ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
«Με ποιο δικαίωμα να έρθει να μου «κλέψει» τη θέση κάποιος που μόλις τώρα τελείωσε»; Στον πιο πάνω τίτλο ενός άρθρου μιας δασκάλας που δημοσιεύτηκε τις τελευταίες μέρες στον ηλεκτρονικό τύπο για το θέμα αυτό, καθώς και στη θέση του Προέδρου της ΟΕΛΜΕΚ Θέμη Πολυβίου ότι θέλει να δοθεί δικαιοσύνη, βρίσκεται, πιστεύω, ο πυρήνας του προβλήματος του διορισμού των εκπαιδευτικών που κυριαρχεί στις δημόσιες συζητήσεις τις τελευταίες τρεις βδομάδες. Ποια είναι η δικαιοσύνη σχετικά μ΄αυτό το θέμα; Ποιοι έχουν δικαιώματα και ποιων τα δικαιώματα «κλέβονται»;
Δυστυχώς, για λόγους τεχνικούς, πολιτικούς και επικοινωνιακούς, το πρόβλημα δεν συζητήθηκε ποτέ πάνω σ΄αυτή τη βάση. Για όσους ωστόσο θέλουν να δουν το θέμα στον πυρήνα του είναι φανερό ότι στη βάση του προβλήματος αυτού υπάρχει η σύγκρουση συμφερόντων δύο ομάδων, αυτών που είναι τώρα συμβασιούχοι, αντικαταστάτες ή έχουν μικρό αριθμό στον κατάλογο διορισμών και έχουν ελπίδα να διοριστούν κάποια μέρα, και αυτών που έχουν μεγάλο αριθμό και των εκατοντάδων άλλων που τελειώνουν και θα τελειώνουν κάθε χρόνο από τα παιδαγωγικά τμήματα και τις καθηγητικές πανεπιστημιακές σχολές της Κύπρου και της Ελλάδας και θα σπεύδουν να εγγράφονται στον κατάλογο χωρίς όμως καμιά ελπίδα διορισμού. Των πρώτων τα συμφέροντα υπερασπίζονται σθεναρά οι εκπαιδευτικές οργανώσεις. Οι δεύτεροι όμως δεν έχουν καμιά εκπροσώπηση, επειδή δεν είναι οργανωμένοι. Η μοίρα των τελευταίων χειροτερεύει ,επειδή για επικοινωνιακούς λόγους το Υπουργείο Παιδείας δεν θέλει να δει το πρόβλημα ως πρόβλημα σύγκρουσης συμφερόντων. Γι΄ αυτό το προωθεί ως θέμα εκσυγχρονισμού των θεσμών και τρόπου βελτίωσης των μαθησιακών αποτελεσμάτων, η οποία θα προέλθει με την εισαγωγή εξετάσεων για επιλογή των καλύτερων υποψηφίων για διορισμό.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό, αφού το έχουμε δει τέσσερις φορές τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια. Τις προτάσεις του Υπουργείου ακολουθεί θύελλα διαμαρτυριών με πολλή ειρωνεία για τον «εκσυγχρονισμό», παράθεση πλήθους επιχειρημάτων εναντίον των εξετάσεων και εκτόξευση κατηγοριών εναντίον του Υπουργείου ότι δεν έλαβε μέτρα έγκαιρης αντιμετώπισης του προβλήματος ,όπως επιβολή μείωσης τόσο του αριθμού των παιδαγωγικών τμημάτων των πανεπιστημίων όσο και του αριθμού των εγγραφομένων σ΄αυτά φοιτητών. Με τον τρόπο αυτό ματαιώνεται κάθε προσπάθεια λύσης του προβλήματος, με αποτέλεσμα να περιπλέκεται διαρκώς και περισσότερο με τη δημιουργία παράπλευρων επιπλοκών, όπως της ανάγκης να λυθεί πρώτα το πρόβλημα των αντικαταστατών και των συμβασιούχων πριν γίνει δεκτή η εισαγωγή δεύτερου καταλόγου.
Πιστεύω πως είναι καιρός να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα στη βάση του χωρίς αμηχανίες και χωρίς αναστολές. Τόσο η πολιτεία όσο και η κοινωνία πρέπει να δώσουν μια απάντηση στο πρόβλημα των χιλιάδων αποφοίτων που με το παρόν σύστημα δεν έχουν ελπίδα να διοριστούν ποτέ. Έχουν αυτοί οι άνθρωποι, έστω και ένα μέρος τους, στον ήλιο μοίρα, έχουν δικαίωμα να ζήσουν ή όχι; Αν η πολιτεία και η κοινωνία απαντήσουν ότι δεν έχουν, τότε το πρόβλημα τελειώνει, θα συνεχίσει να ισχύει το παρόν σύστημα. Αν όμως απαντήσουν ότι έχουν δικαίωμα, τότε το κράτος έχει υποχρέωση να βρει εδώ και τώρα λύση στο πρόβλημα αναζητώντας σε διάλογο και με τις δυο πλευρές τις λογικές και δίκαιες τιμές των συντελεστών των γνωστών ήδη από καιρό παραμέτρων (ποσοστά που θα διορίζονται από καθένα από τους δυο καταλόγους κάθε χρόνο, χρονική διάρκεια για πλήρη μετάβαση από τον ένα κατάλογο στον άλλο και κριτήρια που θα ισχύουν σε κάθε κατάλογο).
Στη σκέψη μου δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως μια μέρα, αργά ή γρήγορα, θα επιτευχθεί συμφωνία για τη δημιουργία δυο καταλόγων. Όσο πιο γρήγορα γίνει αυτό, τόσο το καλύτερο για όλους. Αν, όταν είχε τεθεί για πρώτη φορά το θέμα πριν τριανταπέντε χρόνια, γινόταν συμφωνία για χρονική διάρκεια τριάντα χρονών για μετάβαση από τον ένα κατάλογο στον άλλο, το πρόβλημα θα είχε λυθεί μέχρι σήμερα και όλοι θα ήταν ευτυχισμένοι. Σήμερα, μετά από τριανταπέντε χρόνια είμαστε ακόμα στην αφετηρία.
*Διετέλεσε καθηγητής και διευθυντής σχολείων μέσης εκπαίδευσης, επιθεωρητής φιλολογικών μαθημάτων, διευθυντής του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου και αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου.