Το έγκλημα στο μάθημα των Νέων Ελληνικών


ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗ*

    Με αφορμή τα πρόσφατα διαγνωστικά, αλλά και την ύλη των Νέων Ελληνικών, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, αναρωτιέται κανείς με ποιους τρόπους πειθούς και ποια μέσα θα μπορέσει ο φιλόλογος να πείσει τα παιδιά να αγαπήσουν τη λογοτεχνία. Μέσα από τις συζητήσεις που προκύπτουν στους συλλόγους των σχολείων διαπιστώνει κανείς ότι ο φιλόλογος που αγαπά τη γλώσσα και τον λόγο ως τέχνη ασχολείται με δείκτες, μέσα πειθούς, κατηγοριοποιήσεις των κειμένων και των χαρακτηριστικών των κειμένων. Για να καταλάβει κανείς για ποιο πράγμα μιλάμε, φανταστείτε το άγαλμα του Ερμή του Πραξιτέλη και αντί να γίνεται ανάλυση στην αισθητική του, στο συναίσθημα και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ή τους συμβολισμούς του, να γίνεται ανάλυση που να περιορίζεται στην τεχνική του Πραξιτέλη να λειάνει για παράδειγμα το μάρμαρο, ή στον τρόπο μέτρησης του ποδιού και του χεριού ή στον βαθμό κλίσης του κεφαλιού.

    Με τον ίδιο τρόπο η ανάλυση σε ένα ποίημα του Καβάφη μετριέται από το αν ο ποιητής χρησιμοποιεί το ποιητικό εγώ, αν χρησιμοποιεί εκφραστικά μέσα και κατά πόσο είναι μετρήσιμα, αδιαφορώντας φυσικά αν το ποίημα αγγίζει το παιδί και με ποιον τρόπο; Αν για παράδειγμα, ένας μαθητής αφεθεί στα διηγήματα του Τσέχωφ, θα μπορούσε σχετικά εύκολα να διακρίνει τον ρεαλισμό και  την απαισιοδοξία. Πόσο ωφέλιμο θα ήταν για έναν μαθητή ο οποίος δεν δείχνει κλίση για τη λογοτεχνία (80% με 90% των μαθητών περίπου) να υποχρεούται να σημειώνει τα αποσπάσματα που έχουν να κάνουν με εκφραστικά μέσα και τεχνικές. Και γιατί να το κάνει αυτό; Για να μισήσει ακόμα περισσότερο τη λογοτεχνία ή τη γλώσσα;

   Φανταστείτε λοιπόν εμάς συνάδελφοι της φιλολογίας. Σε ποιο βαθμό θα μας είχε αρέσει ο «Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου», αν τότε ψάχναμε να εντοπίσουμε τα σημεία ρεαλισμού, τις ενδοδιηγητικές, ή ετεροδιηγητικές αναφορές του αφηγητή, την πλάγια αφήγηση ή την εγκιβωτισμένη; Αντίθετα είχαμε αφεθεί στον ίδιο τον «περίπατο». Πόσοι από μας, αν κάναμε τότε αυτά που κάνουν τα παιδιά σήμερα, θα διαβάζαμε το «Αδερφοί Καραμαζώφ», και στη συνέχεια θα προχωρούσαμε στο «Έγκλημα και Τιμωρία» γιατί γουστάραμε να διαβάζουμε; Τι είναι αυτό που εμποδίζει σήμερα τα παιδιά από το να γουστάρουν να διαβάζουν; Με ποιον τρόπο θα γίνει ώστε τα σημερινά παιδιά να μπορέσουν να παρασυρθούν από τον έρωτα του Ρασκόλνικοφ για τη Σόνια (μέσα από τον οποίο παραδέχεται το έγκλημα που έκανε) και να αγαπήσουν τη λογοτεχνία; Μήπως με την αναζήτηση των λέξεων που δείχνουν σκληρότητα ή τύψεις; Αυτό θα βοηθούσε σίγουρα έναν φιλόλογο που κάνει τρίτη ή τέταρτη ανάγνωση και το λατρεύει. Ο μαθητής θα έπρεπε να απολαμβάνει το έργο από μια απόσταση. Να τον αγγίζει το ίδιο το έργο όπως ο μαθητής το επιτρέπει (το δικό του εγώ και όχι του συγγραφέα).

    Με ποιον τρόπο λοιπόν θα γίνει και εμείς οι φιλόλογοι να αντιληφθούμε το έγκλημα εις βάρος του μαθήματος των Νέων Ελληνικών; Πώς επιτρέψαμε οι βασικές ικανότητες ή οι βασικές δεξιότητες ενός παιδιού στην κατανόηση, ανάλυση και συγγραφή ενός κειμένου να εξαντλούνται στο αν γνωρίζει το είδος κειμένου, τα υπερώνυμα ή το μέσο στον τρόπο πειθούς; Είναι το μάθημα των Νέων Ελληνικών το φυτώριο των γλωσσικών ταλέντων της κοινωνίας μας; Ένας πολίτης δηλαδή στα εικοσιπέντε του θα πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίζει ότι ο Καβάφης χρησιμοποίησε προτροπές στην Ιθάκη; Πόσο πιο χρήσιμο θα ήταν αν ο μαθητής διδαχθεί από τους στίχους ότι θα είναι μακρύ το ταξίδι και ότι θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει δυσκολίες και να γνωρίσει πράγματα πριν φτάσει στον προορισμό του!

    Και αν εμείς οι εκπαιδευτικοί ζητάμε από τα παιδιά ενσυναίσθηση, καλό θα ήταν να δείξουμε και εμείς λίγη. Ιδίως στο πώς βλέπουν τα παιδιά το μάθημα, πώς το αντιμετωπίζουν και τι ζητάνε από αυτό.

*Φιλόλογος




Share on Facebook


Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











137