ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Στις 2 Δεκ. 2015 δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο και στο Paideia-Νews ένα άρθρο μου για την Τεχνική Επιτροπή για την Εκπαίδευση, στο οποίο υποστήριξα πως ο διορισμός της έγινε βεβιασμένα και πρόωρα. Βεβιασμένα, γιατί αφορμήθηκε από ένα καθαρά αρνητικό γεγονός, την επίθεση μιας ομάδας ελληνοκυπρίων μαθητών εναντίον τουρκοκυπρίων, και, πρόωρα, γιατί έγινε πριν από τη λύση του Κυπριακού προβλήματος, και, επομένως, πριν αποκατασταθεί το αίσθημα ασφάλειας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης που είναι απαραίτητη προϋπόθεση ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ των μελών των δυο κοινοτήτων.
Η άποψή μου είναι πως το εγχείρημα θα είχε πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας, αν αφορμάτο από αναφορά σε θετικά γεγονότα, παραδείγματα δηλαδή συγκεκριμένων πράξεων και ενεργειών Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που δείχνουν έμπρακτη αλληλεγγύη και υποστήριξη μελών της μιας κοινότητας προς μέλη της άλλης. Ξέρω πως κυκλοφορούν δεκάδες τέτοιες αληθινές ιστορίες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν όχι μόνο για να πείσουν για τη δυνατότητα ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ των δυο κοινοτήτων, αλλά και για να συγκινήσουν και να προσδώσουν μια ουσιαστική δυναμική στην όλη προσπάθεια δημιουργίας θετικού κλίματος για λύση του κυπριακού. Στις 12 Ιαν. 2016, για παράδειγμα. δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο επιστολή του ελληνοκύπριου θωρακοχειρουργού Ανδρέα Δημητριάδη στην οποία κάνει ονομαστικά λόγο για δυο «καλούς Σαμαρείτες», όπως τους ονομάζει , έναν που στις 20 Ιουλίου 1974 «μετέφερε εν μέσω βομβαρδισμών τη νεαρή, ηλικίας 8 ετών, τουρκοκύπρια Ισμέτ στο Γενικό Νοσοκομείο της Λευκωσίας από το Νοσοκομείο της Ευρύχου [ ..]έξαιμο, χωρίς πίεση και σφυγμό» και έναν δεύτερο, φοιτητή της ιατρικής, που την ίδια μέρα «έδωσε αίμα» και τον βοήθησε στο χειρουργείο «σε ολονύχτια χειρουργική επέμβαση» για να σώσουν την Ισμέτ. Όλα αυτά τη μέρα της τουρκικής εισβολής.
Έρχομαι τώρα στη θέση μου για το πρόωρο του εγχειρήματος. Θα αναφέρω τρία παραδείγματα:
Το παράδειγμα των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που ζουν στη Μεγάλη Βρετανία, το παράδειγμα των σχέσεων μεταξύ των Ε/κ και Τ/κ μαθητών της Αγγλικής σχολής Λευκωσίας πριν από το 1960 σε αντιπαραβολή με το παράδειγμα των σχέσεών τους από το 1960 μέχρι σήμερα, και το παράδειγμα της αποκατάστασης των γαλλογερμανικών σχέσεων μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου.
Όλοι, νομίζω, ξέρουν τις αρμονικές σχέσεις των Ε/Κ και Τ/Κ της Μεγάλης Βρετανίας(όχι μόνο είναι φίλοι και έχουν φιλικές κοινωνικές σχέσεις αλλά πολλοί έχουν και κοινές επιχειρήσεις). Δεν νομίζω να υπάρχουν πολλοί που να υποστηρίζουν ότι οι καλές αυτές σχέσεις είναι αποτέλεσμα προσπάθειας που έκανε κάποια ειδική εκπαιδευτική επιτροπή που διορίστηκε για να καλλιεργήσει πνεύμα συνεργασίας και ειρηνικής συμβίωσης ή κάποιας αλλαγής στο DNA τους. Οφείλονται στο γεγονός ότι δεν έχουν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και γι αυτό δεν φοβούνται ούτε υποπτεύονται οι μεν τις προθέσεις των δε, αλλά και στο ότι εκεί που ζουν νιώθουν ασφάλεια, επειδή ξέρουν ότι οι σχέσεις τους βασίζονται σε μια πολιτική κατάσταση που θα παραμείνει η ίδια και δεν υπάρχει περίπτωση οι φιλικές αυτές σχέσεις τους να αποτελέσουν βάση που θα δώσει αύριο ή στο προσεχές ή απώτερο μέλλον κάποιο πλεονέκτημα στα μέλη της άλλης πλευράς.
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά στην οξεία αντίθεση ανάμεσα στις πολύ φιλικές σχέσεις που διατηρούν ακόμα και μέχρι σήμερα Ε/Κ και Τ/Κ μαθητές που αποφοίτησαν από την Αγγλική Σχολή Λευκωσίας πριν από το 1960 και στα πολύ συχνά κρούσματα αντιπαράθεσης μεταξύ Ε/κ και Τ/Κ μαθητών της ίδιας σχολής σήμερα, μέχρι σημείου να αναγκάζεται η διεύθυνση του σχολείου να οργανώνει ξεχωριστή γιορτή αποφοίτησης για τους αποφοίτους των δυο κοινοτήτων. Πού οφείλεται αυτή η μετάλλαξη; Ασφαλώς όχι στην έλλειψη ειδικής διαπαιδαγώγησης ούτε σε υπόθαλψη εχθρικών συναισθημάτων από εξωτερικούς παράγοντες, όπως υποστηρίζουν μερικοί. Οφείλεται στην έχθρα και στην καχυποψία που δημιούργησε και συντηρεί η συνέχιση των αποτελεσμάτων της τουρκικής εισβολής και στην ασυναίσθητη μεταφορά του μίσους από την ηγεσία στους αθώους πολίτες.
Το τρίτο παράδειγμα είναι από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την επιτευχθείσα γαλλογερμανική ειρήνη και φιλία που διατηρείται μέχρι σήμερα. Πολλοί μιλούν γι αυτή την ειρήνη και την φέρνουν ως παράδειγμα για υιοθέτησή της και στην Κύπρο. Ξεχνούν όμως ότι η ειρήνη αυτή επιτεύχθηκε μετά τη συναφθείσα συμφωνία για κατάπαυση του πολέμου, όχι πριν. Ξεχνούν επίσης μια σημαντική λεπτομέρεια, αυτή του αποφασιστικού ρόλου που διαδραμάτισε ο εθνικός ήρωας και αρχηγός του γαλλικού στρατού Στρατηγός Ντεγκώλ. Όχι μόνο επισκέφθηκε ο ίδιος τη Γερμανία αμέσως μετά τη συμφωνία, αλλά μιλώντας σε γερμανούς μαθητές και φοιτητές τούς κάλεσε να συνεχίσουν να είναι περήφανοι για τη χώρα τους. Δυστυχώς η γενναιοδωρία του Ερτογάν, του δικού μας αντιπάλου, είναι κάπως μικρότερη. Ζήτησε από τους Τ/Κ πολιτικούς που τον επισκέφθηκαν πρόσφατα στο προεδρικό του μέγαρο να μην υποχωρήσουν «ούτε ίντζα» και να αρνηθούν να επιστρέψουν τη Μόρφου «γιατί είναι πολύ εύφορη πεδιάδα».
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου