ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ Κ ΦΥΛΑΚΤΟΥ*
Το σύστημα διορισμού εκπαιδευτικών επανέρχεται και πάλι στην επικαιρότητα. Το θέμα αυτό ταλανίζει το εκπαιδευτικό μας σύστημα από πολύ παλιά και επειδή ο συντάκτης αυτού του άρθρου είχε άμεση ανάμειξη στις ανεπιτυχείς προσπάθειες για αλλαγές στον τρόπο στελέχωσης των σχολείων μας, από τις διάφορες θέσεις που υπηρέτησε τη δημόσια εκπαίδευση, έκρινε χρήσιμο να επανέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του.
Ως το 1972 οι καθηγητές της δημόσιας μέσης εκπαίδευσης διορίζονταν από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας από κατάλογο που συντασσόταν ύστερα από την προκήρυξη των θέσεων και την υποβολή των σχετικών αιτήσεων, με βασικό κριτήριο το χρόνο και την περίοδο λήψης του πτυχίου. Οι πρώτοι Κανονισμοί που ρύθμιζαν τους διορισμούς αυτούς ψηφίστηκαν από τη Βουλή το 1972 (Κ. Δ. Π. 205/72) και τροποποιήθηκαν με ελάχιστες αλλαγές δυο χρόνια υστερότερα (Κ. Δ. Π. 250/74). Βασικά κριτήρια για τον πρώτο διορισμό καθορίζονταν η ημερομηνία απόκτησης του πρώτου τίτλου σπουδών, η εκπαιδευτική προϋπηρεσία, τα μεταπτυχιακά προσόντα. Δέκα χρόνια μετά τη θέσπιση και την εφαρμογή των πρώτων κανονισμών, το 1982, Ειδική Επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας, με συμμετοχή των εκπαιδευτικών οργανώσεων άρχισε τη μελέτη για την αλλαγή των Κανονισμών εκείνων, οι οποίοι δημιουργούσαν πολλά και σοβαρά προβλήματα στην ίδια την εκπαίδευση (στέρηση της δυνατότητας να επιλεγούν οι καλύτεροι και πιο ενδιαφερόμενοι ως εκπαιδευτικοί, η μεγάλη ηλικία των ενδιαφερομένων να διοριστούν, ο μη αξιοκρατικός και μη δίκαιος τρόπος διορισμού, οι αρνητικές προδιαθέσεις για το επάγγελμα του εκπαιδευτικού, κ. ά.). Από τότε και ίσαμε σήμερα, δηλαδή σε ένα μακρότατο χρονικό διάστημα, που διάρκεσε περισσότερο από τρεις δεκαετίες, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες που καταβλήθηκαν από το Υπουργείο Παιδείας (υστερότερα και Πολιτισμού), δεν έγιναν οι επιβαλλόμενες από τις νέες συνθήκες αλλαγές. Η άρνηση των εκπαιδευτικών οργανώσεων, οι οποίες έβλεπαν με πολλές επιφυλάξεις και μεγάλη καχυποψία (φόβοι για ρουσφέτι), όλες τις προτάσεις που υποβάλλονταν κατά καιρούς (1991, 1994, 2002, 2006, 2007) οδηγούσε σε αποτυχία. Την ανάγκη για νέο σύστημα διορισμού επισήμαναν, εκτός από τους υπηρεσιακούς – ανάμεσά τους και ο συντάκτης αυτού του άρθρου ως γενικός επιθεωρητής, ως διευθυντής μέσης εκπαίδευσης και ως γενικός διευθυντής – οι εμπειρογνώμονες της Ουνέσκο (1997), που επισήμαναν πως το «σύστημα αυτό χρειάζεται επείγουσα και ριζική αναπροσαρμογή». Εφτά χρόνια υστερότερα, το 2004, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης, τόνιζε στην έκθεσή της (σ. 262) πως «το σύστημα διορισμού εκπαιδευτικών χρειάζεται επειγόντως αναθεώρηση».
Αν, πριν από δεκαέξι και περισσότερα χρόνια το πρόβλημα αυτό κρινόταν ότι έπρεπε να λυθεί άμεσα, σήμερα, στην ευρωπαϊκή Κύπρο, το θέμα αυτό θεωρείται κάτι περισσότερο από επείγον, γιατί:
α) Στην Ευρώπη, όπου ενταχθήκαμε πριν από εννιά χρόνια, όλοι και όλα μιλούν με τη γλώσσα της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Πώς αντιμετωπίζουμε εμείς την ευρωπαϊκή αυτή πρόκληση; Ένα από τα άμεσα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν είναι και ο εκσυγχρονισμός του συστήματος διορισμού.
β) Η προσπάθεια για βελτίωση της απόδοσης της Παιδείας περνά μέσα από την ποιότητα των εκπαιδευτικών. Χωρίς άριστο εκπαιδευτικό δυναμικό, δεν είναι δυνατό να βελτιωθεί η εκπαίδευσή μας, όσες άλλες αλλαγές ή μεταρρυθμίσεις και αν επιχειρηθούν. Επιβάλλεται η επιλογή των καλύτερων από τους υποψήφιους εκπαιδευτικούς.
γ) Το δημόσιο σχολείο πρέπει να γίνει πειστικό. Η δημόσια εκπαίδευση, που είναι υποχρέωση του κράτους προς τους πολίτες του, πρέπει να ενισχυθεί και ένα μέτρο ενίσχυσής της είναι η πρόσληψη των πιο κατάλληλων για να γίνουν εκπαιδευτικοί. Ο υφιστάμενος τρόπος διορισμού είναι εντελώς ακατάλληλος για το σκοπό αυτόν.
δ) Αυτό που ισχύει σε όλες τις άλλες υπηρεσίες του κράτους, είναι καιρός να εφαρμοστεί και στη δημόσια εκπαίδευση: να επιλέγονται οι καταλληλότεροι από τους υποψηφίους, με κριτήρια εντελώς αδιάβλητα, αξιοκρατικά και αντικειμενικά και με πλήρη διαφάνεια.
* Πρώην Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και πρώην Γενικός Διευθυντής Υπουργείου Παιδείας