ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Θυμούμαι ακόμα πολύ έντονα τη δυσάρεστη εντύπωση που μου προκάλεσε το κήρυγμα του ελλαδίτη Μητροπολίτη Θυατείρων στην Εκκλησία των Αγίων Πάντων στο Λονδίνο μια Κυριακή του Νιόβρη του 1959. Εξέφρασε την έντονη απογοήτευσή του για την πολύ περιορισμένη επαγγελματική και οικονομική προκοπή των ελληνοκυπρίων μεταναστών σε σύγκριση με εκείνη των Ελλήνων μεταναστών στις ΗΠΑ. Οι παρατηρήσεις του ήταν σωστές, από ό,τι μπορούσα να κρίνω από τις πρώτες μου εντυπώσεις στο Λονδίνο, έδειχναν όμως μεγάλη έλλειψη κατανόησης για τα δικαιολογητικά που είχαν γι αυτή την υστέρηση, ιδιαίτερα για το πολύ μικρό χρονικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει από την αρχική εγκατάστασή τους στη Μεγάλη Βρετανία σε σύγκριση με το χρόνο που έζησαν στην Αμερική οι ελλαδίτες μετανάστες. Η πρώτη γενιά των ελληνοκυπρίων εγκαταστάθηκαν στη Βρετανία τις δεκαετίες 1940 και 1950,η μεγάλη πλειονότητά τους ήταν πιατάδες και ποτηράδες, πολύ φτωχοί και αγράμματοι, που προσπαθούσαν με πολύ κόπο και μεγάλες δυσκολίες να επιβιώσουν σε μια ξένη χώρα χωρίς να γνωρίζουν καν τη γλώσσα της.
Θα ήθελα πολύ να ζούσε σήμερα ο τότε Μητροπολίτης και να μπορούσε να δει με τα μάτια του την τεράστια πρόοδο που πέτυχαν οι ελληνοκύπριοι μετανάστες σε διάστημα λιγότερο από εξήντα χρόνια. Οι παλιοί ποτηράδες και πιατάδες έγιναν στη δεύτερη γενιά εστιάτορες, καταστηματάρχες και εργοστασιάρχες, και στην τρίτη ανέδειξαν δικηγόρους, καθηγητές πανεπιστημίων, επιστήμονες και γιατρούς παγκοσμίου φήμης. Επιπλέον ένα μεγάλο τμήμα της ελληνοκυπριακής παροικίας σήμερα όχι μόνο ευημερεί αλλά και απολαμβάνει μια πλούσια πολιτιστική ζωή παρακολουθώντας από κοντά την πολιτιστική κίνηση των μεγάλων πόλεων. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι επίσης το γεγονόςότι χαίρουν εκτίμησης από τους ντόπιους για την προοδευτικότητα, την επιχειρηματικότητα, τον δυναμισμό και την πολιτική και κοινωνική υπευθυνότητά τους και τιμούν την Κύπρο στο εξωτερικό.
Η μεγάλη αυτή πρόοδος είναι αποτέλεσμα βέβαια σκληρής δουλειάς, αλλά και της εμμονής τους σε συγκεκριμένες αξίες, την αξία της εκπαίδευσης, τις αξίες της παράδοσης και της προγονικής πίστης, και την αξία της οικογένειας.
Τη μεγάλη πίστη των ελληνοκυπρίων της Αγγλίας στην εκπαίδευση την έζησα από κοντά την περίοδο 1959 -1961 που ήμουν στο Λονδίνο. Πολλοί γονείς μού ανέφεραν σχεδόν κλαίοντας ότι ο κύριος λόγος για τον οποίο ξενιτεύτηκαν ήταν για να μπορέσουν να μορφώσουν τα παιδιά τους, έβλεπαν όμως ότι αποτύγχαναν στην προσπάθειά τους, γιατί τα παιδιά τους δεν έδειχναν τον αναγκαίο ζήλο για τα γράμματα και οι ίδιοι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε, γιατί ήταν αμόρφωτοι και δεν ήξεραν τη γλώσσα. Η αδιαφορία για τα μαθήματα ήταν πολύ φυσιολογική για τα γεννημένα στην Αγγλία ελληνόπουλα στα χρόνια εκείνα, αφού λόγω των γλωσσικών δυσκολιών που είχαν, κατέληγαν κατά κανόνα στα λιγότερο καλά σχολεία(γίνονταν τότε οι ελιτίστικες εξετάσεις 11+)και είχαν εξίσου αδύνατους συμμαθητές που αποτελούσαν γι αυτούς τα χειρότερα παραδείγματα κοινωνικής και μαθησιακής συμπεριφοράς. Με τα χρόνια ωστόσο οι γονείς μορφώνονταν καλύτερα, τα παιδιά φοιτούσαν σε καλύτερα σχολεία και τα σχολικά επιτεύγματά τους άρχισαν επιτέλους να αγγίζουν τα αρχικά όνειρα των γονέων που μετανάστευσαν γι αυτό το σκοπό. Σήμερα πολλά κυπριόπουλα φοιτούν στα καλύτερα σχολεία μέσης εκπαίδευσης και στα καλύτερα πανεπιστήμια, γι αυτό και δεν ήταν έκπληξη η πρόσφατη βράβευση από τη βασίλισσα της Αγγλίας ενός απ’ αυτά που είχε πρωτεύσει στο διαγωνισμό έκθεσης της Κοινοπολιτείας.
Δυο άλλες αξίες που βοήθησαν στην πρόοδο των ελληνοκυπρίων μεταναστών της Μεγάλης Βρετανίας είναι η εμμονή στην παράδοση και η πίστη στην Ορθοδοξία. Και τις δυο τις μετέφεραν μαζί τους από την Κύπρο και τις διατηρούν με πολλή αφοσίωση μέχρι σήμερα. Αυτές οι δυο αξίες τούς βοήθησαν να συντηρήσουν την ταυτότητά τους και να μη χαθούν μέσα στην πολυπολιτισμική χοάνη της φιλοξενούσας χώρας. Η βαθιά πίστη τους μαρτυρείται από τις πολλές ορθόδοξες εκκλησίες που αγόρασαν, συντηρούν και λειτουργούν, και περισσότερο από τις πολυάριθμες συγκεντρώσεις που οργανώνουν σ’αυτές για να γιορτάσουν με περισσή ευλάβεια τα Χριστούγεννα και το Πάσχα αλλά και για να παραστούν σε βαφτίσια, γάμους και κηδείες. Οι συγκεντρώσεις αυτές ανανεώνουν και ενισχύουν τους προσωπικούς, φιλικούς και συγγενικούς δεσμούς και ενισχύουν την ψυχική δύναμη για συνέχιση της προσπάθειας επιβίωσης.
Σημαντικό ρόλο σ’αυτό τον αγώνα επιβίωσης της εθνικής κοινότητας διαδραμάτισε, τέλος, και η διατήρηση ισχυρού του θεσμού της οικογένειας, της ελληνοκυπριακής οικογένειας που όχι μόνο νοιάζεται σοβαρά για την ευημερία, την υγεία και τη μόρφωση των παιδιών της αλλά και τα θεωρεί ως το μεγαλύτερο αγαθό. Όσοι γνώρισαν καλά την αγγλική οικογένεια, ξέρουν ότι η στάση της έναντι των παιδιών της είναι πολύ διαφορετική. Αυτό δείχνει πως οι ελληνοκύπριοι μετανάστες δανείστηκαν πολλά από τους Άγγλους, αρνήθηκαν όμως να τους μιμηθούν στο θέμα του τρόπου μέριμνας για τα παιδιά τους.
Οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι εδώ στην Κύπρο ξέρουν τους ελληνοκύπριους της Αγγλίας κυρίως ως τακτικούς τουρίστες και ως αποδήμους που συμμετέχουν κάθε χρόνο στο καθιερωμένο Συνέδριο Αποδήμων. Παρόλο που ο αριθμός των ελληνοκυπρίων φοιτητών στα βρετανικά πανεπιστήμια αυξήθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια και οι γονείς τους ταξιδεύουν συχνά στη Μεγάλη Βρετανία για να τους δουν, πολύ λίγοι έχουν συνειδητοποιήσει τη μεγάλη σημασία για την Κύπρο του κεφαλαίου που λέγεται Ελληνοκύπριοι της Μεγάλης Βρετανίας, κεφαλαίου πολιτικού, οικονομικού, πολιτισμικού αλλά και πολυπολιτισμικού. Εκτός όλων των άλλων, αποτελούν υπόδειγμα πολιτών που κινούνται άνετα μέσα στην πολυπολιτισμική κοινωνία, αλλά παραμένουν πιστοί στη θρησκευτική και εθνική τους παράδοση.
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου