«Ο θάνατος του δασκαλάκου»: Σχόλια πάνω σε ένα άρθρο


  ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Στις 27 του περασμένου Μαΐου δημοσιεύτηκε στο Paideia-Νews  ένα άρθρο του υποδιευθυντή σχολείου Δημοτικής Εκπαίδευσης Νικόλα Παπανικολάου με τίτλο Ο θάνατος του δασκαλάκου. Θυμούμαι ότι μου έκανε εντύπωση τόσο το περιεχόμενο όσο και ο τρόπος γραφής του και  πήρα σημείωση να το ξαναδιαβάσω αργότερα για να δω  αν υπήρχε κάτι που επέτρεπε κάποιο δημιουργικό σχολιασμό. Στη συνέχεια ωστόσο η καταιγιστική εξέλιξη των γεγονότων στην τρίμηνη εκπαιδευτική κρίση που ακολούθησε με έκαναν να το ξεχάσω μέχρι χθες που το αναζήτησα και το ξαναδιάβασα με πολλή προσοχή. Τα σχόλιά μου είναι τα εξής:

Παρόλο που το άρθρο φαίνεται να είναι ένα ξέσπασμα οργής, δεν ξεφεύγει από τα όρια ευπρέπειας. Σ ‘αυτό ο εκπαιδευτικός παραπονείται για τρία πράγματα:

Πρώτο, για τη μεταχείριση της οποίας ο κλάδος των δασκάλων τυγχάνει  τα τελευταία χρόνια εκ μέρους  της πολιτείας και μερικών ΜΜΕ,

Δεύτερο, για τη σημερινή πονηρή και κακόβουλη κοινωνία που είναι έτοιμη να πλήξει ύπουλα τον δάσκαλο, και

Τρίτο, για απαιτήσεις των επιθεωρητών που περιορίζουν τον αυθορμητισμό και τη δημιουργικότητα του δασκάλου.

Τη δυσμενή μεταχείριση των δασκάλων εκ μέρους της πολιτείας και των ΜΜΕ ο αρθρογράφος τη θεωρεί πολύ άδικη για έναν κλάδο του οποίου τα μέλη προσλαμβάνονται αξιοκρατικά στη δουλειά τους («χωρίς να γίνουν αφισοκολλητές των κομμάτων και χωρίς να φιλήσουν κατουρημένες ποδιές») και είναι πολύ καθαρά και συνεπή με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Την καχύποπτη, κακόβουλη και εχθρική στάση της κοινωνίας τη θεωρεί ως πολύ επιβλαβή για τον κλάδο αλλά και για τα παιδιά γιατί, όπως ομολογεί, αυτή, σε συνδυασμό με την πονηρή εποχή την οποία ζούμε, επηρέασε σε κάποιο βαθμό τον αυθορμητισμό  των δασκάλων απέναντι στους μαθητές. Τους έκανε πιο κλειστούς, κουμπωμένους και επιφυλακτικούς «γιατί δεν ξέρεις από πού θα σου έλθει».

Από πλευράς επαγγελματικών θεμάτων παραπονείται για:   

α) τη μείωση του επαγγελματικού κύρους των δασκάλων και της εκτίμησης που τυγχάνουν  από πλευράς της κυβέρνησης, της κοινωνίας και των γονέων,

β) τη διαπίστωση ότι η υπηρεσία και το κράτος δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στα τυπικά προσόντα και στον στυγνό επαγγελματισμό του δασκάλου παρά στον ενθουσιασμό του και τον βαθμό αφοσίωσης στη δουλειά του και

γ) την πρακτική των επιθεωρητών και των διευθυντών σχολείων να αξιολογούν ψηλότερα μερικές τυπικότητες, όπως την τήρηση 15θήμερου προγράμματος διδασκαλίας, την εφαρμογή στη διδασκαλία τους των δεικτών επάρκειας και επιτυχίας και την πλήρη κάλυψη της διδακτέας ύλης παρά την συμβολή των δασκάλων στην καλλιέργεια στους μαθητές της αγάπης για τη μάθηση και της δημιουργικότητας.

