Το Πάσχα του γέρο – Αναστάση


ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΙΚΕΛΛΙΔΗ*

    Οι καμπάνες καλούσαν τους χριστιανούς στη λυόμενη εκκλησιά της Αγίας Μαρίνας στο συνοικισμό. Εφτά χρόνια τώρα οι πρόσφυγες του συνοικισμού συρρέουν σ’ αυτή την πρόχειρα φτιαγμένη εκκλησία και εκεί εναποθέτουν τις προσευχές και τις ελπίδες τους για επιστροφή, για διακρίβωση της τύχης των αγαπημένων τους προσώπων που χάθηκαν μέσα στη δίνη του πολέμου – άλλοι πολεμώντας υπερασπιζόμενοι την πατρίδα και άλλοι απλώς γιατί έτυχε να αιχμαλωτιστούν στα χωριά τους που καταλήφθηκαν από τους εισβολείς. Εκεί έκαναν τα μνημόσυνα των αγαπημένων τους ανθρώπων που τώρα πια ούτε ένα καντήλι δεν μπορούν να τους ανάψουν στον τάφο τους.

            Παρασκευή ήτανε. Η πέμπτη των Χαιρετισμών. Σε μια βδομάδα θα ‘ταν το Σάββατο του Λαζάρου, θ’ ακολουθούσε η Κυριακή των Βαϊων και μετά η Μεγάλη Εβδομάδα. Η Εβδομάδα των Παθών. Πόσο διαφορετικές ήταν οι μέρες αυτές στο χωριό του! Εκεί στον κάμπο της Μεσαριάς μετά από τον κάματο της μέρας στην απαιτητική γη του χωριού του σαν άκουγαν τον ήχο της καμπάνας άφηναν ότι έκαναν και δεν έκαναν και μαζεύονταν ένας ένας στην εκκλησία. Και τι ωραίο το συναίσθημα σαν έβλεπες εκεί μέσα όλα τα οικεία πρόσωπα της ζωής σου: σύζυγο, παιδιά, εγγόνια, γειτόνους, κουμπάρους, παιδικούς φίλους και συμμαθητές… όλα πρόσωπα γνωστά και αγαπημένα. Και τι ωραία ηχούσε στ’ αυτιά σαν άκουες  τους φίλους σου τους ψαλτάδες και τον ταπεινό παπά του χωριού σου να απευθύνουν στην Πλατυτέρα των ουρανών τα «χαίρε» των ευχαριστιών ενός ολόκληρου λαού.

Έβδομος χρόνος στην προσφυγιά. Έβδομος χρόνος που θα σύρει τα βήματά του σε μια εκκλησία μακριά από το αγαπημένο του χωριό. Θυμάται τις πρώτες λειτουργίες στα αντίσκηνα στον πρώτο πρόχειρο καταυλισμό που τους υποδέχτηκε. Το πρώτο του Πάσχα τον Απρίλη του 1975 σε μια εκκλησία- αντίσκηνο με τον αγέρα απ’ έξω να λυσσομανά και την βροχή να μπαίνει από παντού. Εκείνος ο «Καλός Λόγος» του 1975 είχε μια  θλίψη, μια πικρία, αλλά κάπου στο βάθος του ανάβλυζε μια αισιοδοξία, άφηνε μια πίστη να  αιωρείται στις καρδιές των πιστών.     

Κι ύστερα πήραν την απόφαση να στεγάσουν τις προσευχές τους σε ένα λυόμενο. Και προέκυψε η μικρή αυτή εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, με τις λίγες εικόνες, το πρόχειρο εικονοστάσι, τα μανουάλια, τα στασίδια που άλλα τα δώρισαν πιστοί, άλλα τα έφτιαξαν απλοί πρόσφυγες μαραγκοί. Φτώχια, λιτότητα, αλλά και πίστη πολλή. Από πού άλλωστε να καταπιάνονταν όλα εκείνοι οι κατατρεγμένοι και πονεμένοι και προδομένοι;

