«Για να διορθωθούν πρέπει να αλλάξουν...»


ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΤΣΟΥΤΣΟΥΚΗ*

«Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι τα πράγματα θα διορθωθούν αν αλλάξουν. Είμαι σίγουρος όμως ότι για να διορθωθούν, πρέπει να αλλάξουν» είπε κάποτε ο Γερμανός Λίχτενμπεργκ. Και το γνωμικό αυτό με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη αυτές τις μέρες.

Παρακολουθώ από χθες τις αντιδράσεις που προκάλεσε η επιστολή του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου Κ. Χριστοφίδη προς τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας σχετικά με τον κίνδυνο πλήρους κατάρρευσης στη Μέση Εκπαίδευση.

Κατανοώ και αντιλαμβάνομαι πως ο καθένας κινείται με γνώμονα το δικό του συμφέρον. Αυτό που με προβληματίζει όμως ιδιαίτερα είναι πού θα καταλήξει όλη αυτή η διαμάχη. Συμφωνώ πως για την «κατάντια» του μορφωτικού επιπέδου των νέων δεν φταίει αποκλειστικά και μόνο το υπάρχον σύστημα διορισμού. Συμφωνώ πως πρέπει να υπάρξει μια γενικότερη αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος για να ερθει η πολυπόθητη αλλαγή. Διαφωνώ όμως με όλους αυτούς που τα βάζουν με τον Πρύτανη, το θάρρος και η ευθύτητα του οποίου μας κάνει όλους εμάς που υπηρετούμε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου εξαιρετικά περήφανους.

Πολλές από τις προτάσεις/εισηγήσεις του, εμένα προσωπικά, με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνη. Είμαι σιγουρη πως ο Πρύτανης δεν ξεχνά και δεν μηδενίζει το έργο των εκπαιδευτικού, όπως άλλωστε δεν κάνει κανείς από εμάς τους νέους αδιόριστους εκπαιδευτικούς. Όνειρό μας ήταν εξαρχής να γίνουμε εκπαιδευτικοί, και για να το επιθυμήσουμε αυτό κάποιος άλλος «καλός» διδάσκων μας ενέπνευσε. Δεν είναι λοιπόν όλοι οι εκπαιδευτικοί «ανίκανοι» να επιτελέσουν το έργο τους και κανείς δεν το υποστήριξε αυτό.

Όσοι αντέδρασαν στις δηλώσεις του Κ. Χριστοφίδη επιχειρηματολογούν και υπερασπίζονται με πάθος τους υφιστάμενους εκπαιδευτικούς, υποστηρίζοντας πως αυτοί αποφοίτησαν από το Πανεπιστήμιο Κύπρου τον καιρό που οι απόφοιτοι ήταν πιο ικανοί και με περισσότερες γνώσεις. Μάλιστα. Πώς όμως αυτό αποτελεί επιχείρημα υπερ του υπάρχοντος συστήματος διορισμού; Αυτοί οι εκπαιδευτικοί μπορεί μεν να αποφοίτησαν με άριστα, πέρασαν όμως πολλά χρόνια από τότε. Για να διοριστεί ένας εκπαιδευτικός περνούν τουλάχιστον κάποιες δεκαετίες από τότε που αποφοίτησε και αμφιβάλλω αν κατά την περίοδο αυτή, της αναμονής για διορισμό, συνεχίζει να ασκεί το επάγγελμά του, ή αν έχει ακόμη τις γνώσεις που έλαβε από τις σπουδές του. Ως εκ τούτου, είναι λογικό πως όταν διοριστεί κάποιος δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος με όταν αποφοίτησε, ούτε έχει τις ίδιες γνώσεις. Επίσης, δεν μπορούμε να ξέρουμε με ποιο βαθμό αποφοίτησαν οι άλλοτε άριστοι μαθητές από το Πανεπιστήμιο, ούτε ξέρουμε τι έμαθαν κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, ούτε αν απλώς έπαιρναν καλούς βαθμούς χωρίς να λαμβάνουν ουσιαστικές γνώσεις για το αντικείμενό τους. Επομένως, δεν σημαίνει πως όποιοι κατάφεραν να εξασφαλίσουν θέση σε κάποιο πανεπιστήμιο και να αποφοιτήσουν είναι ικανοί να διδάξουν ό,τι τους ζητηθεί.

Επίσης, στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού σαφώς και δεν έχουν σημασία μόνο οι γνώσεις και οι δεξιότητες. Καταλυτική σημασία έχει η αγάπη για το επάγγελμα του εκπαιδευτικού, το πάθος, το μεράκι και η όρεξη. Και δυστυχώς αυτό δεν υπάρχει στα σχολεία μας, και για να μην ακουστώ απόλυτη, σπάνια υπάρχει. Ως επί το πλείστον οι καθηγητές είναι μεγάλοι σε ηλικία, δεν έχουν όρεξη για ζωή, δεν κάνουν το μάθημα ευχάριστο, με αποτέλεσμα οι μαθητές να βαριούνται, να μην έχουν όρεξη για γνώση, να μην έχουν φιλικές σχέσεις με τον καθηγητή τους, να μην αγαπούν το μάθημα. Το γεγονός πως δεν υπάρχει πλέον το πάθος του εκπαιδευτικού στη ζωντανή διαδικασία της διδασκαλίας απωθεί τους νεαρούς μαθητές από το να αγαπήσουν το σχολείο και κατά συνέπεια από το να συμμετέχουν ενεργά στο μάθημα και να προσπαθούν για το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα. Όπως είναι φυσικό, η όρεξη και το μεράκι του εκπαιδευτικού δεν μπορούν να αξιολογηθούν από το παρόν σύστημα μοριοδότησης και γι΄αυτό καθίσταται επιτακτική η ανάγκη αναθεώρησής του. Πρόκειται για έναν μη αξιοκρατικό θεσμό που στέλνει στα σχολεία ανθρώπους που δεν είναι ικανοί να μεταδώσουν τις γνώσεις τους στα νεαρά παιδιά.

Το σύστημα διορισμού μπάζει από παντού και δεν είναι της παρούσης να αναλυθούν οι λόγοι. Χαρακτηριστικά αναφέρω πως μπαίνουν όλοι οι εκπαιδευτικοί στον ίδιο κατάλογο. Δεν εξετάζονται οι γνώσεις του καθενός ειδικώς. Για παράδειγμα, όλοι οι απόφοιτοι της Φιλοσοφικής Σχολής θεωρούνται φιλόλογοι, ικανοί να διδάξουν όλα τα φιλολογικά μαθήματα. Αυτό είναι λάθος! Ένας απόφοιτος Κλασικών Σπουδών, λόγου χάρη, θα έπρεπε να ασχολείται αποκλειστικά με τα Αρχαία και τα Λατινικά, ένας απόφοιτος Ιστορίας-Αρχαιολογίας θα έπρεπε να ασχολείται αποκλειστικά με Ιστορία και ένας απόφοιτος Νεοελληνικών Σπουδών θα έπρεπε να ασχολείται αποκλειστικά με τα Νέα Ελληνικά. Δεν μπορούν όλοι οι φιλόλογοι να διδάξουν τα πάντα, γιατί δεν διδάχθηκαν τα πάντα στον βαθμό που θα έπρεπε στο Πανεπιστήμιο. Επομένως, θα έπρεπε να υπάρχουν ξεχωριστοί κατάλογοι ανάλογα με την ειδικότητα του καθενός υποψηφίου.

Ακόμη, ένας μπορεί να τελειώσει το πανεπιστήμιο με 5, ενώ κάποιος άλλος με 9. Και αναρωτιέμαι εγώ.. Γιατί να εξισώνεται ο πρώτος με τον δεύτερο, γιατί να εξισώνεται ο μέτριος με τον άριστο; Δεν είναι άδικο αυτό; Και γιατί να δίνεται προβάδισμα στον μέτριο επειδή έτυχε να ολοκληρώσει τις σπουδές του κάποια χρόνια νωρίτερα από τον άριστο; Ποιος αποφασίζει για το ποιος θα διδάξει τα παιδιά μας, τους αυριανούς πολίτες του κράτους μας; Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι λειτούργημα και πρέπει να ληφθεί πολύ πιο σοβαρά από όλους μας. Ο κατάλογος διορισμού οφείλει να συνεξετάζει και να συνυπολογίζει πολλά διαφορετικά κριτήρια για την ικανότητα ενός εκπαιδευτικού. Κανένα από τα κριτήρια από μόνο του, μεμονωμένα, δεν πιστοποιεί την καταλληλότητα του οποιουδήποτε να μπει σε μια σχολική τάξη.

Άλλοι «υπερασπιστές» του υφιστάμενου συστήματος διορισμού υποστηρίζουν πως αν εφαρμοστούν εξετάσεις για διορισμό, θα περνούν όσοι προετοιμάζονται καταλλήλως για αυτές, όπως συμβαίνει με τις εξετάσεις για πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο, που αποδεικνύονται τελικά «αναποτελεσματικές», αφού δεν περνάνε στο Πανεπιστήμιο οι άριστοι μαθητές, όπως άλλοτε. Αυτό θα αποφευχθεί, αν το νέο σύστημα διορισμού θα εξετάζει με διάφορους άλλους τρόπους την καταλληλότητα του υποψήφιου εκπαιδευτικού.

Θα πρέπει να υπάρχει επίσης ένας τρόπος αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και του έργου που επιτελούν. Ο ισχύων θεσμός των επιθεωρητών είναι ένας αναχρονιστικός κατά την άποψή μου θεσμός. Οι καθηγητές εν παρουσία του επιθεωρητή παραδίδουν ένα εντελώς διαφορετικό μάθημα στους μαθητές τους, που κάθε φορά που συμβαίνει αυτό ξαφνιάζονται πώς ο καθηγητής τους έγινε ξαφνικά «καλός» και «τρυφερός». Πρέπει να υπάρχει αξιολόγηση και με άλλους τρόπους. Προτείνω να αξιολογούν τους εκπαιδευτικούς πανεπιστημιακοί και άλλοι ειδικοί επιστήμονες, ενδεχομένως και από τον ιδιωτικό τομέα, άτομα που να είναι δηλαδή αντικειμενικά και αμερόληπτα. Προτείνω επίσης να αξιολογούνται οι εκπαιδευτικοί και από τους μαθητές και τους γονείς τους. Οι μαθητές κυρίως είναι οι καλύτεροι κριτές για τους καθηγητές τους. Ενδεχομένως και οι πιο αυστηροί κριτές, αλλά σίγουρα η αξιολόγηση εκ μέρους τους έχει πολλά να δείξει.

Θέλω στο σημείο αυτό να τονίσω πως πρέπει να ληφθούν μέτρα που δεν θα αδικήσουν αυτούς που πρέπει να έχουν προτεραιότητα, όπως είναι για παράδειγμα οι συμβασιούχοι. Εγώ προσωπικά στηρίζω τα δίκαια αιτήματά τους και θεωρώ πως οι μεταρρυθμίσεις που θα γίνουν πρέπει να εξετάσουν ειδικότερα το θέμα τους. Όπως απαιτούμε εμείς οι νέοι να μας σέβονται, πρέπει και εμείς να σεβόμαστε τους μεγαλύτερούς μας. Μπορούν να διοριστούν για παράδειγμα οι συμβασιούχοι και να ισχύσει ένας νέος κατάλογος για τους υπόλοιπους. Όταν υπάρξει θέληση και συνεργασία, είμαι σίγουρη πως η λύση θα βρεθεί.

Κανείς μας δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Όλοι λίγο πολύ ευθυνόμαστε για την κατάντια της εκπαίδευσής μας. Η κυβέρνηση, όχι μόνο η τωρινή αλλά και όλες οι προηγούμενες, το Πανεπιστήμιο, οι συντεχνίες των καθηγητών, οι ίδιοι οι καθηγητές και οι μαθητές. Οι τελευταίοι όμως έχουν το μικρότερο μερίδιο ευθύνης, συγκριτικά με όλους του υπόλοιπους και το σύστημα είναι αυτό που ευθύνεται για την «κατάντιά» τους. Έχω την τιμή και την χαρά να εργάζομαι με πολλά παιδιά και νέους, όλων των ηλικιών. Εργάζομαι και συναναστρέφομαιι με μαθητές της Μέσης Εκπαίδευσης, καθώς και με φοιτητές, συγκεκριμένα της Φιλοσοφικής Σχολής. Πρόκειται για νέους με όνειρα για το μέλλον, νέους με όρεξη για μάθηση και δουλειά. Πρόκειται για νέους που απλά δεν βρέθηκαν στο κατάλληλο περιβάλλον, που θα τους εμπνεύσει να γίνουν παραγωγικοί και δημιουργικοί. Ας προσφέρουμε σε αυτά τα παιδιά νέες ευκαιρίες, ας προσφέρουμε σε αυτούς τους νέους το μέλλον που τους αξίζει! Ας προσπαθήσουμε να φέρουμε την αλλαγή σε αυτό τον τόπο, ξεκινώντας από την εκπαίδευση γενικότερα και τον άμεσο εκσυγχρονισμό του καθιερωμένου καταλόγου ειδικότερα. Και αναμφισβήτητα, «δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι τα πράγματα θα διορθωθούν αν αλλάξουν. Είμαι σίγουρη όμως ότι για να διορθωθούν, πρέπει να αλλάξουν».

*Φιλόλογος και ερευνήτρια

 

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










195