«Εκπαίδευση για μια Ενωμένη Κύπρο: Προοπτικές και Προκλήσεις»


ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΑΛΙΑΔΩΡΟΥ*

Η σημερινή μας συζήτηση πραγματοποιείται σε μια πολιτική συγκυρία κατά την οποία οι διεργασίες για πολιτική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος έχουν κορυφωθεί και αναμένεται εντός Ιανουαρίου να διαφανεί αν θα γίνει κατορθωτό να υπάρξει μια συμφωνημένη λύση σε επίπεδο ηγεσιών των δύο κοινοτήτων. Φυσικά μια συμφωνία, που αν επιτευχθεί, θα τεθεί ενώπιον των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων προς έγκριση ή απόρριψη.

Μια ιστορική ανασκόπηση της πορείας της εκπαίδευσης στην Κύπρο καταδεικνύει ότι η εκπαίδευση υπήρξε πάντοτε κοινοτική υπόθεση. Στα χρόνια της αποικιακής διοίκησης του νησιού από τους Βρετανούς είναι γνωστή η προσπάθεια των Άγγλων να ελέγξουν και να ποδηγετήσουν τόσο την πρωτοβάθμια όσο και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στόχος των Βρετανών μέσα από τον έλεγχο της κυπριακής παιδείας ήταν η στήριξη και στη συνέχεια η διαιώνιση του αποικιακού καθεστώτος στο νησί.

Το αποικιακό καθεστώς, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, κατόρθωσε να θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό του την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, σε επίπεδο οργάνωσης και διοίκησης των σχολείων και σε επίπεδο εκπαίδευσης και πρόσληψης των νέων δασκάλων. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση η προσπάθεια του αποικιακού καθεστώτος βρήκε τη σθεναρή αντίσταση της Κυπριακής Ορθόδοξης Εκκλησίας και των Σχολικών Εφορειών. Σε τρεις περιπτώσεις – στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 - οι Άγγλοι με νομοθετικές πρωτοβουλίες τους επιχείρησαν να καθυποτάξουν τη μέση εκπαίδευση. Η ελληνική κοινότητά όμως αρνήθηκε σθεναρά.

Το Σύνταγμα του 1960 εναπόθεσε τα θέματα της εκπαίδευσης στην Ελληνική και Τουρκική Κοινοτική Συνέλευση αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 87 (1) (γ) του Κυπριακού Συντάγματος αναφέρει ότι οι δύο Κοινοτικές Συνελεύσεις είχαν αρμοδιότητα: «επί πάντων των εκπαιδευτικών, μορφωτικών και διδακτικών θεμάτων». Η συνταγματική αυτή πρόνοια εφαρμόστηκε μέχρι το Δεκέμβριο του 1963, οπότε είχαμε την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τις πολιτειακές και διοικητικές δομές της Κυπριακής Δημοκρατίας.  

Σε όλα τα σχέδια λύσης του Κυπριακού Προβλήματος που υποβλήθηκαν τα τελευταία πενήντα χρόνια, στα θέματα της εκπαίδευσης υπήρχε η ίδια διαχείριση με αυτήν που καθόριζε το πλαίσιο του Συντάγματος του 1960. Δηλαδή, τα θέματα της εκπαίδευσης θεωρήθηκαν ως κοινοτικά και η διαχείρισή τους θα γινόταν από τις δύο εθνικές κοινότητες.

Άρα η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει ότι, αν καταστεί δυνατόν να επιλυθεί το κυπριακό ζήτημα κατά τρόπο που να δικαιώνει τις βασικές προσδοκίες όλων των Κυπρίων, τα θέματα της εκπαίδευσης θα τα διαχειρίζονται οι δύο κοινότητες.

Η ιστορική αλλά και πολιτική αυτή πραγματικότητα δεν αναιρεί το γεγονός ότι η εκπαίδευση μπορεί να συμβάλει θετικά στην ανάπτυξη των αναγκαίων συνθηκών για να λειτουργήσει απρόσκοπτα μια επανενωμένη Κύπρος, στη βάση κοινής συμφωνίας των δύο κοινοτήτων. 

Αυτό που θέλω να ξεκαθαρίσω είναι ότι, κατά την άποψή μου, τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους δεν τους χωρίζει σήμερα τόσο το ιστορικό τους παρελθόν όσο η χαραγμένη στο κορμί της Κύπρου διαχωριστική γραμμή, την οποία επέβαλαν και συντηρούν για σαράντα δύο χρόνια, τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα. Η άρση της τουρκικής κατοχής, η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και των μη νομίμων κατοίκων του νησιού, καθώς και η λύση του κυπριακού στη βάση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των κατοίκων της Κύπρου, θα δημιουργήσει το πλαίσιο για ανάπτυξη της αναγκαίας ειρηνικής συνύπαρξης. Το νέο κράτος που θα διαμορφωθεί ως μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας θα έχει προοπτικές επιβίωσης και ανάπτυξης, εφόσον παρέχει σε όλους τους κατοίκους του αίσθημα  ασφάλειας και δικαιοσύνης.    

Στην επανενωμένη Κύπρο η εκπαίδευση έχει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και να συμβάλει στο να λειτουργήσει απρόσκοπτα η συμφωνηθείσα λύση. Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε παραμέτρους και πρόνοιες που θα πρέπει να διέπουν την εκπαίδευση της επανενωμένης Κύπρου.

  1. Το εκπαιδευτικό σύστημα των δύο κοινοτήτων δεν πρέπει να στοχεύει στην αποεθνικοποίηση των δύο εθνικών κοινοτήτων του νησιού και στη δημιουργία μιας νέας «εθνότητας». Αυτό το επεχείρησαν οι Βρετανοί αποικιοκράτες, ιδιαίτερα μετά το 1931, και όχι μόνο απέτυχαν οικτρά, αλλά προκάλεσαν και τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα. Είμαστε βέβαιοι ότι αν επιχειρηθεί η αποεθνικοποίηση των δύο κύριων εθνοτήτων στο νησί, αυτό θα επιφέρει οδυνηρά αποτελέσματα και θα υπονομεύσει την ειρηνική συνύπαρξη. Το εκπαιδευτικό σύστημα της κάθε κοινότητας της επανενωμένης Κύπρου θα πρέπει να καλλιεργεί την εθνική αυτογνωσία, τη γνώση της μητρικής γλώσσας των μαθητών της κάθε κοινότητας, χωρίς όμως αυτό να υπονομεύει τον απόλυτο σεβασμό στην εθνική και γλωσσική υπόσταση του «άλλου».     
  2. Είναι γεγονός ότι η κυπριακή ιστορία, ιδιαίτερα των τελευταίων εξήντα χρόνων, υπήρξε ιδιαίτερα θυελλώδης, και συχνά αυτό που περίσσευε στους ανθρώπους και των δύο κοινοτήτων ήταν ο πόνος και το αίμα. Η ιστορία της Κύπρου - ίσως αυτό να είναι και το πιο ευαίσθητο θέμα που το εκπαιδευτικό σύστημα της επανενωμένης Κύπρου - θα κληθεί να διαχειριστεί, θα πρέπει να διδαχθεί στα σχολεία της επανενωμένης Κύπρου χωρίς φόβο και πάθος. Ιστορικά γεγονότα, όπως οι απαγχονισμοί και οι σφαγές της 9ης Ιουλίου 1821, η σφαγή των Ελληνοκυπρίων στο Κιόνελλι τον Ιούνιο του 1958, ή τα εγκλήματα που διεπράχθησαν κατά των Ελλήνων στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής του 1974, δεν μπορούν ούτε να αποσιωπηθούν ούτε και να εξωραϊστούν. Παράλληλα, ούτε η αποσιώπηση εγκληματικών ενεργειών Ελληνοκυπρίων κατά αμάχων Τουρκοκυπρίων κατά την περίοδο των διακοινοτικών συγκρούσεων ή κατά το 1974 (περίπτωση της Τόχνης) μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η τυχόν αποσιώπηση αυτών των γεγονότων ισοδυναμεί με ανέγερση του οικοδομήματος της επανενωμένης Κύπρου στην άμμο. Η διδασκαλία της ιστορίας και των γεγονότων αυτών θα γίνεται με στόχο τη γνώση των λαθών που διεπράχθησαν στο παρελθόν από τις δύο κοινότητες και με πρόθεση να αποφευχθεί η επανάληψή τους.

              Προς επιβεβαίωση των πιο πάνω να μου επιστρέψετε ένα ανάλογο ιστορικό παράδειγμα. Η καταγραφή στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια των εγκλημάτων που διέπραξαν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί στην Ελλάδα κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ούτε το φυλετικό μίσος προωθεί ούτε την συνύπαρξη Ελλήνων και Γερμανών στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποθηκεύει. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στο προηγούμενο σχολικό εγχειρίδιο της Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου (Β. Σκουλάτου - Ν. Δημακοπούλου - Σ. Κόνδη, Ιστορία νεότερη και σύγχρονη, τεύχος γ΄), αναφέρονται τα εξής:

«Οι Γερμανοί δέσμευσαν όλα τα αγαθά, το φυσικό πλούτο και την παραγωγή ... Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν τον τρομερό χειμώνα του 1941-1942. Ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων της πείνας δεν είναι εξακριβωμένος, υπολογίζεται όμως ότι φτάνει στις 300.000 για τα μεγάλα αστικά κέντρα» (σελ. 270, 274). Σ’ άλλο σημείο του βιβλίου αποσπούμε την εξής περικοπή: «Στην ύπαιθρο ολόκληρα  χωριά και κωμοπόλεις καίγονται και ο πληθυσμός τους εκτελείται. Στις 9-13 Δεκεμβρίου 1943 οι Γερμανοί πυρπολούν τα Καλάβρυτα και εξοντώνουν τον πληθυσμό τους. Συνολικά φονεύονται 1101 άτομα ανάμεσα στα οποία βρίσκονται βρέφη και παιδιά κάτω των 14 χρόνων. Στις 10 Ιουνίου 1944 πυρπολείται το Δίστομο και εξοντώνεται ολόκληρος ο πληθυσμός του [...] Ο απολογισμός των θυμάτων είναι τρομακτικός. 49.188 Έλληνες εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους Βούλγαρους» (σελ. 287).

               Η καταγραφή των πιο πάνω ιστορικών γεγονότων και η διδασκαλίας τους ακόμη και στα ελληνικά σχολεία που λειτουργούν στη Γερμανία, ούτε αντιστρατεύεται τη φιλία των δύο λαών ούτε υποσκάπτει τη συμβίωσή τους μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Προς επιβεβαίωση των πιο πάνω, να μου επιστρέψετε ένα ανάλογο ιστορικό παράδειγμα. Η καταγραφή στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια των εγκλημάτων που διέπραξαν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί στην Ελλάδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ούτε το φυλετικό μίσος προωθεί ούτε την συνύπαρξη Ελλήνων και Γερμανών στα πλαίσια της Ε.Ε. υποθηκεύει. Η καταγραφή των ιστορικών γεγονότων και η διδασκαλίας τους ακόμη και στα ελληνικά σχολεία που λειτουργούν στη Γερμανία, ούτε αντιστρατεύεται τη φιλία των δύο λαών ούτε υποσκάπτει τη συμβίωσή τους μέσα στο πλαίσιο της Ε.Ε.

Η διδασκαλία λοιπόν της νεότερης κυπριακής ιστορίας θα πρέπει να γίνει χωρίς φόβο και πάθος. Η γνώση του πικρού ιστορικού παρελθόντος και των αιτίων που το προκάλεσαν παρέχει τη δυνατότητα στη νέα γενιά να αποφύγει λάθη του παρελθόντος. Η ιστορία, από επιστήμη της καταγραφής του παρελθόντος, δεν μπορεί να μετατραπεί σε πολιτικό εργαλείο.