Και να που έφτασε το έβδομο Πάσχα μακριά από την αγαπημένη γενέτειρα. Κι οι καμπάνες του συνοικισμού καλούσαν και πάλι τους πιστούς. Άφησε το καφενείο που καθημερινά έσμιγε με άλλους πρόσφυγες από όλη την κατεχόμενη γη, πήρε το μπαστούνι του που έγινε ο μόνιμος συνοδός του τα τελευταία χρόνια μετά την προσφυγιά και κίνησε για τους τελευταίους χαιρετισμούς στην Αγία Μητέρα. Σιγοψιθύριζε την «Υπερμάχω Στρατηγώ»  και γονυπετής έψελνε «Την ωραιότητά Σου» και δάκρυα κυλούσαν στο αυλακωμένο του πρόσωπο, καθώς τέτοιες κατανυκτικές στιγμές δεν ήταν εκεί στο συνοικισμό, αλλά μια αόρατη δύναμη τον έφερνε στο μόνιμα δικό του στασίδι στην πετρόκτιστη εκκλησία του χωριού του. Και κάτι τέτοιες στιγμές ένιωθε δυνατό το αίσθημα της αισιοδοξίας, πως ότι ζούσε ήταν ένα όνειρο, ένας εφιάλτης που σε λίγο θα λάβαινε τέλος καθώς θα ξυπνούσε μιαν αυγή και δεν θα ‘βλεπε το χαμηλοτάβανο δωμάτιο του συνοικισμού που τον φιλοξενούσε, αλλά θα ήταν στο πλινθαρένιο αρχοντικό του – έτσι φάνταζε στα μάτια και στην ψυχή του το ταπεινό του σπίτι που εκεί ανάστησε μια πολυμελή οικογένεια – και αφού έπαιρνε το σακίδιό του και το γέμιζε με το χαλούμι του, τις ελιές, το ζυμωμένο του ψωμί και τις ντομάτες και τα αγγουράκια του θα κινούσε κατά τον στάβλο, να φορτώσει το γαϊδούρι του, να φορτωθεί κι ο ίδιος σ’ αυτό και θα κινούσε για τα χωράφια του.  Μόνο εκεί στην εκκλησία ένιωθε τόσο έντονα το αίσθημα της αισιοδοξίας για επιστροφή και αποκατάσταση της ζωής – της δικής του και όλων των συμπατριωτών του. Μόνο μέσα από την προσευχή και την κατάνυξη των ψαλμωδιών ενστάλαζε στην ψυχή του το αίσθημα της ελπίδας.

            Σαράντα τρία χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι, που έριξε τόσο μαύρο στη ζωή του μαρτυρικού νησιού, ένα εικοσάχρονο παλικάρι περνούσε από το κοιμητήριο ανατολικά της πόλης. «Εδώ είναι θαμμένος ο προπάππος  μου, ο παππούς του πατέρα μου», είπε στους φίλους του που συνταξίδευαν μαζί στο αυτοκίνητο. «Πέθανε λίγο μετά το 1980, δεν θυμάμαι ακριβώς πότε, ήμουν αγέννητος εγώ, και τον έθαψαν εδώ. Πήγε κι αυτός με τον πόθο να πάει πίσω στο χωριό του, έτσι λέει ο πατέρας».

            Ο γερο-Αναστάσης της Μεσαριάς. Ο αγέρωχος εκείνος Μεσαορίτης γεωργός έφυγε με το όνειρο, με την ελπίδα, με τον στεναγμό της χαμένης πατρίδας. Σαράντα τέσσερα Πάσχα πέρασαν στην προσφυγιά. Η φλόγα της επιστροφής σιγοκαίει σε χιλιάδες στήθια. Κι όλοι, κάθε Πάσχα, μαζί με τις ευχές για «Χριστός Ανέστη» περιμένουν την άγια εκείνη μέρα που θα πουν και «Κύπρος Ανέστη». Τη μέρα που οι ψυχές του γερο-Αναστάση κι όλων των αλύτρωτων που έφυγαν με το μαράζι και τον πόθο να γιορτάσουν Ανάσταση στον τόπο τους θα δροσιστούν και θα λυτρωθούν.         

*Εκπαιδευτικός

Από το βιβλίο του «Κάποτε το Πάσχα»




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










155