«Γυρίσαμε πάλι στο Φθινόπωρο…»


«Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι

σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει

γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια

στο περιθώριο κι ερωτηματικά…»

Γ. Σεφέρη,  «Ένας λόγος για το καλοκαίρι»

ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ*

To φθινόπωρο πια και επισήμως, σύμφωνα με τις κινήσεις της γης, έχει εγκατασταθεί στην καθημερινότητά μας. Τα βράδια μια υπενθύμιση από ελαφρύ αεράκι γνωστοποιεί όλο και πιο σθεναρά την έλευσή του. Το καλοκαίρι αποδημεί επάνω σε δυο φτερούγες χελιδονιού . « ΄Αρχισε ψύχρα. Το γύρισε ο καιρός σε αναχώρηση», σημειώνει  ενδεικτικά η Κική Δημουλά στο ποίημά της « Αποδημητικές καλημέρες» . Και η ζωή, η σκέψη, συμπορεύονται με αυτή την αναχώρηση, σαν ταξιδιώτες που πρέπει να προλάβουν το τελευταίο τρένο της αλλαγής.

Oι μέρες πια ξεπλένονται με τη νομοτέλεια της φύσης και όλο και πιο μικρές προκύπτουν στην καταμέτρηση της δράσης μας. Η δε νύχτα, θριαμβευτικά, επεκτείνεται στον χρόνο , διεκδικώντας μεγαλύτερο μερίδιο στους σχεδιασμούς του εικοσιτετραώρου μας.  Αυτή η αδιάκοπη μεταβολή, η συνεχής εναλλαγή στον γύρω μας κόσμο είναι , θαρρώ, αυτό που μας κρατάει σε εγρήγορση και αναμονή και πολεμάει συστηματικά τον κίνδυνο της πλήξης και  της μονοτονίας του βίου.  Καθώς μεταβάλλονται γύρω του τα δεδομένα, ο άνθρωπος  αναθεωρεί τα ζητούμενα της ύπαρξής του και  επαναπροσδιορίζει τις συντεταγμένες εκείνες που αποτελούν τις σταθερές αναφορές  στη ζωή του.

Αέναος ο κύκλος της αλλαγής. Οι εποχές έρχονται και παρέρχονται , πάντα κάτω από το πρίσμα της νέας μας ματιάς, της νέας μας ωριμότητας. Γι΄αυτό ίσως κάθε φορά, ανακαλύπτουμε στην έλευση της κάθε εποχής ένα καινούριο νόημα, ένα ιδιαίτερο χρώμα. Γιατί την νιώθουμε και τη ζούμε πλέον με την εμπειρία που μας κληροδότησε  το πέρασμά μας από τους προηγούμενους καιρούς.

 Κι όσο κανείς μεγαλώνει, η ματιά του πια αρχίζει να ακινητοποιείται περισσότερο στα μικρά και στα απλά παρά στα μεγάλα  και  πολυσύνθετα, στα οποία εστιάζει κυρίως η ορμή και η ένταση της νιότης.  Οι λεπτομέρειες  στη φύση αποκτούν μια ιδιαίτερη σημασία, έτσι που να στέκεται κανείς περισσότερο μπροστά σε πράγματα που άλλοτε δεν έπαιρναν στα μάτια του τέτοιες διαστάσεις.  Τα πρώτα κίτρινα φύλλα, το χάδι του ανέμου, το γκρίζο χρώμα του ουρανού, οι αναπάντεχες ψιχάλες της βροχής, η απουσία των χελιδονιών.

Και δεν είναι τυχαίο, μάλλον,  που το φθινόπωρο έχει εμπνεύσει τους ποιητές όσο καμιά άλλη εποχή του χρόνου. Μυστήριο μαζί με μελαγχολία, μια φυγή σε συνδυασμό με αναμονή .   Γράφει χαρακτηριστικά, στο ποίημά του « Φως του Σεπτέμβρη», ο Νίκος –Αλέξης Ασλάνογλου: « Το φθινοπωρινό του φως λάμπει στα κρύσταλλα της πόλης καθώς σιγά σιγά το καλοκαίρι λιώνει…» .

Σε παρόμοιο ύφος κινείται στο ποίημά του « Πώς να παλέψει» και ο Χρίστος Λάσκαρης, καθώς σημειώνει: « Είναι μια θλίψη το φθινόπωρο , καθώς αδειάζουν οι ακρογιαλιές και το νησί ερημώνει. Και μένει μόνη η ψυχή με τ΄άγριο πέλαγο…»

Καθώς λοιπόν οι μέρες μικραίνουν και το άπλετο φως του καλοκαιριού αναπόφευκτα συρρικνώνεται, ο άνθρωπος στρέφεται περισσότερο προς τον εσωτερικό του κόσμο, ανασυντάσσεται , προσαρμόζεται, ανακαλύπτει ξανά και ξανά  την αίσθηση του φευγαλέου, την έννοια του κύκλου. Τα φύλλα κιτρινίζουν, πέφτουν, μα στο βάθος αχνοφέγγει ήδη η προσμονή της νέας ανθοφορίας.

Και πόσο θυμίζει αυτή η πραγματικότητα τους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη από « Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου» . Γράφει, λοιπόν, με ρομαντική διάθεση:

« Όλα τελειώνουν και μόνο το φθινόπωρο παραμένει αιώνια νέο σαν τα πιο λυπημένα ποιήματα.» 

*Συγγραφέας-Επιθεωρήτρια Δημοτικής




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











169