Το Ανώτατο απέρριψε την έφεση του καθηγητή Στέλιου Στυλιανού κατά της ΕΕΥ για τρίμηνη διαθεσιμότητα


 Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση που καταχώρησε ο καθηγητής των Μαθηματικών Στέλιος Στυλιανού το 2008 εναντίον της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας  για την απόφασή της να τον θέσει σε διαθεσιμότητα για τρεις μήνες μετά την έναρξη έρευνας εναντίον του για καταγγελία  περί διάπραξης πειθαρχικού αδικήματος

Σύμφωνα με τον Δικαστή  Γ.Ν. Γιασεμή.

«Το θέμα το οποίο εγείρεται στην παρούσα έφεση αφορά στην απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, (η «Επιτροπή»), ημερομηνίας 28.3.2008, να θέσει τον εφεσείοντα Στέλιο Στυλιανού σε διαθεσιμότητα, μετά που ερευνών λειτουργός ολοκλήρωσε έρευνα, την οποία διεξήγαγε εναντίον του, σε σχέση με καταγγελία για τη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος.  Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η Επιτροπή δεν είχε τέτοια εξουσία.  Δικαστής του Δικαστηρίου τούτου έκρινε, πρωτοδίκως, στο πλαίσιο της προσφυγής 841/2008, ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν ορθή. Ο εφεσείων, διαφωνώντας με την κρίση αυτή, καταχώρισε την παρούσα έφεση, επιδιώκοντας την ανατροπή της.

Τα γεγονότα, σε συντομία, έχουν ως εξής:  Στις 30.10.2007, ο εφεσείων πληροφορήθηκε, αρμοδίως, ότι διεξαγόταν έρευνα εναντίον του, σε σχέση με καταγγελία του Συνδέσμου Γονέων του Γυμνασίου Αρχαγγέλου, στη Λακατάμεια, ημερομηνίας 3.10.2007.  Πρόκειται για το Γυμνάσιο στο οποίο αυτός, κατά τον πιο πάνω ουσιώδη χρόνο, υπηρετούσε ως καθηγητής των Μαθηματικών.  ΄Οπως του λέχθηκε, είχε διοριστεί, προς τούτο, ερευνών λειτουργός από την αρμόδια αρχή, ήτοι τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού.  Τοιουτοτρόπως, είχαν τεθεί σε εφαρμογή οι σχετικές πρόνοιες του Εβδόμου Μέρους, υπό τον τίτλο «ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΚΩΔΙΞ», του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, (Ν. 10/1969), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.

Αρξαμένης της έρευνας, η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, (η «Γενική Διευθύντρια»), περί το τέλος Νοεμβρίου του 2007, ενεργώντας στη βάση εισήγησης του ερευνώντος λειτουργού, ζήτησε από την Επιτροπή όπως τεθεί ο εφεσείων σε διαθεσιμότητα.  Μεταξύ των λόγων, αναφέρθηκε, από τον ερευνώντα λειτουργό στο σχετικό σημείωμά του, ο αρνητικός επηρεασμός των μαρτύρων να δώσουν κατάθεση αναφορικά με τη διερευνώμενη καταγγελία, συνεπεία της παρουσίας του στο εν λόγω Γυμνάσιο.  Η Επιτροπή ζήτησε περαιτέρω στοιχεία και πληροφορίες σε σχέση με την υπό αναφορά πειθαρχική έρευνα.  Η Γενική Διευθύντρια, με νέα επιστολή της, ημερομηνίας 14.1.2008, ενημέρωσε την Επιτροπή ότι η έρευνα εναντίον του εφεσείοντος βρισκόταν σε τελικό στάδιο και, ως εκ τούτου, δεν ήταν, πλέον, αναγκαίο αυτός να τεθεί σε διαθεσιμότητα.  Είχαν ληφθεί οι καταθέσεις των μαρτύρων.  Παρέμενε η λήψη της δικής του κατάθεσης, την οποία έδωσε στον ερευνώντα λειτουργό στις 7.2.2008.

Ακολούθως, στις 6.3.2008, η Γενική Διευθύντρια επανήλθε με νέο αίτημα προς την Επιτροπή, όπως ο εφεσείων τεθεί σε διαθεσιμότητα.  Συγχρόνως, την πληροφόρησε ότι ο ερευνών λειτουργός ολοκλήρωσε την έρευνα και ότι η έκθεσή του διαβιβαζόταν στο Γενικό Εισαγγελέα.  Στις 20.3.2008, επαναλήφθηκε το ίδιο αίτημα.  Η Επιτροπή, αφού άκουσε, στις 21.3.2008, τις θέσεις, σχετικά, του εφεσείοντος και του δικηγόρου του, στις 28.3.2008, αποφάσισε να θέσει τον εφεσείοντα σε διαθεσιμότητα από την 1.4.2008 έως την 30.6.2008, ήτοι για περίοδο τριών μηνών, ασκώντας, προς τούτο, την εξουσία της, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 74(1) του Ν. 10/1969

Βασικά, δύο ήταν οι λόγοι που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως για ακύρωση της υπό αναφορά απόφασης, οι οποίοι εγείρονται και επ' εφέσει, δεδομένης της απόρριψής τους, και, συνακόλουθα, της ίδιας της προσφυγής.  Πρώτον, ο εφεσείων τέθηκε σε διαθεσιμότητα, μετά που η έρευνα εναντίον του είχε ολοκληρωθεί, κατ' αντίθεση προς τις πρόνοιες του άρθρου 74 του Ν. 10/1969.  Δεύτερο, δεν εξειδικευόταν στην απόφαση της Επιτροπής το δημόσιο συμφέρον, στο οποίο αυτή είχε βασιστεί.  Οι συνήγοροι, σε σχέση με αυτούς, στις αγορεύσεις τους, επιχειρηματολόγησαν, με αναφορά στο περιεχόμενο των σχετικών προνοιών του εν λόγω Νόμου, προς υποστήριξη, ο κάθε ένας, των θέσεών του.

Η Επιτροπή, αποφασίζοντας να θέσει τον εφεσείοντα σε διαθεσιμότητα, άσκησε την εξουσία που της παρέχει το άρθρο 74(1) του Ν. 10/1969, το οποίο, στο βαθμό που ενδιαφέρει, προβλέπει τα εξής:-

 «Εάν έρευνα πειθαρχικού αδικήματος διαταχθή δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του άρθρου 70, κατά τινος εκπαιδευτικού λειτουργού ... η Επιτροπή δύναται, εάν το δημόσιον συμφέρον απαιτή τούτο, να θέση εις διαθεσιμότητα τον εκπαιδευτικόν λειτουργόν διαρκούσης της ερεύνης:»

Στην επιφύλαξη που ακολουθεί, προβλέπεται, απλώς, ο χρόνος της διαθεσιμότητας.  Επομένως, είναι σημαντικό να εξεταστεί το περιεχόμενο του άρθρου 70(β) του ιδίου Νόμου, το οποίο προνοεί τα εξής:-

  «70.  Εάν καταγγελθή εις την αρμοδίαν αρχήν ή υποπέσει στην αντίληψή της ότι εκπαιδευτικός λειτουργός δυνατόν να έχη διαπράξει πειθαρχικόν αδίκημα, τότε - 

(α) ................................................................................................

 (β)  ... η αρμοδία αρχή μεριμνά αμέσως όπως διεξαχθή έρευνα κατά τον καθωρισμένον τρόπον και ενεργεί ως προνοείται εν τω άρθρω 72.

Νοείται ότι μέχρις ότου εκδοθώσι κανονισμοί καθορίζοντες τον τρόπον της ερεύνης, εφαρμόζονται οι εν το Μέρει Ι του Δευτέρου Πίνακος, Κανονισμοί.»

΄Οπως προκύπτει από τις πρόνοιες, ανωτέρω, το πρώτο στάδιο στην έρευνα αδικημάτων από εκπαιδευτικό λειτουργό αφορά, συμφώνως του Μέρους Ι του Δεύτερου Πίνακα του Ν. 10/1969, στο διορισμό ερευνώντος λειτουργού και στον τρόπο διεξαγωγής της έρευνάς του.  Αυτός ετοιμάζει σχετική έκθεση, την οποία υποβάλλει προς την αρμόδια αρχή (παράγραφος 5).  Προς συμπλήρωση του σταδίου αυτού, στις παραγράφους 6, 7 και 8 του ιδίου Μέρους του εν λόγω Πίνακα, αναφέρονται και τα εξής:-

«6.  ΄Αμα τη λήψει της εκθέσεως του ερευνώντος λειτουργού, η αρμοδία αρχή παραπέμπει αμέσως αυτήν, μετά πάντων των υποβληθέντων εγγράφων, εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας προς γνωμοδότησιν, ομού μετά των επί της εκθέσεως απόψεων αυτής.

7.  Ο Γενικός Εισαγγελεύς της Δημοκρατίας εξετάζει μετά πάσης δυνατής ταχύτητος το ζήτημα και συμβουλεύει την αρμοδίαν αρχήν κατά πόσον δύναται να διατυπωθή κατηγορία κατά του εκπαιδευτικού λειτουργού, εν περιπτώσει δε καταφατικής γνωματεύσεως προβαίνει εις την διατύπωσιν της κατηγορίας.

8.  ΄Αμα τη λήψει της υπό του Γενικού Εισαγγελέως διατυπωθείσης κατηγορίας, η αρμοδία αρχή υπογράφει και διαβιβάζει ταύτην εις τον Πρόεδρον της Επιτροπής ομού μετά πάντων των εγγράφων τα οποία υπεβλήθησαν εις τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.»

Στη συνέχεια, το άρθρο 72(1) του Ν. 10/1969, στο οποίο το άρθρο 70(β) αυτού παραπέμπει, προβλέπει τα εξής:-

«72. - (1)  ΄Οταν έρευνα διεξαχθείσα βάσει της παραγράφου (β) του άρθρου 70 συμπληρωθή και αποκαλυφθή η διάπραξις πειθαρχικού αδικήματος, η αρμοδία αρχή παραπέμπει αμέσως το ζήτημα εις την Επιτροπήν ...»

Ειδικά, από τη φράση «συμπληρωθή και αποκαλυφθή η διάπραξις πειθαρχικού αδικήματος», καθίσταται σαφές ότι έρευνα αδικημάτων από εκπαιδευτικό λειτουργό, στην πραγματικότητα, συμπληρώνεται μόνο με τη λήψη της Γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα.  Αν δε αυτή είναι καταφατική, τότε αρχίζει ένα νέο στάδιο σε σχέση με την υπόθεση, αυτό της πειθαρχικής διαδικασίας, με βάση την οποία ο εμπλεκόμενος εκπαιδευτικός λειτουργός διώκεται πειθαρχικά.  Στην προκειμένη περίπτωση, όταν ο εφεσείων ετέθη σε διαθεσιμότητα, δεν είχε, ακόμα, ληφθεί η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα.  Επομένως, η έρευνα εναντίον του δεν είχε, κατά νόμο, αλλά και ουσιαστικά, ολοκληρωθεί.  Ως εκ τούτου, ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Κατά το πρώτο στάδιο, που έχει, ως ανωτέρω, διαπιστωθεί, η Επιτροπή, αποφασίζοντας να θέσει τον εφεσείοντα σε διαθεσιμότητα, βάσισε την απόφασή της στο δημόσιο συμφέρον και, δη, στην προστασία, όπως εύλογα μπορεί να συναχθεί από την δοθείσα αιτιολογία, της κοινωνίας∙ για την ακρίβεια, μερίδας αυτής, όπως είναι η σχολική κοινότητα του Γυμνασίου στο οποίο ο εφεσείων υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Ο λόγος του δημοσίου συμφέροντος είναι και ο μοναδικός, για τον οποίο η Επιτροπή έχει εξουσία, με βάση το άρθρο 74(1) του Ν. 10/1969, να θέσει εκπαιδευτικό λειτουργό σε διαθεσιμότητα, όταν διεξάγεται έρευνα εναντίον του δυνάμει του άρθρου 70 του υπό αναφορά Νόμου.  Η γενική επίκλησή του, όμως, δεν είναι αρκετή.  Θα πρέπει, συμφώνως του άρθρου 28(3)[1] του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), να αιτιολογείται ειδικώς, προκειμένου το επηρεαζόμενο πρόσωπο να γνωρίζει συγκεκριμένα το λόγο της απόφασης του διοικητικού οργάνου, η οποία τον επηρεάζει δυσμενώς, αλλά και για να δύναται αυτή να υποβληθεί σε έλεγχο νομιμότητας από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο.

Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή αναφέρει στο πρακτικό της, ημερομηνίας 28.3.2008, ότι, για να οδηγηθεί στην υπό αναφορά απόφασή της, έλαβε υπόψη της στοιχεία από την έκθεση του ερευνώντος λειτουργού, στα οποία, με τον τρόπο αυτό, παραπέμπει ρητώς.  Προσθέτει, επίσης, ότι έλαβε υπόψη «τα συμπεράσματα έρευνας που διεξήγαγε η ίδια από την οποία προκύπτει ότι ο καθηγητής, στο θέμα της βαθμολογίας, ενήργησε εκδικητικά έναντι των μαθητών του που έδωσαν μαρτυρία στην υπό εξέταση πειθαρχική υπόθεση».  Πρόκειται, ασφαλώς, για μια, εκ πρώτης όψεως, διαπίστωση της Επιτροπής ότι συνέτρεχε ο πιο πάνω λόγος και δεν αποτελεί αυτή οριστική κατάληξή της ότι ο εφεσείων προέβη, όντως, στην αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη εκδίκησης των μαθητών του.

Ως βάση, όμως, για να τεθεί ο εφεσείων σε διαθεσιμότητα, η πιο πάνω αιτιολογία, σαφώς, ενέπιπτε στον ορισμό του δημοσίου συμφέροντος, με την έννοια που έχει προηγουμένως αναφερθεί, και κρίνεται ως εύλογα επιτρεπτή.  Διασφαλιζόταν, έτσι, η αποφυγή τυχόν περαιτέρω τριβής μεταξύ του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού, δηλαδή του εφεσείοντος, και των μαθητών του, ή, γενικότερα, των μαθητών του συγκεκριμένου Γυμνασίου, καθώς, επίσης, των γονέων τους, λόγω της παρουσίας του εκεί.  Η απόφαση δε αυτή της Επιτροπής να θέσει τον εφεσείοντα σε διαθεσιμότητα δεν αποτελεί, ασφαλώς, πράξη τιμωρίας του, αλλά σώφρονα πράξη, για τη διασφάλιση, υπό τις δοσμένες περιστάσεις,  της ομαλής και εύρυθμης λειτουργίας του εν λόγω Γυμνασίου.  Επομένως, ούτε και ο λόγος αυτός ευσταθεί.

Για τους λόγους, ανωτέρω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500,00.

                                                     Στ. Ναθαναήλ, Δ.

                                                     Π. Παναγή, Δ.

                                                     Μ. Χριστοδούλου, Δ.

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

                                                     Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.»

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










284