ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Στην παράσταση του θεατρικού έργου Ριχάρδος Β΄ του Σαίξπηρ που δόθηκε πριν μερικά χρόνια στο Λονδίνο σε σκηνοθεσία του Άγγλου σκηνοθέτη John Burton το έργο τέλειωνε με τον προβολέα να εστιάζει το φως του σ’ ένα κενό βασιλικό θρόνο. Ο βασιλιάς της Αγγλίας έχει πεθάνει στο έργο και ο θρόνος είναι άδειος. Ο σκοπός του σκηνοθέτη με την εστίαση του προβολέα στον κενό θρόνο είναι φανερός. Θέλει ,πρώτα, να υποβάλει έντονα στους θεατές τη διάκριση μεταξύ θεσμού και κατόχου, και, δεύτερο, να αντιπαραβάλει την αιωνιότητα του θεσμού με την προσωρινότητα του κατόχου του και να εξάρει έτσι τη σημασία της διαιώνισης και του απρόσωπου του θεσμού για την ομαλή λειτουργία της πολιτείας.
Το εύρημα αυτό του Άγγλου σκηνοθέτη μας βοηθά να κατανοήσουμε το ρόλο της παιδαγωγούσας κοινωνίας, στην περίπτωση αυτή του ρόλου του θεάτρου, σε μια πολιτισμένη και δημοκρατική χώρα στην πολιτική και ευρύτερη διαπαιδαγώγηση των πολιτών με την καλλιέργεια των σωστών αντιλήψεων και στάσεων Δεν χρησιμοποιείται ούτε φορτική ρητορεία ούτε συνθήματα ραδιοφωνικών παρεμβολών, όπως αυτών που συνθέτουν την «κοινωνική προσφορά του ΡΙΚ» στην Κύπρο, για παράδειγμα. Το μήνυμα δίνεται ανυποψίαστα και φυσιολογικά μέσα από την υψηλή ψυχαγωγία, και με τις δυο έννοιες της λέξης, που μπορεί να προσφέρει το καλό θέατρο.
Ο ρόλος της παιδαγωγούσας κοινωνίας είναι ιδιαίτερα σημαντικός στην Κύπρο σήμερα, θα έλεγα πολύ περισσότερο από ό,τι σε χώρες όπως η Αγγλία όπου υπάρχει μακρά παράδοση πολιτικής ζωής και όπου οι κάτοικοι, αντίθετα με εμάς που μέχρι πριν πενήντα χρόνια δεν ήμασταν πολίτες αλλά υπήκοοι ,είναι για τέσσερις περίπου αιώνες πολίτες με βαθιά πολιτική συν- είδηση. Αλλά και για έναν άλλο λόγο η παιδαγωγούσα κοινωνία είναι πιο σημαντική στην Κύπρο, λόγω της παρουσίας πολλών αντίξοων συνθηκών οι οποίες καθιστούν την πολιτική αγωγή πολύ πιο δύσκολη. Οι κυριότερες απ’ αυτές τις αντιξοότητες είναι το μικρό μέγεθος του πληθυσμού , η μεγάλη δυσκολία νομιμοποίησης των υποψηφίων για κατάληψη πολιτειακών θέσεων, και η ισχυρή αντιεξουσιαστική κουλτούρα που καλλιεργήθηκε στο νησί ύστερα από πολλούς αιώνες ξένης καταπίεσης.
Σε ένα μικρό τόπο όπου ο κάθε ένας ξέρει προσωπικά τους πολιτικούς ηγέτες, επειδή τους συναντά συχνά σε κοινωνικές συγκεντρώσεις, δεν υπάρχει η αναγκαία απόσταση που χρειάζεται για να δει κανείς το θεσμό ως απρόσωπο. Γι αυτό, από τη μια, πάρα πολλοί ταυτίζουν το πρόσωπο με το θεσμό και, από την άλλη, δεν είναι σπάνιο μερικοί να θεωρούν πολύ φυσικό να απευθύνονται δημόσια στους υπουργούς ,στο γενικό εισαγγελέα ή ακόμα και στον πρόεδρο του κράτους με το μικρό τους όνομα ή ακόμα να επιχειρούν να σχολιάζουν δημόσια πολιτικά θέματα μαζί τους, όπως σε ένα καφενείο.
