ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Ο Άγγλος καθηγητής της Συγκριτικής Παιδαγωγικής στο Ινστιτούτο Εκπαίδευσης του Λονδίνου Robert Cowen αποκάλεσε μεταφορικά ροζέτες, δηλαδή ενεπίγραφες στήλες , τους εκπαιδευτικούς θεσμούς και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα μιας χώρας, για να υποδηλώσει ότι αποτελούν κωδικοποίηση της διαφορετικής κάθε φορά έκβασης της πάλης που διεξάγεται μεταξύ αντίθετων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων σε μια δεδομένη στιγμή. Τέτοιες ροζέτε είναι, για παράδειγμα, στην Κύπρο το Παγκύπριο Γυμνάσιο ,που ιδρύθηκε στη Λευκωσία το 1893, το English School ,που ιδρύθηκε από την αποικιακή κυβέρνηση στη Λευκωσία το 1935 , οι ιδιωτικές εμπορικές σχολές που ιδρύθηκαν στις πόλεις και σε μερικές κωμοπόλεις τις δεκαετίες 1930, 1940 και 1950, και το Πανεπιστήμιο Κύπρου, που ιδρύθηκε το 1989. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ίσως η περίπτωση της ίδρυσης του Πανεπιστημίου Κύπρου. Από το 1935 που τέθηκε από την αγγλική διοίκηση το θέμα της ίδρυσης πανεπιστημίου στην Κύπρο, μόλις το 1989, δηλαδή ύστερα από 54 χρόνια, επέτρεψαν οι πολιτικές ,οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες να στηθεί η εκπαιδευτική ροζέτα του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Με βάση αυτή τη θεωρητική σύλληψη θα γίνει στη συνέχεια μια προσπάθεια να διερευνηθούν οι συνθήκες ίδρυσης των δυο τύπων Ενιαίου Λυκείου το 1995 και 2000 αντίστοιχα και να επισημανθούν οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που διαδραμάτισαν ρόλο στην ίδρυσή τους και στη συγκεκριμένη μορφή τους. Και οι δυο τύποι ξεκίνησαν με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου που λήφθηκαν ύστερα από πρόταση δυο υπουργών παιδείας οι οποίοι είχαν την ευγενή φιλοδοξία να συμβάλουν μέσω μεταρρύθμισης στον εκσυγχρονισμό της ελληνοκυπριακής ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν προϋπήρξε συζήτηση σχετικών θεμάτων ούτε γενικότερη εμπλοκή πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που να αποδεικνύει υψηλό ενδιαφέρον και διακύβευση συμφερόντων. Η συζήτηση άρχισε μετά την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, κράτησε δυο χρόνια και ήταν πολύ παράξενη. Η μεταρρύθμιση για ίδρυση ενιαίου λυκείου (χωρίς εισαγωγικά)(comprehensive school), για ενοποίηση δηλαδή των μαθητών της γενικής και της τεχνικής - επαγγελματικής εκπαίδευσης, προτεινόταν από ένα δεξιό κόμμα , το οποίο κανονικά, ως υποστηρίζον την αριστεία, έπρεπε, όπως έδειξε η εμπειρία άλλων χωρών (Σουηδίας, Μ.Βρετανίας, Δυτικής Γερμανίας ), ιδεολογικά να ήταν αντίθετο σε μια τέτοια πρωτοβουλία, επειδή , σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη, ανάμειξη μαθητών άνισων γνωστικών επιπέδων θα προκαλούσε μεγάλη ανομοιογένεια και πτώση των μαθησιακών αποτελεσμάτων. Περισσότερο παράξενο όμως ήταν το γεγονός ότι το ΑΚΕΛ, το κόμμα που έπρεπε να ήταν κατ’εξοχήν υπέρ αυτής της μεταρρύθμισης, ως σοσιαλιστικό και ,συνακόλουθα ,πρωταγωνιστικό στην επιδίωξη ίσων ευκαιριών και κατάργησης των τύπων σχολείων αναπαραγωγής κοινωνικών διακρίσεων, δεν βγήκε να υποστηρίξει την ενοποίηση, προφανώς επειδή η Οργάνωση Λειτουργών Τεχνικής Εκπαίδευσης(ΟΛΤΕΚ) ,πολιτικός του σύμμαχος , ήταν ουσιαστικά εναντίον. (Με επιστολή της ημ 18 Φεβρ.1994 η ΟΛΤΕΚ υποστήριξε ότι η προτεινόμενη μεταρρύθμιση ,εκτός του ότι θα ήταν πολυδάπανη και ανεφάρμοστη , θα προκαλούσε ουσιαστικά κατάργηση της τεχνικής και συρρίκνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και «πολύ αρνητικές επιπτώσεις σε όλο το φάσμα της Δευτεροβάθμιας Μέσης Εκπαίδευσης με σοβαρότατες παρενέργειες, οικονομικές και κοινωνικές, στον τόπο μας»). Εναντίον ήταν επίσης οι γονείς των μαθητών των γενικών λυκείων και των τεχνικών σχολών,ενώ η ΟΕΛΜΕΚ είχε πολλές επιφυλάξεις . Παρ’όλες τις αντιδράσεις, το μεταρρυθμιστικό σχέδιο εφαρμόστηκε πειραματικά για τρία χρόνια (1995-1998) με την ενοποίηση των μαθητών του Λυκείου Επιλογής Κύκκου Α, του Λυκείου Επιλογής Κύκκου Β, και της Τεχνικής σχολής Αρχαγγέλου . Μετά την ενοποίηση και για τρία χρόνια τα τρία αυτά σχολεία μετονομάστηκαν σε Ενιαίο Λύκειο Κύκκου Α, Ενιαίο Λύκειο Κύκκου Β και Ενιαίο Λύκειο Αρχαγγέλου. Με τέτοια δεδομένα ήταν αναμενόμενο ότι το πείραμα θα εγκαταλειπόταν μόλις θα έληγε η τριετία(βλέπε Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής για την Αξιολόγηση του Θεσμού του Ενιαίου Λυκείου, 1998).
Το Ενιαίο Λύκειο (με εισαγωγικά),από την άλλη, ιδρύθηκε το 2000 από τον Ου. Ιωαννίδη, υπουργό παιδείας της δεύτερης προεδρικής θητείας του Γλ.Κληρίδη. Σύμφωνα με την εξήγηση που έδωσε ο ίδιος ο υπουργός σε συνέντευξή του το 2004(Αλήθεια, 26 Σεπτ.) ,η εγκατάλειψη της πειραματικής εφαρμογής του Ε.Λ. έγινε επειδή υπήρξαν « αντιδράσεις..από την πλευρά της Τεχνικής . . Να αναφέρω και το παράδειγμα που δοκιμάσαμε με το Ενιαίο Λύκειο, όπου έμειναν τα εργαστήρια άδεια. Δηλαδή απλώς να αλλάξουμε τα ονόματα των σχολείων;» Η αντικατάσταση του παλιού από το νέο τύπο σχολείου , σύμφωνα με την ίδια δήλωση, ήταν μια μορφή αναδίπλωσης μέχρις ότου ωριμάσουν τα πράγματα. «Γι αυτό και το αντικαταστήσαμε και κάναμε την αναμόρφωση της Τεχνικής, που προσθέσαμε με τεράστιο κόστος γενικά μαθήματα στην τεχνική εκπαίδευση χωρίς να φύγουμε την εξειδίκευση, για να πετύχουμε σταδιακά να έχουμε την ενοποίηση από μόνη της. Όταν τα παιδιά και οι εκπαιδευτικοί θα είναι έτοιμοι να μπορέσουν να είναι μαζί, μόνο τότε θα το εφαρμόσουμε, γιατί είναι ανέτοιμη η κοινωνία μας».
Ο νέος τύπος, που ονομάστηκε , καταχρηστικά, με το ίδιο όνομα, Ενιαίο Λύκειο, ήταν μια εφαρμογή του Λυκείου Επιλογής Μαθημάτων χωρίς κανένα περιορισμό στην επιλογή μαθημάτων από τους μαθητές . Η απόλυτη αυτή ελευθερία, οδήγησε, όπως ήταν φυσικό, σε δυο μεγάλες υπερβολές, πρώτο, την ανάγκη κατάρτισης μεγάλου αριθμού διαφορετικών προγραμμάτων στα μεγάλα σχολεία και, δεύτερο, την έμμεση ενθάρρυνση πολλών μαθητών να επιλέγουν μαθήματα χωρίς καμιά αναφορά στη μελλοντική τους σταδιοδρομία, συνήθως τα πιο εύκολα, για να μην έχουν να μελετούν πολύ. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό, οι δυσλειτουργίες του σχολείου , η μεγάλη αδιαφορία για μάθηση και, πιθανότατα, και η επιδείνωση, λόγω της αίσθησης χαλάρωσης, των προβλημάτων συμπεριφοράς των μαθητών.
Η εφαρμογή του τύπου αυτού σχολείου άρχισε με καλές προοπτικές. Σύμφωνα όμως με την Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής, η οποία προέβη σε Διαμορφωτική αξιολόγηση του Ενιαίου Λυκείου το Μάϊο του 2003 , χρειαζόταν ευρύτερη και συνεχής ενημέρωση όλων των εμπλεκομένων καθώς και παρακολούθηση της λειτουργίας του με «μια συνεχή διαμορφωτική αξιολόγηση κάθε δυο χρόνια για να βοηθήσει το θεσμό να αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα». Ταυτόχρονα, η Επιτροπή προειδοποίησε για τους κινδύνους που προκαλούσαν «οι απεριόριστες επιλογές» και για την ανάγκη συμβούλων των μαθητών σε θέματα επιλογής μαθημάτων. Δεν είναι γνωστό σε ποιο βαθμό υιοθετήθηκαν αυτές οι εισηγήσεις και πού οφείλεται η διολίσθηση του σχολείου στη συνέχεια. Η κριτική που αρθρώνεται σήμερα από πολλές κατευθύνσεις και η απόφαση του Υπουργείου για αλλαγές υποβάλλει πως ο τύπος αυτός σχολείου κατάντησε τελικά πολύ προβληματικός . Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ωστόσο προκαλεί η εξήγηση που δίνεται σε όλα τα επίπεδα γι αυτή τη διολίσθηση, ότι δηλαδή ο τύπος αυτός σχολείου «έκλεισε τον κύκλο του», όπως δηλαδή γίνεται και στη φύση. Απλώς κλείνει κάτι τον κύκλο του. Γι αυτό και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να διερευνηθεί ή ευθύνες να αναληφθούν ή να αποδοθούν. Όλα συνεχίζουν το δρόμο τους και όλοι είναι ευχαριστημένοι. Ούτε χρειάζεται να αναζητήσει κανείς μαθήματα από την περιπέτεια των 22 χρόνων. Το κύριο θέμα που συζητείται άλλωστε για την αλλαγή είναι το ωρολόγιο πρόγραμμα και αυτό είναι βασικά λυμένο, γιατί υπάρχουν οι επίσημες δεσμεύσεις ότι καμιά ειδικότητα καθηγητών δεν πρόκειται να επηρεασθεί αρνητικά από τις αλλαγές του νέου προγράμματος.
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου