ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΙΕΡΗ*
Χαίρομαι ιδιαίτερα για την πρωτοβουλία δύο συναδέλφων του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών να τιμήσει το Πανεπιστήμιο Κύπρου έναν από τους σημαντικότερους διανοούμενους του 20ού αιώνα, ο οποίος, υπό πολλές έννοιες, υπήρξε μια ιδιαίτερη περίπτωση.
Δύσκολα μπορώ να σκεφτώ άλλη πνευματική προσωπικότητα της σύγχρονης εποχής, η οποία να κινείται με τόση άνεση ανάμεσα στον ακαδημαϊκό και τον λογοτεχνικό χώρο, ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη δημοσιογραφία, ανάμεσα στην ποπ κουλτούρα και την υψηλή διανόηση. Ο Ουμπέρτο Έκο το έκανε –και με το αζημίωτο, θα έλεγα– για πάνω από μισό αιώνα. Ίσως επειδή ποτέ δεν κλείστηκε μέσα στα στενά ακαδημαϊκά ενδύματα, ποτέ δεν ενδύθηκε την τήβεννο του βαρυσήμαντου (και σοβαροφανούς) επιστήμονα, αλλά παρέμεινε μέσα στη ζωή, μέσα στον ποικιλόμορφο κόσμο τον οποίο αντιμετώπιζε με διαβρωτικό χιούμορ και εφηβική περιέργεια. Τον βοήθησε βέβαια και το επιστημονικό αντικείμενό του – η σημειωτική, που του έδωσε τα εφόδια να αποκωδικοποιεί την πραγματικότητα και τις ανθρώπινες σχέσεις αλλιώτικα, αλλά και να τα κωδικοποιεί στα μυθιστορήματά του με το δικό του πρωτότυπο τρόπο.
Η εικονοκλαστική πρόκλησηκατά της εκκλησίας στο «Όνομα τουΡόδου», η αμείλικτη καταγγελία των όποιων κατεστημένων στα κοινωνικοπολιτικά του άρθρα και δοκίμια, αλλά και η τολμηρή αυτοϋπονόμευσή του στις διαλέξεις και στις συνεντεύξεις του, λειτούργησαν ως καταλύτης στα κείμενά του, δυναμώνοντας την ισχύ των εκάστοτε μηνυμάτων του.
Όπως κάθε πραγματικός διανοούμενος, ο Ουμπέρτο Έκο είχε την επίγνωση ότι βρισκόταν σε προνομιούχα θέση ως προς τις δυνατότητες ν’ ακουστεί η φωνή του και ένιωθε άνετα να δηλώνει απερίφραστα τη γνώμη του, συχνά προκαλώντας σεισμικόαιφνιδιασμό είτε με τα θέματα που επέλεγε να σχολιάσει, είτε με τις απόψεις που εξέφραζε. Χρειάζεται σπάνια διανοητική μαγκιά για να συγκρίνεις, έστω χαριτολογώντας, τον Μουσολίνι με τη Beyoncé ή τον MickeyMouseμε τα χαϊκού. Ή ζώντας δυναμικά στο «παγκόσμιο χωριό» του Marshall MCluhan, να χαρακτηρίσεις το φαινόμενο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως εξής:
«Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε, σε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ, αφού είχαν πιει κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα. Τους αναγκάζαμε αμέσως να σωπάσουν, αλλά σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με ένα βραβείο Νόμπελ. Είναι η εισβολή των ηλιθίων.»
Παρεμπιπτόντως, σ’ αυτό το πνεύμα κινείται και η «εξομολόγηση» του Πικάσο, ο οποίος σε μια συνέντευξή του δήλωσε ότι από τον κυβισμό και μετά, ικανοποίησε τους σοφούς και τους κριτικούς και τους νεόπλουτουςμε όλες τις ευμετάβλητες σαχλαμάρες που του έρχονταν στο κεφάλι, για να δηλώσει μ’ έναν αδευτέρωτο αυτομαστιγωτικό κυνισμό:«Δεν είμαι παρά ένας κοινός σαλτιμπάγκος, που κατάλαβε το πνεύμα των καιρών του και εξήντλησε όσο καλύτερα μπορούσε τη βλακεία, τη ματαιοδοξία και τη φιλοχρηματίατων συγχρόνων του».
Έτσι είναι οι μεγάλοι νόες. Συχνά μας αιφνιδιάζουν με εσκεμμένα προκλητικές απόψεις που στόχο έχουν να ενοχλήσουν την επαναπαυμένη μακαριότητα, να ταρακουνήσουν την πνευματική νωθρότητα, και να δημιουργήσουν έναν έντονο (πιθανότατα και δημιουργικό) διάλογο γύρω από κρίσιμα θέματα που συνήθως μένουν στο απυρόβλητο, καθώς θεωρούνται ως δεδομένα.
Με τα κρίσιμα θέματα που άνοιξε, σχολίασε, διερεύνησε, ερμήνευσε, αλλά και ειρωνεύτηκε στο πλούσιοέργο του – επιστημονικό, λογοτεχνικό και δοκιμιογραφικό–, με τη σχολή που δημιούργησε στον χώρο της σημειωτικής – η σημαντικότερη, κατά πολλούς, μετά τον Ρόλαν Μπάρτ–, με τη δυνατή φωνή του, τη φωνή μιας αδογμάτιστης και αδούλωτης προσωπικότητας, ο πανεπόπτης και παντογράφος Ουμπέρτο Έκο έχει φροντίσει ώστε ο διάλογος που άνοιξε για κρίσιμα θέματα να συνεχίζεται και χωρίς αυτόν. Υπάρχει καλύτερη ανταμοιβή για έναν διανοούμενο;
Δανειζόμενος τη χιουμοριστική διάθεσή του απέναντι στα πράγματα, θα αναφερθώ στη μόνη, όσο γνωρίζω, περίπτωση στην οποία το όνομα του μεγάλου Ιταλού συγγραφέα συνδέθηκε με την “πνευματική” Κύπρο στη διεθνή ειδησιογραφία. Πρόκειται για την αγωγή που κίνησε πριν από 25 χρόνια ένας Κύπριος συγγραφέας εναντίον των εκδοτών του Έκο στην Ιταλία και την Ελλάδα, ισχυριζόμενος ότι το γνωστό μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου» αποτελεί λογοκλοπή δικού του έργου, δημοσιευμένου 15 χρόνια πριν. Η έκβαση της δικαστικής υπόθεσης, η οποία μαζί με την έφεση, κράτησε οκτώ χρόνια, ήταν η αναμενόμενη, αλλά δυστυχώς δεν έτυχε σχολιασμού από τον Έκο. Αλλιώς θα μπορούσαμε να είχαμε άλλη μία από τις περίφημες αποφθεγματικές του ρήσεις.
Η σεμνή ημερίδα του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στη μνήμη του Ουμπέρτο Έκο, οφείλεται αποκλειστικά στις συναδέλφους Αλεξάνδρα Σαμουήλ και Ρένα Παπαδάκη, τις οποίες ευχαριστώ και συγχαίρω. Φυσικά έχω την επίγνωση ότι δεν πρόκειται να προκαλέσει το ενδιαφέρον ενός επαρχιώτικου κοινού που συνωστίζεται σεγνωστές χαμηλού επιπέδου λογοτεχνικές συναντήσεις ή και “συνέδρια” (για αρκετές από τις οποίες, και τα οποία, δεν είναι άμοιρο ευθυνών το Υπουργείο Παιδείας, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ακόμη και το Πανεπιστήμιό μας). Είμαι βέβαιος, επίσης,πως ούτε το ενδιαφέρον των ντόπιων δημοσιογράφων θα προκαλέσει, όπως είχε γίνει με την αγωγή του φαντασιόπληκτου συμπατριώτη μας που σάρωσε στα ΜΜΕ.
Αν όμως καταφέρει να προκαλέσει το ενδιαφέρον των φοιτητών, ή έστω ενός μικρού αριθμού φοιτητών μας, για το πολύπλευρο και πρωτεϊκό έργο του Ουμπέρτο Έκο, τότε η σημερινή ημερίδα θα έχει επιτύχει τον ευγενή σκοπό της.
Το εύχομαι ολόψυχα.
*Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου