Το «Νέο σύστημα πρόσληψης εκπαιδευτικών λειτουργών στα δημόσια σχολεία»


 ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΗ*  

Στο δεκασέλιδο έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ημερομηνίας 14 Οκτωβρίου 2013, με τον τίτλο «Νέο σύστημα πρόσληψης εκπαιδευτικών λειτουργών στα δημόσια σχολεία» εκτίθενται στην αρχή γενικές θεωρητικές αρχές για την ανάγκη βελτίωσης του τρόπου πρόσληψης των υποψήφιων εκπαιδευτικών και οι πλείστες των επόμενων σελίδων ασχολούνται με τα διαδικαστικά και τα χρονοδιαγράμματα εφαρμογής του προτεινόμενου νέου συστήματος.

Στον πίνακα των κριτηρίων κατάταξης των υποψηφίων σε σειρά προτεραιότητας προνοείται βαρύτητα 50 μονάδων (εκ των 100) – 55 μονάδων μετά το 2019 – για τη γραπτή εξέταση, μέχρι 25 μονάδων για πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα σχετικά ή άσχετα με το γνωστικό αντικείμενο που θα διδάσκει ο υποψήφιος (π.χ. υποψήφιος μαθηματικός, χημικός, φιλόλογος, καθηγητής της τέχνης κ.ά. που θα έχει «μάστερ» στη νομική ή στις πολιτικές επιστήμες θα πιστώνεται με 10 μονάδες και αν θα έχει διδακτορικό θα πιστώνεται με 15), μέχρι 10 μονάδων για εκπαιδευτική προϋπηρεσία, και μέχρι 5 μονάδων για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά.

Από τις δέκα σελίδες του εγγράφου μόνο μισή σελίδα αφιερώνεται στη γραπτή εξέταση – που αποτελεί το νέο στοιχείο και την καίρια διαφορά από το υπάρχον σύστημα – την οποία θα υφίστανται οι υποψήφιοι. Θα εξετάζονται η γνώση του υποψήφιου στο περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων των σχολείων (και σε τι ωφελεί να τα ξέρει εκ των προτέρων;), οι γενικές θεωρίες διδασκαλίας και η ειδική διδακτική μεθοδολογία κατά γνωστικό αντικείμενο.

Όλα αυτά βεβαίως σε θεωρητικό επίπεδο. Η κατοχή όμως από τον υποψήφιο εκπαιδευτικό των γνώσεων αυτών δεν διασφαλίζει ότι αυτός θα είναι επαρκής και ωφέλιμος στην εκπαίδευση των μαθητών, που αποτελεί, σύμφωνα με το «νέο σύστημα πρόσληψης» τον στόχο «οι ικανότεροι εκπαιδευτικοί να διδάσκουν τα παιδιά μας». Ο επαρκής και αποτελεσματικός εκπαιδευτικός δεν είναι εκείνος που ξέρει ποια είναι τα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων – που κάθε χρόνο σχεδόν τροποποιούνται – ή οι βασικές αρχές της γενικής και ειδικής διδακτικής. Αυτά δεν αποτελούν εχέγγυο καλού εκπαιδευτικού ούτε βέβαια και η επιστημονική κατάρτιση με πρώτο πτυχίο, μεταπτυχιακό ή και διδακτορικό. Είναι γνωστές πλείστες περιπτώσεις εκπαιδευτικών που είχαν αριστεύσει στα πανεπιστήμια αλλά απέτυχαν ως δάσκαλοι. Εξ άλλου οι γνώσεις που καλείται ο εκπαιδευτικός να βοηθήσει τα παιδιά να αποκτήσουν είναι μόλις μικρό κλάσμα των δικών του γνώσεων.