  1. Στα σχολεία της κάθε κοινότητας της επανενωμένης Κύπρου θα πρέπει να προωθηθεί η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας της άλλης κοινότητας, ως επιλεγόμενο μάθημα. Άλλωστε οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που θα διαμορφωθούν στην επανενωμένη Κύπρο θα καθιστούν την πολιτική αυτή ως αναγκαία. Η γνώση της γλώσσας του «άλλου» είναι βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη της αλληλογνωριμίας, της αλληλοκατανόησης και της συνεργασίας σε όλους τους τομείς. Στα ελληνικά σχολεία υπάρχει εδώ και χρόνια η διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας ως μάθημα επιλογής στη Β΄ και Γ΄ Λυκείου, ενώ η διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας γίνεται και στα Κρατικά Ινστιτούτα Επιμόρφωσης.
  2. Ένα βασικό μάθημα που θα πρέπει να αναπτυχθεί στα σχολεία και των δύο κοινοτήτων στο πλαίσιο του μετεξελιγμένου Κυπριακού Κράτους, είναι αυτό της Αγωγής του Πολίτη. Μέσα από το μάθημα αυτό θα διδάσκονται οι συνταγματικές πρόνοιες της λειτουργίας του νέου κράτους και θα επεξηγούνται στους νέους μας οι νέες δομές του. Στόχο του μαθήματος θα πρέπει να είναι και η ανάπτυξη ενός νέου κοινού οράματος στους νέους της επανενεωμένης Κύπρου, του οράματος της ειρηνικής συνύπαρξης και της αλληλοκατανόησης.
  3. Ένα άλλο απαραίτητο στοιχείο που θα πρέπει να προβλέπει η συμφωνία για την επανένωση της Κύπρου, είναι η δυνατότητα λειτουργίας ελληνικών και τουρκικών σχολείων σε όλη την έκταση του μετεξελιγμένου Κυπριακού Κράτους. Η δυνατότητα αυτή είναι αναγκαία, ώστε να μπορέσουν και άλλες πρόνοιες της συμφωνίας για λύση του Κυπριακού (π.χ. η δυνατότητα της επανεγκατάστασης προσφυγικών πληθυσμών στις γενέθλιες εστίες) να είναι και επί της ουσίας λειτουργικές.  

Κλείνοντας την ομιλία μου θα ήθελα να υπομνήσω  μια αξιοπρόσεκτη διαπίστωση της ελληνικής εφημερίδας της Λευκωσίας «Ελευθερία», η οποία το 1925, αναφερόμενη στις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου, σημείωνε:

«Η συνεργασία των δύο στοιχείων εν τη Νήσω υπήρξε τόσον ομαλή και εις αυτήν ακόμην την περίοδο της εξάψεως των φυλετικών παθών λόγω του Ελληνο-Τουρκικού πολέμου [1912-1922], ώστε να ηδύνατο να χρησιμεύση ως παράδειγμα και εις αυτάς τας Ευρωπαϊκάς χώρας. Καθ’ ην στιγμήν η Αγγλία προφασίζεται ότι πρέπει να μείνη εν Κύπρω δια να προστατεύση τους Τούρκους από τους ΄Ελληνας, αυτοί οι Τούρκοι συναλλάττονται με την μεγαλητέραν εμπιστοσύνην μετά των Ελλήνων, και κατά το πλείστον εις Έλληνας δικηγόρους εμπιστεύονται τας περιουσίας των και τας δικαστικάς των υποθέσεις και εις ´Eλληνας ιατρούς εμπιστεύονται την ζωήν των». 

Ας ευχηθούμε το 2017 να είναι το έτος εξεύρεσης λύσης για το πολύχρονο κυπριακό πρόβλημα. Μιας λύσης που θα γίνει αποδεχθεί από τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους, που θα αποκαθιστά το αίσθημα ασφάλειας και δικαιοσύνης σε όλους τους κατοίκους του νησιού και θα διαμορφώνει τις προοπτικές για επιβίωση της νέας κρατικής οντότητας. 

*Ομιλία στο Σπίτι της Ευρωπαϊκής Ένωσης

*Πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











175