«Κατέστρεψαν τα πανεπιστήμια τη χώρα;» Ανταπάντηση στην κ. Χόπλαρου


ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ*

Αγαπητή κυρία Χόπλαρου,

Διάβασα με ενδιαφέρον την απάντησή σας στη συνάδελφο Αλεξία Παναγιώτου. Σκοπός της παρούσας «ανταπάντησης» είναι ο διάλογος, η ορθή ενημέρωση και όχι η οποιαδήποτε αντιδικία ή η διαιώνιση οποιασδήποτεαντιπαράθεσης – που έτσι κι αλλιώς δεν νομίζω πως υφίσταται.

Επιτρέψετέ μου να  ξεκινήσω με ένα γενικό σχόλιο: θεωρώ πως δεν ευστοχήσατε στις απαντήσεις σας στα ερωτήματα που έθεσε η κ. Παναγιώτου. Πέραν τούτου, όμως, εξακολουθείτε να επαναλαμβάνετε τις ίδιες θέσεις (και είναι απόλυτο δικαίωμά σας), λες και δεν προέκυψε κανενός είδους παρέμβαση η οποία ενδεχομένως να σας οδηγούσε σε κάποιου είδους αναθεώρηση (έγιναν ήδη παρεμβάσεις από δύο συναδέλφους). Συνοψίζω τα κατά τη γνώμη μου κυριότερα προβληματικά σημεία της χθεσινής σας απάντησης (23 Αυγούστου).

