Το Κυπριακό μετά την πενταμερή στη Γενεύη


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Το βασανιστικό ερώτημα που απασχολεί τη σκέψη όλων μας μετά την αποτυχία των δεκαεννιάμηνων ενδοκυπριακών συνομιλιών στην Κύπρο, στο Μοντ Πελεράν και στη Γενεύη να καταλήξουν σε μια συμφωνία (σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, υπάρχουν ακόμα πενήντα, τα εικοσιπέντε μείζονα, σημεία διαφωνίας) αφορά ασφαλώς στο τι μπορεί να γίνει από εδώ και μπρος. Το ερώτημα είναι πολύ δύσκολο, γιατί με την αποτυχία των συνομιλιών κατέρρευσαν και οι  δυο   ελπιδοφόρες βάσεις πάνω στις οποίες αυτές στηρίχτηκαν. Συγκεκριμένα, κατέρρευσαν τόσο  το επιχείρημα ότι  οι συνομιλίες, επειδή  θα ήταν κυπριακής ιδιοκτησίας και όχι θεωρητική πολιτική άσκηση επί χάρτου ξένων πολιτικών και τεχνοκρατών, όπως ήταν οι συνομιλίες που οδήγησαν στο σχέδιο Ανάν, θα είχαν περισσότερες ελπίδες επιτυχίας, όσο και οι διαβεβαιώσεις που δίνονταν πολύ συχνά από τους συνομιλητές για την τελική επιδίωξη των συνομιλιών, ότι δηλαδή απέβλεπαν σε μια λύση που θα λάμβανε υπόψη τους φόβους και τις ανησυχίες και των δυο κοινοτήτων και θα στηρίζονταν στην αρχή win –win και, επομένως, δεν θα αναδείκνυαν νικητές και ηττημένους.

 Το γεγονός ότι και οι δυο πλευρές μετά την πενταμερή της Γενεύης μιλούν για απαράδεκτους χάρτες και για  αβυσσαλέο χάσμα στα θέματα της ασφάλειας και των εγγυήσεων αποδεικνύει ότι η παραδοχή/ελπίδα πάνω στην οποία στηρίχτηκαν οι συνομιλίες, ότι  δηλαδή με καλή θέληση και από τις δυο πλευρές μπορούσε να υπάρξει ένας τέτοιος συνδυασμός αμοιβαίων παραχωρήσεων και κερδών που, αν όχι να ικανοποιεί, τουλάχιστο να μπορεί να γίνει αποδεκτός και από τις δυο πλευρές, δεν ήταν καθόλου ρεαλιστική, τουλάχιστο στο παρόν στάδιο. Το αποτέλεσμα έδειξε  ότι οι δυο πλευρές συνεχίζουν να κινούνται πάνω σε διαφορετικό επίπεδο και επομένως δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ, ο Ακιντζί μιλά για ρεαλισμό και πραγματικότητες, δηλαδή  ως κατακτητής που θέλει να δρέψει τους καρπούς της εισβολής και ο κατοχής,  και ο ΠτΔ μιλά για διεθνείς αρχές δικαίου, δηλαδή ως το αδύνατο θύμα κατάκτησης που δεν έχει την ισχύ των όπλων να διεκδικήσει τα χαμένα.

Είναι φανερό ότι ενόψει των εξελίξεων αυτών  πρέπει να  εξετάσουμε λογικά και ψύχραιμα ποιες είναι οι επιλογές μας.. Κανονικά, τα πράγματα από εδώ και πέρα θα είναι πολύ πιο δύσκολα. Οι λόγοι είναι πολλοί. Πρώτα πρώτα, μετά τη γνωστοποίηση και των λεπτομερειών των θέσεων των δυο πλευρών, αναμένεται ότι αυτές θα  «τσιμεντώθούν» σε βαθμό που να είναι  αφάνταστα δύσκολη  από εδώ και πέρα κάθε μετακίνηση προς τις θέσεις του αντιπάλου, αφού κάτι τέτοιο θα επισύρει την κατακραυγή όχι μόνο της αντιπολίτευσης αλλά και ολόκληρης της οικείας κοινότητας. Αυτό στην πράξη  σημαίνει ότι μπαίνουμε αναγκαστικά και  οριστικά στο στάδιο του ανοικτού πάρε δώσε στην πιο κυνική μορφή του, αφού προφανώς στις συζητήσεις δεν θα  έχουν καμιά θέση θέματα ηθικής και αρχών. Θα είναι απλό θέμα παζαρέματος. Μόνο αν πάρει αντάλλαγμα μια ίσης αξίας παραχώρηση η κάθε πλευρά θα  τολμήσει να κάνει μια  μετακίνηση σε κάποιο σημείο από τις σημερινές  θέσεις της. Επομένως θα είναι ευτυχής η πλευρά η οποία έχει κάτι να δώσει για να πάρει κάτι άλλο που θέλει περισσότερο.   

