Το Διοικητικό Δικαστήριο ακύρωσε τον τερματισμό του επί δοκιμασία διορισμού καθηγήτριας Θρησκευτικών


 Tο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε παράνομη την απόφαση της ΕΕΥ που λήφθηκε μετά από εισήγηση του Υπουργείου Παιδείας για τερματισμό του από 1.9.2016, επί δοκιμασία διορισμού της καθηγήτριας Θρησκευτικών Ιουλιανού …………… από 2.10.2018.

Τα γεγονότα 

Η αιτήτρια εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου ως αντικαταστάτρια Καθηγήτρια Θρησκευτικών κατά περιόδους μεταξύ των ετών 2004-2009, 2011-2012 και 2014-2015, ενώ διορίστηκε ως συμβασιούχα Καθηγήτρια Θρησκευτικών κατά περιόδους μεταξύ των ετών 2009-2010, 2012-2014 και 2015-2016. Από 1.9.2016, η αιτήτρια διορίστηκε επί δοκιμασία στη μόνιμη θέση Καθηγητή Θρησκευτικών, Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης. Κατά τη διάρκεια της επί δοκιμασία υπηρεσίας της, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στον Κανονισμό 15 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησης και Αξιολόγησης) Κανονισμών (Κ.Δ.Π.223/76), η αιτήτρια αξιολογήθηκε από τον οικείο Επιθεωρητή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού («το Υπουργείο»). Συγκεκριμένα, ο οικείος Επιθεωρητής του Υπουργείου, επιθεώρησε και αξιολόγησε την αιτήτρια κατά τις περιόδους 1.9.2016-31.1.2017, 1.2.2017-30.6.2017 και 1.9.2017-31.1.2018, διαπιστώνοντας ότι αυτή επιτέλεσε το έργο της κατά τρόπο μη ικανοποιητικό.

Εν συνεχεία, το Υπουργείο, με επιστολή του προς την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας («η Επιτροπή»), ημερομηνίας 5.3.2018, εισηγήθηκε τον τερματισμό του επί δοκιμασία διορισμού της αιτήτριας, αφού, ως αναφέρεται στη σχετική επιστολή, παρά τα προγράμματα στήριξης που εφαρμόστηκαν, αυτή παρουσίαζε σοβαρές ελλείψεις σε σχέση με τη διδακτική της επάρκεια. Στην εν λόγω επιστολή επισυναπτόταν έκθεση του Επιθεωρητή Θρησκευτικών, σύμφωνα με την οποία, παρόλες τις σοβαρές αδυναμίες της αιτήτριας, τόσο ως προς τη διαχείριση του διδακτικού χρόνου όσο και ως προς τη διδακτική της επάρκεια, αυτή δεν κατέβαλλε ιδιαίτερη προσπάθεια για συνεργασία και άμβλυνση των αδυναμιών της.

Η Επιτροπή, στη συνεδρία της ημερομηνίας 17.4.2018, αποφάσισε να αναβάλει την εξέταση της πιο πάνω εισήγησης του Υπουργείου για μελλοντική συνεδρία της και αφού λήξει η σχολική χρονιά 2017-2018. Αφού ακολούθησε άλλη μια επιθεώρηση και αξιολόγηση της αιτήτριας από τον οικείο Επιθεωρητή για την περίοδο 1.2.2018-30.6.2018, κατά την οποία διαπιστώθηκε εκ νέου ότι η αιτήτρια επιτέλεσε το έργο της κατά τρόπο μη ικανοποιητικό, τελικά, στη συνεδρία της ημερομηνίας 8.8.2018, η Επιτροπή αποφάσισε να πληροφορήσει την αιτήτρια ότι θα εξέταζε την εισήγηση του Υπουργείου για τερματισμό του, από 1.9.2016, επί δοκιμασία διορισμού της στη μόνιμη θέση Καθηγητή Θρησκευτικών, με βάση το άρθρο 30(2) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως 2018 («ο Νόμος»). Επιπρόσθετα, στην ίδια συνεδρία, η Επιτροπή αποφάσισε όπως, σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του εν λόγω άρθρου, καθώς και του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999), καλέσει την αιτήτρια όπως προσέλθει ενώπιον της στις 27.8.2018 για να ακούσει τις σχετικές θέσεις και απόψεις της ή να εκθέσει γραπτώς τις παραστάσεις της, υποβάλλοντας σχετική επιστολή στο Γραφείο της Επιτροπής, μέχρι τις 24.8.2018.

Η αιτήτρια ενημερώθηκε για τα πιο πάνω, με σχετική επιστολή της Επιτροπής, ημερομηνίας 8.8.2018 και στις 24.8.2018 υπέβαλε μέσω των δικηγόρων της αίτημα αναβολής της ορισθείσας για τις 27.8.2018 ακρόασης, καθώς και τις γραπτές της παραστάσεις αναφορικά με την εισήγηση του Υπουργείου για τον τερματισμό του επί δοκιμασία διορισμού της. Επιπρόσθετα, στις 27.8.2018, η αιτήτρια εμφανίστηκε ενώπιον της Επιτροπής, ζητώντας όπως αλλάξει η ημερομηνία ακρόασης. Το αίτημα αναβολής εγκρίθηκε από την Επιτροπή, η οποία  και όρισε την 18.9.2018 ως νέα ημερομηνία κατά την οποία η αιτήτρια όφειλε να προσέλθει ενώπιον της για να θέσει τις απόψεις και/ή θέσεις της. Η αιτήτρια ενημερώθηκε σχετικά με νέα επιστολή της Επιτροπής, ημερομηνίας 30.8.2018. Πράγματι, κατά την 18.9.2018, η αιτήτρια εμφανίστηκε και υπέβαλε τις θέσεις της ενώπιον της Επιτροπής. Είχε δε προηγηθεί, στις 17.9.2018, η, μέσω των δικηγόρων της αιτήτριας, υποβολή περαιτέρω γραπτών παραστάσεων.

Τελικά, στη συνεδρία της ημερομηνίας 25.9.2018, η Επιτροπή, αφού μελέτησε τις προαναφερθείσες παραστάσεις που είχε υποβάλει η αιτήτρια  και όλα όσα αυτή ανέφερε όταν παρουσιάστηκε ενώπιον της στις 27.8.2018 και 18.9.2018, αποφάσισε όπως τερματίσει το διορισμό της αιτήτριας, από 2.10.2018. Η αιτήτρια ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή της Επιτροπής ημερομηνίας 28.9.2018, στην οποία ρητά αναγράφεται ότι η επίδικη απόφαση τερματισμού του διορισμού της λήφθηκε σύμφωνα με το άρθρο 30(2) του Νόμου. Στις 5.10.2018, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 …………………………………………………………………………………………………………………………………

Πέραν όμως των πιο πάνω, δεδομένου ότι πράγματι για την επίδικη απόφαση ακολουθήθηκε η διαδικασία του άρθρου 30(2), ως εξάλλου και η θέση των καθ' ων η αίτηση,  δε χωρεί αμφιβολία ότι η απόφαση αυτή λήφθηκε παράνομα και κατά παράβαση της εν λόγω διάταξης, εφόσον ο τερματισμός του διορισμού της αιτήτριας δεν έγινε «καθ' οιονδήποτε χρόνον διαρκούσης της χρονικής περιόδου δοκιμασίας», αλλά μετά τη λήξη αυτής της περιόδου: συγκεκριμένα, ως έχει προαναφερθεί, η δοκιμαστική περίοδος για την αιτήτρια είχε λήξει την 1.9.2018, χωρίς μέχρι εκείνου του σημείου να έχει ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση των καθ' ων η αίτηση για τερματισμό του διορισμού της, ούτε βεβαίως για παράταση της δοκιμαστικής περιόδου. Η απόφαση της Επιτροπής για τερματισμό του επί δοκιμασία διορισμού της αιτήτριας λήφθηκε στη συνεδρία της ημερομηνίας 25.9.2018 και γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια δια επιστολής ημερομηνίας 28.9.2018, ξεκάθαρα δηλαδή μετά τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου. Μάλιστα, στην εν λόγω επιστολή, πέραν του ότι ρητά αναγραφόταν ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε δυνάμει του άρθρου 30(2) του Νόμου, αναφερόταν επίσης ότι ο διορισμός της αιτήτριας τερματιζόταν από 2.10.2018, ήτοι ένα μήνα μετά τη λήξη της διετούς δοκιμαστικής περιόδου. Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα δυνάμει ποιας νομικής βάσης ενήργησε επ' αυτού η Επιτροπή και ποιο ήταν το καθεστώς υπηρεσίας της αιτήτριας κατά τη διάρκεια του διαστήματος ενός μηνός που μεσολάβησε από 1.9.2018, όταν και έληξε η προαναφερθείσα δοκιμαστική περίοδος, μέχρι και την 2.10.2018, που με απόφαση της Επιτροπής, τερματιζόταν ο διορισμός της αιτήτριας.

Μάλιστα, μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, η αιτήτρια, στις 17.9.2018, υπέβαλε μέσω των δικηγόρων της πρόσθετες γραπτές παραστάσεις, ενώ στις 18.9.2018 διενεργήθηκε και η ενώπιον της Επιτροπής ακρόαση της αιτήτριας, κατά παράβαση των όσων προβλέπονται στην υπό αναφορά διάταξη του άρθρου 30(2), δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, «πριν ή γίνη ο τοιούτος τερµατισµός, δέον να δοθή εις τον εκπαιδευτικόν λειτουργόν ειδοποίησις της προς τερµατισµόν προθέσεως περιέχουσα τους λόγους και καλούσα τούτον όπως προβή εις οιασδήποτε παραστάσεις, τας οποίας θα επεθύµει να υποβάλη εναντίον του τοιούτου τερµατισµού».

Ενόψει των πιο πάνω, δεν μπορώ παρά να διαπιστώσω ότι ο τερματισμός του διορισμού της αιτήτριας έλαβε χώρα κατά παράβαση του άρθρου 30(2) του Νόμου, ενώ παραβίαση της εν λόγω διάταξης συνιστά και το γεγονός ότι η αιτήτρια υπέβαλε γραπτές παραστάσεις και εμφανίστηκε ενώπιον της Επιτροπής, προκειμένου να εκφράσει τις θέσεις της, στις 17.9.2018 και 18.9.2018 αντίστοιχα, ήτοι μετά τη λήξη της χρονικής περιόδου δοκιμασίας της.