  1. Ενώ χρησιμοποιήσατε επιλεκτικά κάποια στοιχεία στα οποία, όπως αναφέρεστε, σας παρέπεμψε η Αρχή Αξιολόγησης Πανεπιστημίων, δεν προχωρείτε ή ίδια σε κάποιου είδους αυτοκριτική για την αστοχία σας. Αδυνατώ να αντιληφθώ πως μία έγκριτη δημοσιογράφος δεν ασκεί μια στοιχειώδη έρευνα για την ορθότητα των πηγών και των στοιχείων που συνέλλεξε. Άρα, από την απάντησή σας (και με δεδομένη την παραδοχή σας σε σχέση με την πηγή (παρα)-πληροφόρησης) απουσιάζει η αυτοκριτική, δηλ. η αδυναμία που καταλογίζετε εσείς σε εμάς τους ακαδημαϊκούς. Εμείς, είτε ως πανεπιστημιακοί είτε ως πολίτες, αναμένουμε από τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ να αναβαθμίσουν την ποιότητα και το ρόλο τους, μέσω της άσκησης μιας ουσιαστικής διερευνητικής δημοσιογραφίας και όχινα είναι απλώς αγωγοί αναπαραγωγής ενίοτε παραποιημένης ενημέρωσης, εντυπώσεων ή κοινών αντιλήψεων. Αυτή η «διερευνητική δημοσιογραφία» δυστυχώς απουσιάζει από τον τόπο μας. Εκτός από γενικολογίες και μία επιλεκτική παραπομπή σε κείμενο του πρώην Υπουργού Παιδείας, θα περίμενα από εσάς σαφείς και τεκμηριωμένες θέσεις, ακόμη και προτάσεις περί εκπαιδευτικής πολιτικής σε σχέση με τα κρατικά πανεπιστήμια. Θα ήταν θεμιτό να λαμβάνουμε σαφείς θέσεις εκεί όπου χρειάζεται, είτε ως πολίτες, δημοσιογράφοι ή ακαδημαϊκοί – η φιλοσοφία του «δεν είναι άσπρο-μαύρο» μας έχει ταλαιπωρήσει πολύ σε αυτό τον τόπο. Τελικά ποτέ «δεν ήταν άσπρο-μαύρο» για πολλούς, το κλισέ το εμπεδώσαμε επαρκώς, αλλά στο τέλος βρεθήκαμε, ως κοινωνία στην καταβαράθρωση, στην απόλυτη μαυρίλα του ολέθρου και της οικονομικής καταστροφής. Στο απόλυτο Μαύρο. Η προσπάθεια για «τήρηση των ισορροπιών» δεν πρέπει, κατά τη γνώμη, να χαρακτηρίζει το δημοσιογραφικό λόγο. Είναι γνώρισμα των πολιτικών – καλύτερα, ας μην το προσεταιριζόμαστε.
  2. Επαναλαμβάνετε, εντελώς αβάσιμα, τα περί απουσίας αυτοκριτικής εκ μέρους των ακαδημαϊκών, και κυρίως στο θέμα της «συναλλαγής» των τελευταίων με τα κόμματα για σκοπούς εκλογής σε αξιώματα. Σε τι είδους, δηλ. «αυτοκριτική» ή απολογία περιμένετε να προβούμε; Για το γεγονός ότι η κυπριακή πολιτεία επέβαλε διά πυρός και σιδήρου τα κόμματα στη λειτουργία του Πανεπιστημίου μέσω της υπερ-αυξημένης εκπροσώπησης των φοιτητών στα διάφορα σώματα και συνεπακόλουθα στην εκλογή των πρυτανικών αρχών; Δηλ. να προβούμε σε αυτοκριτική διότι η κυπριακή πολιτεία μας επέβαλε ένα αναχρονιστικό, σαθρό κομματικοκρατικό σύστημα, έτσι ώστε να ελέγχει σε ουσιώδη βαθμό τις εκλογικές διαδικασίες; Νομίζω είναι ξεκάθαρο πως οι ακαδημαϊκοί ΔΕΝ επιθυμούν, ούτε ήθελαν ποτέ, να υπάρχουν κομματικές παρεμβάσεις στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Σε αυτό το σημείο, ίσως, θα μπορούσε μία δημοσιογράφος που ασκεί εποικοδομητική, διερευνητική δημοσιογραφία, να καταρτίσει ένα συγκριτικό πίνακα με τις χώρες και τα πανεπιστήμια όπου τα κόμματα και οι φοιτητικές κομματικές παρατάξεις έχουν τόσο ευμεγέθη προνόμια παρέμβασης για τη διαμόρφωση εκλογικών αποτελεσμάτων. Εδώ θα βοηθούσατε ιδιαίτερα, στο να καταδείξετε δηλ. το μεσαίωνα της πολιτικής μας κουλτούρας, διότι τα αποτελέσματα θα μας εξέπλητταν. Τώρα, εάν εννοείτε να ασκήσουμε «αυτοκριτική» διότι, κάθε φορά, οι υποψήφιοι αξιωματούχοι, διαβουλεύονται με κόμματα και κομματικές παρατάξεις, εδώ νομίζω αδικείτε ολόκληρη την ακαδημαϊκή κοινότητα. Το τι κάνει ο κάθε υποψήφιος ή υποψήφια είναι προσωπικό του/της θέμα. Οι πλείστοι ακαδημαϊκοί, όταν κληθούμε να εκλέξουμε αξιωματούχους δεν ενδιαφερόμαστε ποια φοιτητική παράταξη υποστήριξε τον τάδε ή τον δείνα. Κρίνουμε κατά συνείδηση.
  3. Τα περί «ομερτά» (μαφιόζικος όρος που παραπέμπει στον νόμο της σιωπής ανάμεσα σε παράνομους και που τελευταία έγινε του συρμού στην Κύπρο) που επαναλαμβάνετε είναι απλώς ένας ακραία προσβλητικός και αναπόδεικτος χαρακτηρισμός. Δεν καταφέραμε να σας πείσουμε (ου με πείσεις καν με πείσης!) πως δεν αποτελούμε ή είμαστε μια υπό διαμόρφωση συντεχνία (αν και δεν βλέπω γιατί οι συντεχνίες θα πρέπει να καταδικάζονται συλλήβδην στην κοινωνική συνείδηση). Η δυναμική μας αρθρογραφία κατά τους τελευταίους μήνες (από συναδέλφους διαφόρων τμημάτων που μερικές φορέςδεν γνωριζόμασταν καν προσωπικά) αφορούσε στο ευαίσθητο θέμα της αυτονομίας του Πανεπιστημίου Κύπρου – πλήγμα της οποίας θα είναι θανάσιμος κίνδυνος για ένα τριτοβάθμιο ερευνητικό ίδρυμα αξιώσεων και διεθνούς επιστημονικής αξιοπιστίας – κίνδυνο τον οποίο φαίνεται πως δεν αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα ο δημοσιογραφικός κόσμος, γι’ αυτό ίσως και δεν είχαμε την ανάλογη αποφασιστική αρωγή από τα ΜΜΕ. Το ζήτημα όμως είναι ότι, εν αγνοία σας, διαπράττετε ένα σοβαρό σφάλμα. Διαχωρίζετε τους ακαδημαϊκούς σε δύο κατηγορίες: αυτούς που διαχειρίζονται ερευνητικά προγράμματα (που σε μεγάλο βαθμό είναι αξιόλογοι συνάδελφοι των εφαρμοσμένων επιστημών), και τους υπόλοιπους (αρκετοί εκ των οποίων εργάζονται στους τομείς των ΑνθρωπιστικώνΣπουδών) οι οποίοι δεν διαχειρίζονται προγράμματα. Δεν μπορώ να σας εξηγήσω εδώ, για να μην καταστώ κουραστικός, τη διαφορά μεταξύ εφαρμοσμένης και βασικής έρευνας. Σε αρκετές περιπτώσεις η εργασία που επιτελείται στην βασική έρευνα είναι ιδιαίτερα επίπονη και εξίσου ανταγωνιστική. Άρα, εφόσον στο σχόλιο σας, υποβόσκει το ζήτημα της περαιτέρω μείωσης των κονδυλίων για σκοπούς αμοιβής των μελών Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (έχοντας κατά νου το σκεπτικό και την κατηγοριοποίησή σας),πιστεύω ακράδαντα πως κάτι τέτοιο θα έχει ολέθρια αποτελέσματα. Είναι λυπηρό να εκφέρονται τόσο αβασάνιστα θέσεις για τις πολιτικές ενός επιτυχημένου ερευνητικού ιδρύματος, είτε από πολιτικά πρόσωπα είτε από δημοσιογράφους οι οποίοι/οποίες δεν έχουν την απαιτούμενη κατάρτιση ή που, έστω, δεν κατέβαλαν μια ουσιαστική προσπάθεια να διερευνήσουν σε βάθος το αντικείμενο που πραγματεύονται.
  4. Θα ήθελα επίσης να υπομνηματίσω τα σχόλια της Αλεξίας Παναγιώτου περί παραπλανητικής πληροφόρησης, μέσω παράθεσης αριθμών που συνήθως στην κοινή συνείδηση αντικειμενικοποιούνται. Επίσης η επιλογή του τίτλου σας, «Οι πανεπιστημιακοί κατάστρεψαν τη χώρα;» είναι μία ευκόλως εύγλωττη μέθοδος δυσφήμισης και απαξίωσης, αφού αμέσως προδιαθέτει συναισθηματικά και νοητικά τον αναγνώστη για ένα αρνητικό συμπέρασμα που, μέσω και των λανθασμένων πληροφοριών, οξύνεται ακόμη περισσότερο. Ακόμη και αν πρόθεσή σας ήταν να αναδείξετε την υπερβολή που υπαινίσσεται το ερώτημα, σκεφτείτε ότι κάποιος αναγνώστης διάβασε μόνο τον τίτλο σας...Είναι γνωστό σε όλους πως η εξουσία των ΜΜΕ, τα οποία είναι βασικοί φορείς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και πολιτικής κοινωνικοποίησης, μπορεί να είναι εξίσου καταστροφική με την κατάχρηση πολιτικής εξουσίας. Αντιστρέφοντας το ερώτημα του αρχικού σας άρθρου θα έλεγα πως οπωσδήποτε τα ΜΜΕ στην Κύπρο φέρουν σαφέστατα πολύ μεγαλύτερη ευθύνη από το Πανεπιστήμιο Κύπρου (φυσικά, βάσει του δικού σας σκεπτικού), για την «καταστροφή της Κύπρου». Η  λεγόμενη τέταρτη εξουσία των ΜΜΕ είναι διεθνώς γνωστή και κατοχυρωμένη. Τα ΜΜΕ στην Κύπρο έρχονται τώρα, κατόπιν εορτής, να αποκαλύψουν σκάνδαλα, διαπλοκή, μίζες κ.ο.κ – όπως ακριβώς κάνουν και οι πολιτικοί για να διαφυλάξουν τα συμφέροντά τους. Ποιος υπήρξε ο ρόλος των ΜΜΕ ενώ όλα αυτά συνέβαιναν εν κρυπτώ, ή χειρότερα μπροστά στα μάτια μας; Περιμένατε εμάς τους ακαδημαϊκούς, επιφορτισμένων με μια πλειάδα επιστημονικών ειδικοτήτων, να διαδραματίσουμε τον δικό σας ρόλο, ρόλο που επουδενί διεκπεραιώσατε όταν έπρεπε; Τι σημαίνει για σας πολιτική, διερευνητική δημοσιογραφία; Πώς, δηλαδή, αντιλαμβάνεστε το δικό σας ρόλο;
  5. Στο υστερόγραφό σας, εύχεστε να δείτε και στο μέλλον παρόμοια μαχητική αρθρογραφία, που να αφορά ιδεολογικοπολιτικά φαινόμενα, από πανεπιστημιακούς. Συνεπώς καταλήγουμε ξανά στο ζήτημα της παρέμβασης των πανεπιστημιακών στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η συμβολή του Πανεπιστημίου Κύπρου σε αυτό τον τομέα είναι καταλυτική (εξήγησα σε προηγούμενο μου άρθρο πρόσφατα, αλλά και πριν λίγα χρόνια, τις διαστάσεις αυτής της παρέμβασης). Είστε βέβαιη, κυρία Χόπλαρου, πως οι δημοσιογράφοι είναι όντως ενήμεροι των παρεμβάσεων μας; Ότι μας διαβάζετε; Γνωρίζω συναδέλφους που αρθρογράφησαν προ τριετίας για την επικείμενη οικονομική καταστροφή. Τους έλαβε κανείς υπόψη; Γνωρίζετε αν οι πολιτικοί, που τώρα μας απαξιώνουν, ζήτησαν ποτέ την επιστημονική μας αρωγή; Δεν αποσκοπώ, ούτε θα επιθυμούσα, να μιλήσω για το άτομο μου, αλλά ένα απλό παράδειγμα είναι μια συναγωγή αρχειακών κειμένων για την Κύπρο που εξέδωσα το 2009 από τις εκδόσεις του Π.Κ. και τα Ελληνικά Γράμματα (δεύτερη έκδοση, 2013). Ενώ στην Ελλάδα σχολιάστηκε, βιβλιοκρίθηκε σε εφημερίδες και περιοδικά, εδώ αγνοήθηκε παντελώς, παντοιοτρόπωςκαι επισήμως από τις δημοσιογραφικές στήλες. Είμαι βέβαιος πως παρόμοια φαινόμενα θα βίωσαν και άλλοι, πολλοί συνάδελφοι στο Π.Κ., είτε για τα άρθρα τους σε εφημερίδες είτε για μελέτες τους που σχετίζονται άμεσα με την Κύπρο. Γιατί; Μήπως, τελικά οι δημοσιογράφοι δεν ασκούν ορθά το δημοσιογραφικό τους λειτούργημα; Μήπως τελικά πάσχουμε πολύ σε αυτό το τεράστιο και ουσιώδους σημασίας ζήτημα, που ονομάζεται δημοσιογραφικός συγκροτημένος λόγος, ορθή κατάρτιση, δημοσιογραφική έρευνα, δημοσιογραφική δεοντολογία;

*Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης

Πανεπιστήμιο Κύπρου

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










102