 Μια δεύτερη μεγάλη δυσκολία θα είναι το διεθνές κλίμα της εποχής, ένα κλίμα αβεβαιότητας και γενικής αναστάτωσης στη διεθνή κατάσταση πραγμάτων μετά τη σύγχυση και τους φόβους που προκάλεσαν διάφορες δηλώσεις του νέου αμερικανού Προέδρου Ντόναλτ Τραμπ για παρωχημένο ΝΑΤΟ, για αντίθεση στο ελεύθερο εμπόριο και για υποβάθμιση  των αρχών δικαίου που διείπαν μέχρι σήμερα τις σχέσεις μεταξύ των δημοκρατικών χωρών. Δεν είναι πλέον, νομίζω,  υπερβολικός φόβος να πούμε ότι η ανθρωπότητα κινείται για πρώτη φορά από το 1948  προς την κατεύθυνση υποβάθμισης αντί ενίσχυσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 Η μεγαλύτερη  ωστόσο δυσκολία για οποιαδήποτε πρόοδο θα είναι η μεγαλομανία και οι επεκτατικές βλέψεις του Προέδρου της Τουρκίας  Ρετζίπ Ερτογάν. Για όσους παρακολουθούν από κοντά τις ενέργειες του Τούρκου Προέδρου είναι φανερό ότι κινείται πολύ μεθοδικά για την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πολύ ενδεικτικές για τα βήματα που κάνει προς την κατεύθυνση αυτή είναι οι ενέργειές του να καταργήσει την Εικονογραφία που δημιούργησε ο Κεμάλ Ατατούρκ στις αρχές του 20ού αιώνα, τα σύμβολα δηλαδή που εισήγαγε  για να εμπεδώσει στη συνείδηση των πολιτών την Τουρκική Δημοκρατία ως ένα κοσμικό κράτος. Ο Ερτογάν προσπαθεί να επαναφέρει  την  Εικονογραφία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τέτοια σύμβολα είναι η έμφαση στις θρησκευτικές τελετές, η επαναφορά και αναβάθμιση των  θρησκευτικών  σχολείων, η επιβολή της μουσουλμανικής μαντήλας, η συγκέντρωση μεγάλης δύναμης στα χέρια του και η ανέγερση μεγάλου παλατιού που να θυμίζουν τη δύναμη και τη μεγαλοπρέπεια του σουλτάνου, και οι συχνές αναφορές του στα παλιά σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πιο πρόσφατη δήλωσή του είναι ότι «δεν νοείται Τουρκία χωρίς αναφορά στον Καύκασο, τα Βαλκάνια και την Κύπρο». Σχετικές είναι επίσης οι  δηλώσεις αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάννης.

Είναι φανερό ότι στο νέο στάδιο που μπαίνει η ελληνοκυπριακή κοινότητα χρειάζεται πολλή σοβαρότητα και μεγάλη σύνεση. Παράλληλα, θα πρέπει, πιστεύω, να καταβληθεί προσπάθεια  από την πλευρά μας  να επιτύχει  στο προσεχές μέλλον ακόμα ένα ή περισσότερα πλεονεκτήματα έναντι της άλλης πλευράς, για παράδειγμα ενίσχυση της οικονομικής της δύναμης, που να προστεθούν στα δυο που μας έδωσαν τη δυνατότητα να κάνουμε ουσιαστικές συνομιλίες  με τον κατακτητή. Μέχρι το 2004 που η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε πλήρες μέλος της  ΕΕ και το 2012 που επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ  οι ενδοκοινοτικές  συνομιλίες ήταν απλώς εικονικές, γιατί η Τουρκία ένιωθε ότι δεν είχαμε τίποτε ουσιαστικό να δώσουμε. Μόνο τα τελευταία λίγα χρόνια  αναγκάστηκε να μας πάρει στα σοβαρά και να δεχτεί  ουσιαστικές συνομιλίες.

Πρώην αναπλ. καθηγητής, Πανεπιστήμιο Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










182