτευσης τους καθώς θα βιώνουν τις συνέπειες μια άδικης νομοθεσίας κατά την περίοδο της Ανεξαρτησίας.

Ο προσωπικός χαρακτήρας του ζητήματος και οι ιδιαιτερότητες των περιπτώσεων για την κάθε επηρεαζόμενη δασκάλα ξεχωριστά θα συντείνει έτσι ώστε το αίτημα να παρουσιάζεται κατά τεκμήριο ως «προσωπικό» και όχι ως «συλλογικό» τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της μετα-αποικιακής περιόδου, σε αντίθεση με άλλα αιτήματα που θα προβληθούν την ίδια περίοδο, όπως για παράδειγμα αυτό της ισομισθίας. Οι δασκάλες στρέφονται, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια, στους επαρχιακούς βουλευτές, εκφράζοντας την ευρύτερη κοινωνική πεποίθηση πως με αυτό τον τρόπο θα λυθούν ευκολότερα τα ζητήματά τους. Το γεγονός αυτό φαίνεται να αντανακλά από τη μια την αδυναμία της ΠΟΕΔ στα πρώτα χρόνια της μετα-αποικιακής περιόδου να πείσει ως συλλογικός φορέας έκφρασης και διεκδίκησης των διδασκαλικών αιτημάτων αλλά και από την άλλη την απογοήτευση των διδασκαλισσών στον τρόπο με τον οποίο η Οργάνωσή διαχειρίστηκε το ζήτημα της ισομισθίας, γεγονός που θα προκαλέσει ακόμη και διασπαστικές τάσεις στην Οργάνωση. Ως αποτέλεσμα, στα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας κυριαρχεί η πρακτική των διαπροσωπικών σχέσεων, κάτι που λειτούργησε και στο παρελθόν με αρνητικές συνέπειες για τον κλάδο.  Ξεκάθαρες είναι οι αιχμές που αιωρούνται γύρω από τη διαφορετική εφαρμογή των νόμων και κανονισμών, όταν παρεισφρέουν διαπροσωπικές σχέσεις και γνωριμίες.

"Εργάζομαι Κύριοι επί 23 συνεχή έτη, 8 ως τακτική και 15 μετά τον γάμον μου, ως προσωρινή και επειδή μέχρι σήμερον δεν είχον κανένα γνωστόν πρόσωπον εις το Γραφείον Παιδείας να ενδιαφερθή και δι' εμέ και να δώση την δέουσαν προσοχήν εις τας τόσας μου αιτήσεις διά τας αδικίας που μου έγιναν μέχρι σήμερον, παραμένω ακόμη προσωρινή, ένεκεν του νόμου των ανηλίκων τέκνων κάτω των 12 ετών."

Το βασικό αίτημα των διδασκαλισσών που επαναδιορίζονται είναι να ενταχθούν στο μόνιμο προσωπικό και να αρθεί η αδικία που προκαλεί ο αγγλικός νόμος. Γράφει χαρακτηριστικά η κ. Παναγιώτα Γεωργίου, διεκδικώντας δικαίωση «εν ονόματι της νέας μας Δικαίας Δημοκρατίας":

«Σήμερον είμαι μία προσωρινή διδασκάλισσα διότι έχω ανήλικον τέκνον, 11 ετών, και συμφώνως του νόμου πρέπει να γίνη 12 έτών. Διατί όμως να παραμείνω μέχρι σήμερον προσωρινή, κατόπιν 24 συνεχών ετών υπηρεσίας;" (…) Διατί όμως ο νόμος αυτός των περί ανηλίκων να μη ήτο πάντοτε σταθερός για όλες ύπανδρες διδασκάλισσσες και να είχε και ελαστικότητα κατά περιόδους;”

Ο λόγος των διδασκαλισσών θα ακολουθήσει μία ύφεση στην περίοδο 1964-1967 υποχωρώντας στην κρισιμότητα του εθνικού ζητήματος και της πολιτικής κατάστασης. Οι σημαντικές επιτυχίες της ΠΟΕΔ που αποτυπώνονται στην κατάκτηση της μονιμοποίησης και την αναγνώριση της υπηρεσίας για σκοπούς ανέλιξης και προσαυξήσεων οδηγούν στην αναγνώριση της Οργάνωσης ως καθολικού οργάνου συλλογικής έκφρασης για τούτο στην περίοδο της εσωτερικής ανασυγκρότησης της ΠΟΕΔ (1965-1973) ο λόγος των διδασκαλισσών θα εναρμονιστεί με αυτόν της Οργάνωσής τους, με στόχο την κατάκτηση της σύνταξης.

Καθώς ο χρόνος συνταξιοδότησης πλησιάζει και οι απαντήσεις από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς παραμένουν αρνητικές, προκαλείται «οργανωμένη» αντίδραση ομάδας διδασκαλισσών που με επιστολή τους, ενώ πιστώνουν την ΠΟΕΔ για τις καλές της προθέσεις και τα ικανά της στελέχη, θα αφήσουν αιχμές για το αν έγιναν στην περίπτωσή τους όσα πραγματικά μπορούσαν να γίνουν. Στο υστερόγραφο της επιστολής οι συντάκτριες θα απειλήσουν με τη δημιουργία ξεχωριστής Οργάνωσης, απειλή την οποία όμως θα αναιρέσουν σχεδόν άμεσα, γεγονός που καταδεικνύει πως η εσωτερική συγκρότηση της Οργάνωσης παρέμενε ισχυρή και η όποια διασπαστική ενέργεια δε θα είχε πιθανότητες επιτυχίας.

Στην αμέσως επόμενη περίοδο φαίνεται να εδραιώνεται η πεποίθηση στις δασκάλες πως την ευθύνη για τη μη επίλυση του ζητήματος φέρει αποκλειστικά το νομοθετικό σώμα και η Πολιτεία, μια θλιβερή διαπίστωση που εκφράζεται με τον πλέον παραστατικό τρόπο στον ημερήσιο Τύπο στην επιστολή της Σοφίας Παπαϊάννου, εκ μέρους συνταξιούχων διδασκαλισσών:

«Αι διδασκάλισσαι μητέρες, αι οποίαι αδικούνται δεν είναι περισσότεραι των 150. Πολλαί απ’ αυτές ίσως να απέθαναν με το παράπονον στα χείλη, διότι είδαν την Δημοκρατίαν, αλλά δεν είδαν το χαμόγελό της

Τον κυρίαρχο λόγο γύρω από το αίτημα θα αναλάβει η νέα ηγεσία όπως αυτή θα προκύψει μετά τις εκλογές του 1973. Οι εμφυλιοπολεμικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν και τελικά επικράτησαν με τη διάσπαση του διδασκαλικού κόσμου στη βάση των πολιτικών του επιλογών σε Μακαριακούς και Αντιμακαριακούς στις εκλογές του 1973, φαίνεται πως θα έχουν αντίκτυπο στο δημόσιο λόγο και θα περιορίσουν την αλληλογραφία των διδασκαλισσών με την Οργάνωσή στην παροχή προσωπικών δεδομένων που θα υποβοηθήσουν την Οργάνωση στη διεκδίκηση του αιτήματος, χωρίς προσωπικές τοποθετήσεις και απόδοση ευθυνών. Ο λόγος των διδασκαλισσών δε θα διαφοροποιηθεί από εδώ και στο εξής από το συνδικαλιστικό λόγο της Οργάνωσής τους.

*Επιλεγμένο απόσπασμα από άρθρο που παρουσίασε ο συγγραφέας σε συνέδριο στην Ελλάδα σε σχέση με το φύλο και την Ιστορία της Εκπαίδευσης.

** Το βιβλίο θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα, 9/5/2016 στις 19:30 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λάρνακα και την Τετάρτη, 11/5/2016 στις 19:30 στο Λανίτειο Θέατρο στη Λεμεσό.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










270