Ιστορικές αναδρομές στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
Μετά την απελευθέρωση από την Τουρκοκρατία τα τοπικά πάθη ήταν έντονα σε πολλές περιοχές του Ελληνισμού – Επτανήσιοι, Πελοπονήσιοι, Κρητικοί, Κύπριοι με διαφορετικές διαλέκτους. Τον δύσκολο ρόλο να μπορούν να συνεννοηθούν ανάμεσα τους οι ΄Ελληνες τον ανέλαβε η καθαρεύουσα γλώσσα. Φυσικά όσοι δεν πήγαιναν στο σχολείο αδυνατούσαν να την αντιληφθούν. Αλλά η καθαρεύουσα εξυπηρέτησε τις ανάγκες του νεοελληνικού κράτους. Γι αυτό, ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανείς μαζί της ή όχι, πρέπει να την σέβεται. Το πρώτο Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα, το 1837 βασίστηκε στην καθαρεύουσα. ΄Ολοι οι καθηγητές εκείνη την εποχή ήταν συνειδητοί καθαρευουσιάνοι. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την ανάπτυξη της δημοτικής γλώσσας, όπως αποδεικνύεται από τα αριστουργήματα των Παλαμά, Σικελιανού κά.
Αυτά και άλλα αναλύθηκαν στη διάρκεια της διάλεξης με τίτλο: «Το γλωσσικό ζήτημα και οι προεκτάσεις του», στο πλαίσιο της σειράς σεμιναρίων με θέμα: «Μια ιστορία των ιδεών στο Νέο Ελληνισμό», που διοργανώνει το Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Η ομιλήτρια ΄Αννα Παναγιώτου-Τριανταφυλλοπούλου, καθηγήτρια γλωσσολογίας , στο Τμήμα Κλασσικών Σπουδών και Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, επισήμανε πως «η ζωή των Ελλήνων, ορίζεται ή καθορίζεται εν πολλοίς από μια σειρά μεγάλα ζητήματα – το Ανατολικό Ζήτημα, το μακεδονικό, το κυπριακό ζήτημα, το γλωσσικό ζήτημα. ΄Όχι πως άλλοι λαοί δεν ταλανίζονται από ζητήματα εθνικά, γλωσσικά, πολιτικά. Το γεγονός είναι ότι εδώ και πολλούς αιώνες όλα ανεξαιρέτως τα πολιτικά και εθνικά μας ζητήματα έχουν μια πολιτική και κοινωνική παράμετρο αλληλένδετη και σημαντική. Εξ όσων μπορούμε να κρίνουμε το γλωσσικό ζήτημα είχε θρησκευτικές, κοινωνικές, πολιτικές και εθνικές συνδηλώσεις αποτελώντας ένα κατεξοχήν στοιχείο ταυτότητας, άρα και διάκρισης έναντι του «άλλου», όπως και αν αυτός ορίζεται».
Η ομιλήτρια αναφέρθηκε στη συνέχεια στην λεγόμενη «Κοινή», γλωσσική μορφή που είχε ως βάση την αττική διάλεκτο (5ος π.Χ. αιώνας) που ήταν απλούστερη γραμματικώς, με λεξιλογικά και μορφολογικά στοιχεία ιωνικής προέλευσης. « ΄Ηταν απότοκη κοινωνικών, οικονομικών, και πολιτικών διεργασιών κατά την αρχαϊκή και κλασσική περίοδο στην Αθήνα, υπερδύναμη της εποχής στην Ανατολική Μεσόγειο», εξήγησε. Συνεχίζοντας, αναφέρθηκε στους Μακεδόνες βασιλείς Φίλιππο και Αλέξανδρο, που την χρησιμοποίησαν ως γλώσσα επικοινωνίας. «Η εξέλιξη και προφορά της Κοινής γίνεται αντιληπτή κυρίως από τα άμεσα κείμενα, επιγραφές και παπύρους», υπέδειξε , παρουσιάζοντας παράλληλα κείμενα και κρίσεις από τους αντιπάλους αυτής της διαλέκτου, τους λεγόμενους «αττικιστές» του Α΄αιώνα π.Χ που θεωρούσαν ως πρότυπα τους τον Δημοσθένη και τον Λυσία.
Η κα Παναγιώτου-Τριανταφυλλοπούλου, επιχείρησε αναδρομή στην ιστορική εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, στους περί τον Χριστό χρόνους όταν «παίρνει τη μορφή αντιθέσεως ανάμεσα στις τάσεις του «αττικίζειν» και του «ελληνίζειν», στους βυζαντινούς χρόνους, στο Νικόλαο Σοφιανό, που έγραψε την πρώτη γραμματική της νεοελληνικής γλώσσας, στην προσπάθεια του να αφυπνίσει τους συμπατριώτες του με την λεγόμενη «Κοινή γλώσσα». Αναφέρθηκε στον χριστιανικό κόσμο , στην κατάσταση στην Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη, σε μια εποχή όπου η γλώσσα και οι εθνικές γλώσσες , συνδέονται άρρηκτα με κινήματα θρησκευτικά, πολιτικά και εθνικά.
«Αντιλαμβάνεται κανείς, ότι οι γλωσσικές αντιπαραθέσεις των Ελλήνων λογίων επι Τουρκοκρατίας, ουσιαστικά ασκήσεις επί χάρτου, οξύνθηκαν όταν δημιουργήθηκε, όπως δημιουργήθηκε, το νέο κράτος», τόνισε. Προσθέτοντας πως η «προφορική κοινή», που διαμορφώθηκε στην αρχή στα πελοποννησιακά ιδίως κέντρα και έπειτα στη νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα, απλώνεται όλο και περισσότερο ως τις μέρες μας». Για να επισημάνει πως «παρά τις πύρρειες, όπως αποδείχθηκαν νίκες της πιο συντηρητικής μερίδας της ελληνικής δεξιάς το 1967, το οικοδόμημα με τις γλωσσικές τους ασυναρτησίες και πομφόλυγες σωριάστηκε. Το 1976 καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα, η γλώσσα του ελληνικού συντάγματος, μια γλωσσική μορφή που ο καθένας τη σμιλεύει μέσα του, όχι χωρίς κόπο. Γιατί όλων μας τα μυαλά και οι απόψεις για το γλωσσικό εξελίχθηκαν μέσα στο χρόνο, σαν τα σχολικά μας βιβλία – που εξελίχθηκαν κάπως πιο κόσμια, συνήθως με λιγότερο πείσμα και σπίλωση του αντιπάλου».
Η ομιλήτρια ολοκλήρωσε την παρουσίαση της τονίζοντας πως «είναι παράδοξο ότι η γλώσσα από τη μια μεριά βοηθάει τον άνθρωπο να στοχαστεί και να δημιουργήσει πολιτισμό, ενώ από την άλλη μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην προκοπή του. Το παράδοξο αυτό φαινόμενο το παρακολουθούμε σε όλη του την έκταση στην μακρόχρονη ιστορία της ελληνικής παιδείας».