Ο εκπαιδευτικός καλείται, κατ’ εξοχήν, να δώσει αγωγή, να διαπλάσει τον μέλλοντα πολίτη. Και οι προς τούτο απαιτούμενες ιδιότητες προηγούνται και υπερέχουν των επιστημονικών γνώσεων. Ως εκ τούτου γεννιούνται, εν προκειμένω, τα ακόλουθα ερωτήματα:

α)     Με τί είδους εξέταση θα διαπιστωθεί η αγάπη του εκπαιδευτικού για το παιδί, που είναι η ύπατη του ιδιότητα, η ύπατη αρετή του δασκάλου, προϋπόθεση όλων των άλλων;

β)     Με ποιο τρόπο θα διαπιστωθεί η ευσυνειδησία του;

γ)     Με ποια εξέταση θα διαφανεί η ικανότητά του να δημιουργεί το απαραίτητο στην τάξη μαθησιακό κλίμα;

δ)     Πώς θα διαπιστωθεί η μεταδοτικότητά του;

ε)      Με ποια εξέταση θα βεβαιωθεί η αντικειμενικότητά του και η ίση αντιμετώπιση όλων των παιδιών;

ς)      Με ποιο τρόπο θα διαπιστωθεί το πνεύμα συνεργασίας του με τους συναδέλφους του και τη διεύθυνση του σχολείου;

ζ)      Πώς θα διαφανεί η προσήλωσή του στην εφαρμογή των σχολικών κανονισμών;

η)     Πώς θα διαφανεί η μετριοπάθειά του, η πραότητά του και η βεβαιότητα ότι δεν έχει αυταρχικό χαρακτήρα;

θ)     Με ποια εξέταση θα διαπιστωθεί ότι διαθέτει το πνεύμα προσφοράς πέρα από τις τυπικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τα «σχέδια υπηρεσίας» της θέσης του;

ι)      Με τι είδους εξέταση θα διαφανούν η ευστροφία του στον χειρισμό προβλημάτων στην τάξη και οι αντοχές του, η αυτοσυγκράτηση, η ψυχραιμία στην αντιμετώπιση κρίσιμων στιγμών εντάσεως είτε στην τάξη είτε στην ευρύτερη σχολική μονάδα;

Αν το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού μπορεί να οργανώνει εξετάσεις, με τις οποίες να διαπιστώνει όλα τα πιο πάνω, τότε με βεβαιότητα θα μπορεί να επιλέγει για τα σχολεία τους καλύτερους εκπαιδευτικούς. Καμμιά εξέταση, όμως, γραπτή ή προφορική, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να διαπιστώσει όλα αυτά, και άλλα ακόμα, που πρέπει να αποτελούν την προσωπικότητα του εκπαιδευτικού. Αυτά μπορούν να διαπιστωθούν μόνο «επί το έργον», εμπράκτως.

Κείται, από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο θεσμός του διετούς «επί δοκιμασία» διορισμού των εκπαιδευτικών. Ο ίδιος ο όρος δηλώνει ότι στην περίοδο αυτή δοκιμάζεται, στην πράξη, η καταλληλότητα του εκπαιδευτικού να προσφέρει επαρκώς στην παιδεία. Στα δυο αυτά χρόνια γίνονται, σύμφωνα με τον κανονισμό, τέσσερεις εκθέσεις αξιολόγησης – μια ανά εξάμηνο – του εκπαιδευτικού από τον οικείο επιθεωρητή, ο οποίος, λαμβάνοντας υπ’ όψη και τις κρίσεις του διευθυντή του σχολείου, αποφασίζει αν θα προτείνει τη μονιμοποίηση ή όχι του υπό δοκιμασίαν εκπαιδευτικού.

Η σαφής αυτή και αποτελεσματική πρόνοια των εκπαιδευτικών νόμων αδρανεί έκτοτε, μέσα στο πλαίσιο της τάσης να κρίνονται όλοι κατάλληλοι – όπως και στην ευρύτερη δημόσια υπηρεσία – με συνέπεια τα σχολεία να βαρύνονται από την παρουσία ανεπαρκών ή άλλως πως προβληματικών εκπαιδευτικών, για τους οποίους παλαιότερος υπουργός παιδείας δήλωνε με θλίψη ότι το Υπουργείο τους «δκιακλύζει» στα σχολεία με τρόπο που να μη χωλαίνουν υπερβολικά μερικά μόνο σχολεία.

Ας εφαρμόσει το Υπουργείο, επιμελώς, τον κείμενο αυτόν βασικό νόμο, και ας ξεχάσει την ατελέσφορη εξέταση που προτείνει. Το ίδιο πρέπει να κάμουν και οι άλλοι παράγοντες που πιστεύουν ότι με την εξέταση αυτή θα εξασφαλισθούν για τα παιδιά καλύτεροι δάσκαλοι.

*Φιλόλογος, Πρώην Λυκειάρχης του Παγκυπρίου Γυμνασίου  




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










135