Ομολογώ ότι μετά την ανάγνωση του άρθρου ένιωσα ανακούφιση και κάποια αισιοδοξία. Ο τίτλος του άρθρου με προδιάθεσε να αναμένω μια νέα και επαναστατική σύλληψη του ρόλου του δασκάλου και των σχέσεων εξουσίας του με το Υπουργείο, την κοινωνία, τους γονείς και τους μαθητές. Ευτυχώς, όχι μόνο δεν προτείνεται κάτι τέτοιο αλλά απεναντίας τονίζεται η μεγάλη σημασία που έχει για τους δασκάλους να συνεχίσουν να διαδραματίζουν τους προοδευτικούς ρόλους έναντι του μαθητή, δηλαδή εκείνους «του φίλου, του συμβούλου, του γιατρού, του ψυχολόγου και πολλές φορές του πατέρα και της μητέρας». Πολύ σημαντική επίσης είναι η γενική στάση που προτείνει να τηρήσουν οι δάσκαλοι, «να μην αφήσουμε τα παπαγαλάκια της διαπλοκής να μας στερήσουν τη μαγεία  του να  είσαι δάσκαλος».

Η στάση αυτή δείχνει ότι η υπόθεση δάσκαλος στην Κύπρο είναι ακόμα αρκετά  θετική και υγιής και επιτρέπει αισιοδοξία. Η διαπίστωση αυτή υπογραμμίζει, πιστεύω, την υποχρέωση του Υπουργείου να μελετήσει με προσοχή τα παράπονα που υποβάλλει με παρρησία ο αρθρογράφος και ιδιαίτερα όσα γράφει για το αίσθημα ανασφάλειας  των δασκάλων και για την αίσθηση που έχουν ότι εμποδίζονται να καλλιεργήσουν τη δημιουργικότητα των μαθητών.

Το θέμα ανασφάλειας του δασκάλου οξύνθηκε μετά το θλιβερό επεισόδιο του θανάτου 11χρονου μαθητή στο δημοτικό σχολείο του Αλεθρικού  και τον συναγερμό που δικαιολογημένα προκάλεσε για θέματα ασφάλειας των μαθητών μέσα στα σχολικά κτήρια και γενικά το σχολικό περιβάλλον. Το θέμα αυτό, ωστόσο, πιστεύω, δεν θα λυθεί μόνο με λεπτομερή καταγραφή των ευθυνών των διευθυντών και των δασκάλων. Καμιά καταγραφή δεν είναι αρκετή να αποκλείσει ατυχήματα και δυστυχήματα ούτε να λύσει το πρόβλημα του δίκαιου καταμερισμού ευθυνών όταν λείπει ο ζήλος, το ενδιαφέρον και η αγάπη των δασκάλων για τα παιδιά. Αυτή ήταν η μαγική συνταγή που βοήθησε τα σχολεία να λειτουργούν χωρίς προβλήματα όλα  τα προηγούμενα χρόνια σε συνδυασμό βέβαια, με τη σωστή αγωγή, η οποία διδάσκει  στους μαθητές τρόπους αυτοπροστασίας και καλλιεργεί τη σοβαρότητα και το αίσθημα ευθύνης προς τους άλλους, αλλά και τον εαυτό τους.

Το θέμα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι επίσης πολύ σημαντικό, γιατί έχει σχέση όχι μόνο με το επαγγελματικό μέλλον του δασκάλου αλλά και με την ψυχική ικανοποίηση που νιώθει από τη δουλειά του. Το θέμα προκαλούσε πάντοτε διαφωνίες για την έμφαση που έπρεπε να δινόταν στην κάλυψη της ύλης σε σχέση με την καλλιέργεια της δημιουργικότητας των μαθητών. Ασφαλώς και τα δυο είναι απαραίτητα. Γι’ αυτό  χρειάζεται κάθε φορά να αναζητηθεί η ισορροπία που είναι απαραίτητη μεταξύ των δυο αλλά και δύσκολο να επιτευχθεί, επειδή εξαρτάται πολύ από τη φύση του μαθήματος και της διδασκόμενης ενότητας. Το σημαντικό βέβαια είναι ότι οι δάσκαλοι στην πλειοψηφία τους, όπως δείχνουν πολλές πληροφορίες, έχουν εγκαταλείψει σε μεγάλο βαθμό τον παλιό ρόλο του απλού μεταδότη των γνώσεων που περιέχει το διδακτικό εγχειρίδιο και έχουν υιοθετήσει τον ρόλο του δασκάλου που προσπαθεί να μάθει τους μαθητές του να σκέφτονται και να κτίζουν κάτι καινούργιο πάνω σ‘ αυτό που μαθαίνουν κάθε φορά.

*Πρώην Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










124