Η δεύτερη δυσκολία αφορά στη νομιμοποίηση των υποψηφίων για κατάληψη πολιτειακών θέσεων . Σε μια χώρα χωρίς παράδοση δημοκρατικής ανάδειξης πολιτικών στελεχών και ευκαιριών δοκιμασίας τους στην πράξη πολύ λίγοι γίνονται εύκολα αποδεκτοί, όταν πρωτοδιορίζονται, από τη μεγάλη μάζα της κοινής γνώμης. Έτσι αρχίζουν τα ερωτήματα γιατί αυτός και όχι ο δικός μας και οι ψίθυροι για ρουσφέτι, νεποτισμό και κουμπαροκρατία. Αυτό υπονομεύει από την αρχή κάθε προσπάθεια επιτυχίας στο έργο του κάθε πολιτικού άρχοντα, όσο ικανός και να είναι. Τέλος, η τρίτη δυσκολία είναι η ανοιχτή εχθρότητα προς κάθε μορφή εξουσίας. Στην Κύπρο υπάρχει μια γενική αντιπάθεια προς τους άρχοντες,προς τους «καρεκλοκένταυρους»,όπως τους αποκαλούν. Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα δεν γίνεται η αναγκαία διάκριση μεταξύ αρχής και εξουσίας και όλοι οι άρχοντες θεωρούνται εξουσιαστές. Η παιδαγωγούσα κοινωνία πρέπει να βοηθήσει τους πολίτες να διακρίνουν τη νόμιμη αρχή, την αρχή δηλαδή που πηγάζει από το λαό και παραχωρείται προσωρινά στον άρχοντα για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα με καθορισμένες από το Σύνταγμα της χώρας εξουσίες και με εντολή να κυβερνήσει με μοναδικό σκοπό να υπηρετήσει τα συμφέροντα και τα δικαιώματα του λαού, από την εξουσία, την άσκηση δηλαδή διακυβέρνησης με αδιαφάνεια και αλαζονικό και αυταρχικό τρόπο για εξυπηρέτηση ίδιων περισσότερο συμφερόντων. Έχει μεγάλη σημασία να γίνεται πάντοτε αυτή η διάκριση και να μη θεωρούνται εξ υπαρχής όλοι οι άρχοντες ως εξουσιαστές και καταχραστές της εμπιστοσύνης του λαού, Μια τέτοια στάση , όπως είναι φυσικό, όχι μόνο αδικεί τους καλούς άρχοντες αλλά και ζημιώνει τη χώρα, επειδή, πρώτα, στερεί από τον άρχοντα την αναγκαία λαική στήριξη και συνεργασία που χρειάζεται για να μπορέσει να προσφέρει στη χώρα όσα θα μπορούσε και ,δεύτερο, αποθαρρύνει τους σώφρονες και νομιμόφρονες πολίτες να εμπλέκονται στην πολιτική.
Το καθήκον του πολίτη είναι να παρακολουθεί στενά το είδος της διακυβέρνησης και τη συμπεριφορά του άρχοντα και να αντιδρά άμεσα και σωστά. Η απόσταση μεταξύ αρχής και εξουσίας είναι μεν πολύ μεγάλη αλλά ταυτόχρονα και πολύ μικρή. Μπορεί με μια μόνο απόφαση και ενέργεια του ο άρχων να διανύσει όλη την απόσταση και να μεταμορφωθεί από τη μια μέρα στην άλλη από άρχοντα σε εξουσιαστή. Γι’ αυτό ο πολίτης πρέπει να επαγρυπνεί συνεχώς ως φύλακας των θεσμών, ούτως ώστε να αποθαρρύνει και να εμποδίζει τον άρχοντα να μετατραπεί σε εξουσιαστή.
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου