ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΧΑΤΖΗΛΟΪΖΟΥ*
Την επικαιρότητα τον τελευταίο καιρό φαίνεται να μονοπωλεί το θέμα του αορίστου χρόνου στην εκπαίδευση. Πριν από ακριβώς ένα χρόνο, στις 15/4/2016 πάρθηκε η απόφαση "σταθμός" (Υπόθεση με Αριθμό 118/2012) του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών για την υπόθεση του κ. Κούλλουρου. Μετά από μια μακροχρόνια νομική μάχη, ο αιτητής κατέστη εργοδοτούμενος Αορίστου Χρόνου, απόφαση που εφεσίβαλε το Υπουργείο Παιδείας[1]. Η συζήτηση για ψήφιση των κανονισμών εφαρμογής του ΝΣΔΕ συνεχίζεται, αγνοώντας την απόφαση αυτή.
Τι είναι όμως το αορίστου, ποιες οι πρόνοιές του και πώς θα επηρεάσει τους εκπαιδευτικούς; Οι απόψειςπου ακούγονται αρκετές φορές διαφέρουν μεταξύ τους. Η αλήθεια είναι πως πριν τη ψήφιση του ΝΣΔΕ από τη Βουλή (Ιούλιος 2015), το Αορίστου χρησιμοποιήθηκε ως ένα ισχυρό επιχείρημα για τη μη ψήφιση του ΝΣΔΕ. Η λογική ήταν πως έπρεπε να εφαρμοστεί το αορίστου, και αν εφαρμοζόταν τότε θα επηρεάζοντανεκατοντάδες εκπαιδευτικοί και δε θα υπήρχε λόγος ψήφισης και εφαρμογής του ΝΣΔΕ. Ένας άλλος λόγος που χρησιμοποιήθηκε ήταν για να αναδείξει πως οι οποιεσδήποτε μονιμοποιήσεις που θα γίνονταν δε θα ήταν αποτέλεσμα γενναιοδωρίας του Υπουργείο Παιδείας αλλά οφειλόμενες και καθυστερημένες. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως η χρήση του συγκεκριμένου επιχειρήματος ήταν σωστή, αφού σήμερα, δύο χρόνια μετά τη ψήφιση του σχεδίου, το αορίστου απειλεί να τινάξει στον αέρα το σύστημα διορισίμων. Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η αρχή έγινε το 1999 με την έκδοση Ευρωπαϊκής οδηγίας για ρύθμιση της εργασίας ορισμένου χρόνου. Σκοπός της συγκεκριμένης ρύθμισης ήταν ουσιαστικά η προστασία των εργαζομένων από εργοδότες που αντί να τους παρέχουν μόνιμη εργασία και σταθερότητα, τους εργοδοτούσαν με συμβόλαια μικρής διαρκείας. Αυτή η Ευρωπαϊκή οδηγία άφηνε στα Κράτη Μέλη τη διακριτική ευχέρεια να καθορίσουν τους αντικειμενικούς λόγους για τους οποίους μπορεί να δικαιολογηθεί η χρήση συμβάσεων ορισμένου χρόνου και η μη μετατροπή τους σε αορίστου. Στα πλαίσια εναρμόνισης της Κύπρου με τη συγκεκριμένη Ευρωπαϊκή οδηγία, ψηφίστηκε ο νόμος περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου το 2003. Παρόλο που πλέον ο νόμος εφαρμόζεται σε όλη τη δημόσια υπηρεσία και στον ιδιωτικό τομέα, ο τομέας της δημόσιας εκπαίδευσης έχει εξαιρεθεί, καταχρηστικά.
Στις πλείστες ευρωπαϊκές χώρες, το περισσότερο εκπαιδευτικό προσωπικό είναι μόνιμο. Αυτό μπορεί να σημαίνει μόνιμος με την έννοια που γνωρίζουμε στην Κύπρο ή υπάλληλος αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας Talis (2013) το ποσοστό των μόνιμων εκπαιδευτικών στην Βουλγαρία είναι 87.1%, Κροατία 92.5%, Τσεχία 82.3%, Δανία 95.7%, Εσθονία 84.5%, Φινλανδία 76.9%, Ισλανδία 85.1%, Ιταλία 81.5%, Λεττονία 93.1%, Ολλανδία 84%, Νορβηγία 87.1%, Πολωνία 84.5%, Πορτογαλία 75.7%, Ρουμανία 69.5%, Σερβία 82.1%, Σλοβακία 80.9%, Ισπανία 81.5% και Σουηδία 89.1%. Στην Κύπρο το αντίστοιχο ποσοστό είναι 73.1%, το δεύτερο πιο χαμηλό από όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες που συμμετείχαν. Από το 2013 σίγουρα έχουν γίνει αρκετές μονιμοποιήσεις, όμως παράλληλα έχει αυξηθεί και η χρήση συμβολαίων ορισμένου χρόνου για το ολοήμερο, τα ΔΡΑΣΕ, το ΑΝΑΔ και άλλα προγράμματα. Παράλληλα, έχουν αυξηθεί οι ανάγκες για Ειδική Εκπαίδευση καθώς και οι ανάγκες των σχολείων σε εκπαιδευτικό προσωπικό. Για όλες αυτές τις ανάγκες γίνεται συνήθως χρήση συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Σύμφωνα δε με την έρευνα Ευρυδίκη (2013)[2], οι πλείστες χώρες χρησιμοποιούν συμβάσεις ορισμένου χρόνου για την αντικατάσταση απόντων εκπαιδευτικών καιτην απασχόληση μη πλήρως καταρτισμένων εκπαιδευτικών στη διδασκαλία. Η Κύπρος έχει την εξής πρωτοτυπία που αναφέρεται στην έκθεση Ευρυδίκη: «Στην Κύπρο, οι ετήσιες συμβάσεις ορισμένου χρόνου συνάπτονται λόγω της έλλειψης εγκεκριμένων θέσεων μονίμων εκπαιδευτικών σε εθνικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι,στην πράξη, οι εκπαιδευτικοί μπορεί να εργάζονται με ετήσιες συμβάσεις για πολλά χρόνια πριν να τοποθετηθούν υπό δοκιμή και αναλάβουν καθήκοντα και υποχρεώσεις ως μόνιμοι εκπαιδευτικοί». Το πρόβλημα δηλαδή στην Κύπρο δεν είναι πως έχουμε μη καταρτισμένους εκπαιδευτικούς στα σχολεία μας (ευτυχώς) αλλά πως δεν υπάρχουν εγκεκριμένες θέσεις. Ας εγκρίνει κάποιος τις θέσεις λοιπόν…
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στον νόμο που ψηφίστηκε στην Κύπρο, ανάμεσα σε άλλους αντικειμενικούς λόγους που αιτιολογούν τη χρήση συμβάσεων ορισμένου χρόνου, μπήκε και η πρόταση «όταν ο εργοδοτούμενος αναπληρώνει κάποιον άλλο εργοδοτούμενο». Επομένως, για να μπορούν να συμπεριληφθούν και οι αντικαταστάτες στους υπαλλήλους αορίστου χρόνου, πρέπει να τροποποιηθεί η υφιστάμενη νομοθεσία (η οποία τροποποιήθηκε το 2016, ως συμμόρφωση του κράτους σε δικαστικές αποφάσεις εκείνης της εποχής). Πόσο εύκολο είναι να τροποποιηθεί η νομοθεσία; Πώς θα εφαρμοστεί για τους αντικαταστάτες και πώς θα επηρεαστεί ο υπόλοιπος δημόσιος και ιδιωτικός τομέας; Υπάρχει πραγματικά η πολιτική βούληση για μια τέτοια αλλαγή ή απλά είναι κούφια λόγια;
Χωρίς να υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα που προκύπτουν και λαμβάνοντας υπόψη τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται τόσο οι επηρεαζόμενοι εκπαιδευτικοί όσο και τα κοινοβουλευτικά κόμματα και το ΥΠΠ, υπάρχουν και αυτές οι επιλογές:
Υπάρχουν και άλλες, δεκάδες εισηγήσεις που θα μπορούσαν να αναφερθούν για τον τρόπο πρόσληψης εκπαιδευτικών αλλά θα αρκεστώ σε αυτές που σχετίζονται με το συγκεκριμένο θέμα. Η ουσία είναι πως αν το ΥΠΠ θέλει να εναρμονιστεί πραγματικά με τα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης, σε σχέση με τα συμβόλαια και το καθεστώς εργοδότησης των εκπαιδευτικών, προβλέποντας και τις πιθανές συνέπειες που θα έχει μια πιθανή εφαρμογή του αορίστου στην εκπαίδευση, θα πρέπει να μονιμοποιήσει ΑΜΕΣΑ όλους τους συμβασιούχους και να εξασφαλίσει πως οι αντικαταστάτες θα συνεχίσουν να προσφέρουν την πολυδιάστατη εμπειρία τους στα παιδιά μας.
*Δάσκαλος