ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΤΑΣΟΥ*
Είναι γενικά αποδεκτό πως η Δημόσια εκπαίδευση πάσχει, αφού δεν παράγει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Όλοι αναγνωρίζουν ότι μεγάλη μερίδα μαθητών δε μαθαίνουν, δεν αποκτούν δεξιότητες κατανόησης, ανάλυσης και σύνθεσης κειμένου, δεν αναπτύσσουν κριτική σκέψη και δεν αποκτούν εκείνες τις δεξιότητες που χαρακτηρίζουν έναν ενεργό και δημιουργικό πολίτη. Αυτή η διαπίστωση ενισχύεται και στατιστικά με τα κατά καιρούς αποτελέσματα διαγωνισμών και εξετάσεων, τα οποία χρησιμοποιεί η εκάστοτε κυβέρνηση για να δικαιολογήσει και να προωθήσει σειρά μεταρρυθμίσεων που χαϊδεύουν τα αυτιά των ψηφοφόρων χωρίς να επιλύουν το πρόβλημα.
Για την επίλυση ενός προβλήματος χρειάζεται πρώτα η αναγνώριση του, ο προσδιορισμός των παραμέτρων του, η παράθεση λύσεων και η επιλογή αυτής που το προσεγγίζει καλύτερα (Dewey). Για τη Δημόσια εκπαίδευση το πρόβλημα αναγνωρίζεται από όλους. Αυτό που δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια είναι οι αιτίες που το προκαλούν, με αποτέλεσμα, οι κατά καιρούς αρμόδιοι να καταφεύγουν σε σπασμωδικέςαλλαγές χωρίς αποτέλεσμα. Θεωρώ πως η παθογόνος αιτία που προκαλεί την «ασθένεια» της Δημόσιας εκπαίδευσης (ιδιαίτερα στο Λύκειο) είναι το γεγονός πως δεν ανταποκρίνεται πλέον στην αποστολή της, την παροχή Γενικής Παιδείας. Το Λύκειο έχει μετατραπεί σε προθάλαμο του πανεπιστημίου με τα αναλυτικά προγράμματα να είναι δομημένα με αυτή τη λογική, γεγονός που δημιουργείμια σειρά σοβαρών στρεβλώσεων, μερικές από τις οποίες καταγράφονται στη συνέχεια:
(α) Αύξησηκαι εμβάθυνση της ύλης σε σημείο που δυσκολεύει ακόμη και τους διδάσκοντες.
(β) Περιορισμός δημιουργικών δραστηριοτήτων για οικονομία χρόνου.
(γ) Ένα μεγάλο ποσοστό μαθητών (20-30%), δεν μπορούν να ανταποκριθούν επαρκώς σε αυτό το επίπεδο.
(δ) Οι καθηγητές κυνηγούν συνεχώς την ύλη και αναγκάζονται να δανείζονται ώρες από μη εξεταζόμενα μαθήματα για να την καλύψουν (αν και σε ποιο βαθμό την καλύψουν).
(ε) Οι μαθητές καταφεύγουν σε φροντιστήρια για να βοηθηθούν, άλλοι για να πετύχουν στις εξετάσεις πρόσβασης και άλλοι για να αποφύγουν τη στασιμότητα.
(ζ) Η κατάσταση αυτή δημιουργεί άγχος και αποστροφή για το σχολείο.
Για να μπορέσει η εκπαίδευση να ανταποκριθεί στην αποστολή της επιβάλλεται το Λύκειο να απεμπλακεί από την προετοιμασία για τις εξετάσεις πρόσβασης στο πανεπιστήμιο. Ως εκ τούτου, και ως πρώτο βήμα, η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για διαχωρισμό των εξετάσεων απόλυσης από αυτές της πρόσβασης κρίνεται ως πολύ θετική. Στη συνέχεια, θα πρέπει να βρεθεί ο τρόπος (υπάρχουν εισηγήσεις) να καταργηθούν εντελώς οι εξετάσεις πρόσβασης. Με αυτό ως δεδομένο και τη σημαντική μείωση της ύλης (πέραν του 30%) οι εκπαιδευτικοί θα απελευθερωθούν και θα ανταποκριθούν επαρκώς, ώστε να φτάσουμε στα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Αντί το Υπουργείο Παιδείας να πάρει μια ξεκάθαρη θέση επί του θέματος, παραπλανεί και παραπλανείταιμε την εμπλοκή πολλών άλλων παραμέτρων, βάζοντας γονείς και εκπαιδευτικούς στη διαδικασία να υποβάλλουν προτάσεις για μια κοινή εξέταση απόλυσης και πρόσβασης με τη δικαιολογία ότι οι μαθητές παρακάθονται σε πολλές εξετάσεις. Η ψυχοφθόρα διαδικασία της εξέτασης για πρόσβαση, που καταρρακώνει την ψυχολογία των μαθητών μας, δεν προβληματίζει αλλά προβληματίζει η ξεχωριστή εξέταση. Δεν προβληματίζουν:
α. Οι εξωτερικές εξετάσεις που κάθονται οι μαθητές;
Β. Το γεγονός πως η πρόσβαση ενός μαθητή κρίνεται μόνο από μια εξέταση. Αν για κάποιο ανθρώπινο λόγο ένας μαθητής χάσει την εξέταση χάνει και την ευκαιρία πρόσβασης;
γ. Πως απαγορεύεται αυστηρά κάποιος υποψήφιος να πανικοβληθεί, να βρεθεί σε άσχημη στιγμή, να κομπλάρει, να αδιαθετήσει τη μέρα και ώρα της εξέτασης;
δ. Πως κάποιοι μαθητές που βρίσκονται στο εξωτερικό ή στο νοσοκομείο πρέπει να παρακαθίσουν επιτόπου την εξέταση με ότι αυτό συνεπάγεται;
Ας επικεντρωθούμε, έστω για μια φορά, στο πρόβλημα και τις αιτίες που το προκαλούν και να εφαρμόσουμε λύσεις που να το κτυπούν στη ρίζα του, μακριά από συμφέροντα και μικροπολιτικές.
*Διευθυντής Λυκείου