Το ηθικό-πολιτικό, το πιο βασικό από την αρχή πρόβλημα της κυπριακής πολιτείας


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Όπως ήταν φυσικό, για την κρίση στον τομέα της δικαιοσύνης που ξέσπασε μέσα στο Γενάρη διατυπώθηκαν πολλές ερμηνείες, όπως: Η παραμέληση του χρυσού κανόνα ότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να απονέμεται ακριβοδίκαια, αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται έτσι, η κατάργηση της πρόνοιας του Συντάγματος για διάκριση μεταξύ Συνταγματικού Δικαστηρίου και Εφετείου, η αμέλεια μερικών δικαστών να εξαιρούν τους εαυτούς τους όταν υπάρχει θέμα σύγκρουσης  συμφερόντων, όπως ζήτησε το ΕΔΑΔ στη δίκη Νίκολας-Κυπριακή Δημοκρατία, η πλάνη της ταύτισης του νόμιμου και νομότυπου με το ηθικό, ο ανεπαρκής αριθμός  δικαστών, η απουσία εξειδικευμένων δικαστηρίων, και η βραδυδικία. Μερικοί πρόσθεσαν και την έλλειψη σε μερικές  περιπτώσεις της αναγκαίας αντικειμενικότητας. Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ΠΑΔ) κ. Μύρων  Νικολάτος με τον επίλογο του υπομνήματος που διάβασε ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών και Αξιών έδωσε την εντύπωση ότι υπαινισσόταν προσωπικούς λόγους.

Από όλους αυτούς τους λόγους θα ήθελα σχολιάσω αυτόν περί νομίμου και ηθικού που για μένα αναδεικνύει την απουσία του αναγκαίου γενικότερου ηθικοπολιτικού περιβάλλοντος μέσα στον οποίο να λειτουργεί και να αναπνέει η δικαιοσύνη. Έχω την εντύπωση ότι ζούμε σε μια κοινωνία που πιστεύει ότι όλα τα πράγματα είναι δεδομένα και συνηθισμένα και συνεπώς πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο. Η άποψή μου είναι ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται άνθρωποι που έχουν τιμηθεί με τη μεγάλη τιμή να προΐστανται των υψηλών θεσμών  της πολιτείας (ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρόεδρος της Βουλής, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Γενικός Εισαγγελέας, ο Γενικός Ελεγκτής, ο Πρόεδρος της ΕΔΥ και ο Πρόεδρος της ΕΕΥ) με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο  αντιμετωπίζονται οι απλοί δημόσιοι υπάλληλοι. Από τους πρώτους πρέπει να αναμένουμε ξεχωριστή συμπεριφορά, αλλά και οι ίδιοι πρέπει να καταλάβουν ότι οι πολίτες, όχι αδικαιολόγητα και αυθαίρετα, ζητούν κάτι παραπάνω από αυτούς, γιατί  αυτό είναι το χρέος τους και αυτό δεσμεύτηκαν  επίσημα σε ειδική τελετή ότι θα κάνουν. Ο λαός πρέπει να αναμένει ότι οι εν λόγω αξιωματούχοι  θα ενεργούν διαφορετικά από τους άλλους δημόσιους υπαλλήλους, ότι κάθε τους απόφαση θα είναι όχι απλώς «νόμιμη και νομότυπη» αλλά και ηθική, ότι δηλαδή με την απόφασή τους θα κάνουν υπέρβαση, όχι μόνο των φιλικών τους σχέσεων και προτιμήσεων  και προκαταλήψεων, αλλά και των προσωπικών και συγγενικών τους συμφερόντων. Οι ηθικοί φιλόσοφοι ονομάζουν αυτή τη στάση ηθική ελευθερία, δηλαδή ελευθερία που αποκτά κανείς όταν μπορέσει να υπερβεί τα προσωπικά συμφέροντα του για να επιτύχει μ’ αυτό τον τρόπο έναν ανώτερο σκοπό, για παράδειγμα την ελευθερία ή την προκοπή της πατρίδας. Γι’ αυτό ο Διονύσιος Σολωμός ονόμασε το ποίημά του για τους Μεσολογγίτες Ελεύθεροι Πολιορκημένοι.

Ξέρω ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο, πρώτα γιατί ζούμε σ’ ένα μικρό νησί στο οποίο η συγγένεια και η φιλία είναι πολύ δυνατές και κυριαρχεί η αντίληψη ότι το πρώτο χρέος του ατόμου είναι η στήριξη και η παροχή αρωγής στην ευρύτερη οικογένεια του. Ξέρω επίσης ότι η ιστορία μας, δεν μας επέτρεψε να έχουμε παράδοση ανθρώπων που να διακριθούν στην πολιτεία για την ακεραιότητα, την πολιτική ευαισθησία, το αίσθημα υψηλής δικαιοσύνης και το ήθος τους. Γι’ αυτό και δεν είναι παράξενο αυτό που λέγεται συχνά, ότι δηλαδή στην Κύπρο είναι σχεδόν άγνωστο το φαινόμενο της παραίτησης. Οι πολλοί αιώνες δουλείας μας επέτρεψαν να έχουμε μόνο λαμπρούς ήρωες σε επαναστάσεις και εξεγέρσεις, όχι όμως ήρωες στον ηθικο-πολιτικό τομέα, ηγέτες με υψηλό όραμα, ξεχωριστούς, αυτόνομους, ανθρώπους πρότυπα στην πολιτική ζωή που για χάρη αρχών να αντέχουν την εγκατάλειψη των φίλων και τη μοναξιά, προσωπικότητες που να συγκινούν και να εμπνέουν τον λαό με τον άδολο πατριωτισμό και το υψηλό πνεύμα δικαιοσύνης και το ήθος που επιδεικνύουν.

Αυτό, πιστεύω, είναι το βασικό μας πρόβλημα από την ίδρυση της Δημοκρατίας μας. Βλέπουμε όλα τα αξιώματα και τις δημόσιες θέσεις τις ίδιες, ως ευκαιρίες να αναδειχθούμε προσωπικά και κοινωνικά. Δεν κάνουμε τη δέουσα διάκριση για τους ανώτερους θεσμούς και δεν καταλαβαίνουμε ότι η κλήση για υπηρεσία σ’ αυτούς  είναι ένα  βαρύ χρέος που απαιτεί κάτι το ξεχωριστό και επομένως να σταθμίσουμε τις δυνάμεις μας αν μπορούμε να σηκώσουμε αυτό το βάρος. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο όλοι επιδιώκουν αυτές τις θέσεις και γίνεται πόλεμος φανερός και υπόγειος κάθε φορά που πρόκειται να πληρωθεί μια τέτοια θέση. Το γεγονός ότι ο λαός δεν έχει ή δεν κάνει αισθητή αυτή την προσδοκία του δεν βοηθά ούτε τους ίδιους τους υποψηφίους να  αισθανθούν αυτή την ανάγκη.

Ελπίζω πως με την ευκαιρία του προκύψαντος  σοβαρού αυτού προβλήματος στον τομέα της δικαιοσύνης, αυτή η απαίτηση θα γίνει κοινή συνείδηση κυβερνώντων και κυβερνωμένων και θα βρεθούν τρόποι που να αρχίσει, έστω, να υλοποιείται  στην πράξη.

*Πρώην αναπλ. καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










172