Τα πιο πάνω στοιχειοθετούν επαρκώς λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης και οδηγούν άνευ ετέρου στην ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση.

Ωστόσο, και για χάριν συζήτησης και μόνον, ακόμα και να μπορούσε να λεχθεί ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε δυνάμει του άρθρου 30(3), κάτι βεβαίως που, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, δεν μπορεί να ευσταθεί, και πάλι εντοπίζονται σφάλματα στην υπό της Επιτροπής ακολουθήσασα διαδικασία, τα οποία επίσης συνιστούν παραβίαση των διατάξεων του Νόμου.

Ως έχει ήδη λεχθεί, σύμφωνα με το 36(2) του Νόμου, η τελική έκθεση θα πρέπει να υποβάλλεται ένα µήνα πριν από τη λήξη της χρονικής περιόδου δοκιµασίας. Εν προκειμένω, ως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, η εν λόγω έκθεση, με ημερομηνία 2.7.2018, υποβλήθηκε και/ή τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής στις 18.9.2018, ήτοι μετά τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση, επικαλούμενη τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 9 του Τροποποιητικού Νόμου 127(Ι)/2015, ο οποίος τροποποιεί το Νόμο, ισχυρίστηκε ότι η συγκεκριμένη πρόνοια του άρθρου 36(2) τέθηκε σε ισχύ την 1.9.2018 και, άρα, δεν εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση, αλλά αφορά εκπαιδευτικούς που διορίζονται επί δοκιμασία μετά την ημερομηνία αυτή. Πράγματι, σύμφωνα με το Νόμο 127(Ι)/2015, η συγκεκριμένη πρόνοια, ως και αυτές των άρθρων 28Γ και 30Α, τέθηκαν σε ισχύ την 1.9.2018. Ωστόσο, παρατηρώ ότι και πριν από τη θέσπιση του συγκεκριμένου Τροποποιητικού Νόμου, υπήρχε και πάλι στο Νόμο παρόμοια πρόνοια, αυτή του άρθρου 36(2), σύμφωνα με την οποία-

«Υπηρεσιακές εκθέσεις υποβάλλονται στην Επιτροπή κάθε εξάµηνο για κάθε εκπαιδευτικό λειτουργό που υπηρετεί επί δοκιµασία κατά τα πρώτα δύο χρόνια της υπηρεσίας του. Η τελική έκθεση υποβάλλεται ένα µήνα πριν από τη λήξη της χρονικής περιόδου δοκιµασίας και περιλαµβάνει οριστική σύσταση, για το αν ο διορισµός του εκπαιδευτικού λειτουργού πρέπει να επικυρωθεί ή αν η χρονική περίοδος δοκιµασίας πρέπει να παραταθεί ή αν ο διορισµός του πρέπει να τερµατισθεί».

Εν πάση περιπτώσει, στην υπό κρίση περίπτωση, παρόλο που οι καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν να εφαρμόσουν τις διατάξεις του άρθρου 30(2) αναφορικά με τον τερματισμό του διορισμού της αιτήτριας, αποφάσισαν στη συνέχεια να υποβάλουν και τελική έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 36(2) του Νόμου, η οποία όμως, ως ήδη ελέχθη, δεν υποβάλλεται στις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 30(2) αλλά σε αυτές του άρθρου 30(3), ήτοι στις περιπτώσεις ολοκλήρωσης της δοκιμαστικής περιόδου, συντάσσεται δε έναν μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής (εξ' ου και ο χαρακτηρισμός της ως «τελική»).

Ενόψει των πιο πάνω, θα μπορούσε να λεχθεί ότι φαίνεται να υπήρξε κάποια σύγχυση αναφορικά με την εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου στην υπό εξέταση περίπτωση, εφόσον, αφενός μεν, ρητά αναφέρουν στην επίδικη απόφασή τους ότι λήφθηκε αυτή στη βάση του άρθρου 30(2) του Νόμου, την ίδια ώρα που με τις ενέργειές τους δείχνουν να έχουν εφαρμόσει, εσφαλμένα βεβαίως, και τις πρόνοιες του άρθρου 36(2), αφού υποβλήθηκε και τελική έκθεση στην Επιτροπή, εκπρόθεσμα σε κάθε περίπτωση, και, συνακόλουθα, τις διατάξεις του άρθρου 30(3).

Διαπιστώνεται λοιπόν εσφαλμένη εφαρμογή και παραβίαση των διατάξεων του Νόμου, ενώ ούτε και το ενδεχόμενο πλάνης εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, η οποία εμφιλοχώρησε κατά τη διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης, μπορεί να αποκλειστεί.

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι ο πρώτος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης ευσταθεί. Με αυτή δε τη διαπίστωση, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2.200 έξοδα, υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ' ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 Ολόκληρη η απόφαση εδώ

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










733