ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*
Αν και η λέξη «καλομαθημένος» δεν αποτελεί ορολογία στα εγχειρίδια ψυχολογίας, καθημερινά τη χρησιμοποιούμε ως γονείς, εκπαιδευτικοί, ψυχολόγοι, για να περιγράψουμε μια ομάδα συμπεριφορών ενός παιδιού. Έτσι, εάν ρωτούσαμε ένα γονιό ποιες συμπεριφορές παρατηρεί και χαρακτηρίζει το παιδί του ως «καλομαθημένο», πιθανόν να ανέφερε πως το παιδί καθημερινά εμφανίζει μια έντονη ανάγκη ανεξαρτησίας, θέλει να δουλεύει μόνο και δυσκολεύεται να συνεργαστεί με άλλα άτομα, έχει πείσμα και δεν επηρεάζεται από τα λόγια των άλλων, αρνείται να κάνει κάτι που δεν θέλει (όπως τη μελέτη στο σπίτι ή την τακτοποίηση των παιχνιδιών του). Πως θέλει επίσης, να λαμβάνει μόνο του τις αποφάσεις για την οικογένεια και τους φίλους του, αντιμιλά, αντιδρά έντονα και αρνητικά, και η καθημερινή του συμπεριφορά είναι εκτός ορίων και κανόνων.
Πολλοί από εμάς, παρατηρώντας μια τέτοια συμπεριφορά, προβληματιζόμαστε σχετικά με τα αίτια εμφάνισης της, και συγκεκριμένα εάν τα παιδιά γεννιούνται «καλομαθημένα», ή εξελίσσουν αυτές τις συμπεριφορές στην πορεία της ανάπτυξης τους. Οι προσεγγίσεις σχετικά με τα αίτια ανάπτυξης των ανθρώπινων συμπεριφορών, ποικίλουν. Από τη μία υποστηρίζεται ότι τα παιδιά φέρουν κάποια χαρακτηριστικά με τη γέννηση τους που επηρεάζουν τις μετέπειτα συμπεριφορές τους, έτσι, μερικά παιδιά γεννιούνται με πιο έντονες ιδιοσυγκρασίες και είναι πιο πιθανόν να δυσκολεύονται στην ακολουθία κανόνων. Ενώ η «αντίθετη» προσέγγιση δεν απορρίπτει το πιο πάνω, προσθέτει πως τα παιδιά επηρεάζονται σημαντικά από το περιβάλλον τους, και συγκεκριμένα από τη συμπεριφορά και τη στάση των γονιών τους, συμπεράνοντας πως οι γονικές πρακτικές επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους (Nelsen, 2018).
Γνωρίζοντας ότι η στάση των γονέων έχει καθοριστικό ρόλο, φαίνεται πως συχνά και χωρίς να το επιδιώκουν οι γονείς, ενισχύουν αρνητικές συμπεριφορές των παιδιών τους. Για παράδειγμα, κάθε φορά που το παιδί κλαίει και με ένταση ζητά ένα παιχνίδι που βλέπει σε ένα κατάστημα, και ο γονιός το αγοράζει υποκύπτοντας στο κλάμα του, εκείνη τη στιγμή του μεταφέρει το μήνυμα ότι με κλάματα και φωνές μπορεί να αποκτήσει αυτό που θέλει και χωρίς να καταβάλει καμία προσπάθεια κερδίζει κάποιο δώρο. Σαφώς, δεν είναι «κακό» να κάνουμε απροειδοποίητα δώρα στα παιδιά μας, αλλά όταν τα δώρα είναι συστηματικά, δεν απαιτούν την προσπάθειά τους, και τα παιδιά τα κερδίζουν με ανεπιθύμητες συμπεριφορές, τότε ξεκινούμε να γινόμαστε συνένοχοι στην ανάπτυξη και εγκαθίδρυση αυτών των συμπεριφορών τους.
Βασικό ρόλο φαίνεται να έχει και η προσοχή που δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους. Η προσοχή είναι το «Άλφα» και το «Ωμέγα» στην ανάπτυξη των παιδιών, φτάνει να δίνεται σωστά. Κάθε φορά που δίνουμε προσοχή και σημασία στο παιδί μας όταν μας διακόπτει σε μια συζήτηση, χωρίς να περιμένει τη σειρά του για να μιλήσει, του δίνουμε το μήνυμα πως είναι εντάξει να διακόπτει, πως η δική του ανάγκη για να πει κάτι είναι περισσότερο σημαντική από οτιδήποτε άλλο εκείνη τη στιγμή, και πως όταν διακόπτει μπορεί να κερδίσει τη σημασία των γύρω του (Willingham & Haelle, 2016).
Επίσης, τις στιγμές που συστηματικά επιτρέπουμε στο παιδί μας - επειδή μας παρακαλεί επίμονα - να παρακολουθήσει περισσότερη τηλεόραση, ή να αργήσει να πάει για ύπνο, ή να μην τηρήσει κάποιον «κανόνα» του σπιτιού, του δίνουμε το μήνυμα πως είναι εντάξει να μην τηρεί τους κανόνες, πως ο ίδιος αποτελεί ειδική περίπτωση και δικαιούται να κάνει αυτό που θέλει. Κάτι παρόμοιο μπορεί να συμβεί και όταν δεν έχουμε ξεκάθαρους κανόνες και όρια στο σπίτι, με αποτέλεσμα τα παιδιά μας να μαθαίνουν να λειτουργούν χωρίς κανόνες και όρια (Forehand & Long, 2010).
Συνεπώς, τι μπορούν να κάνουν οι γονείς για να προλάβουν ή να αντιμετωπίσουν την εκδήλωση αυτών των συμπεριφορών;
*Σχολική Ψυχολόγος
Κέντρο Κλινικής Ψυχολογίας και Μελετών Ψυχικής Υγείας
Διδακτορική Φοιτήτρια Κλινικής Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου