«Παιγνίδι» της μνήμης και του χρόνου, το βιβλίο «Επιβάτες Φορτηγών» του Κώστα Λυμπουρή


«Είναι ένα βιβλίο μνήμης και έχει επίκεντρό του το 1974 και όλες τις μνήμες που κουβαλούμε όσοι το ζήσαμε αλλά έχει ως γενικότερο ιστορικό υπόβαθρο τα τελευταία 60 χρόνια της κυπριακής ιστορίας»

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που βγαίνει μέσα από την ψυχή μου λειτουργώντας ως μηχανή του χρόνου η οποία κινείται με ταχύτητα από το παρελθόν στο παρόν και αντιστρόφως με επίκεντρο την τουρκική εισβολή του 1974 και τις μνήμες από το κατεχόμενο Δίκωμο, δήλωσε για το καινούργιο του βιβλίο “Επιβάτες Φορτηγών” ο συγγραφέας, Κώστας Λυμπουρής, μιλώντας στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΚΥΠΕ).
Όλα τα σκιάζει το βαρύ γκρίζο της κατοχής. Το σπίτι σου, το δωμάτιο σου και κάθε ανάμνηση που έζησες εκεί σχηματίζουν δεκάδες εικόνες και ήχους ριζωμένες 43 τώρα χρόνια στο μυαλό σου. Τα συναισθήματα έντονα. Εκεί που ζούσες εσύ, τώρα ζούνε άλλοι, το μαντολίνο σου έχει περιέλθει σε ξένα χέρια, στα σοκάκια όπου σεργιανούσες νέος, περπατάνε πρόσωπα άγνωστα. Το ρολόι, ενώ ξέρεις πως προχωράει μπροστά, επιμένεις ότι έχει σταματήσει στον Ιούλιο του 1974 και την τουρκική εισβολή στο νησί που στερεί τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα όλων των εκτοπισμένων.
Όλα αυτά πραγματεύεται το βιβλίου του Κώστα Λυμπουρή το οποίο μόλις έχει κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία.
Όπως λέει ο ίδιος “είναι ένα βιβλίο μνήμης και έχει επίκεντρό του το 1974 και όλες τις μνήμες που κουβαλούμε όσοι το ζήσαμε αλλά έχει ως γενικότερο ιστορικό υπόβαθρο τα τελευταία 60 χρόνια της κυπριακής ιστορίας”.
Πρόσθεσε ότι το βιβλίο είναι “εν μέρει αυτοαναφορικό που σημαίνει ότι καταγράφει προσωπικά βιώματα δικά μου αλλά και όσων άλλων ζήσαμε μαζί γεγονότα όλης αυτής της περιόδου”.
Σε ερώτηση εάν το βιβλίο δέχθηκε επιρροές από το άνοιγμα των οδοφραγμάτων ο κ. Λυμπουρής είπε πως “όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα δεν έσπευσα να πάω για δικούς μου προσωπικούς λόγους, ωστόσο, δεν κρίνω κανένα που επισκέπτεται τα κατεχόμενα γιατί βρίσκω ότι σε προσωπικό επίπεδο ότι είναι πάρα πολλοί οι λόγοι που πιθανόν ο κάθε εκτοπισμένος να θέλει να πάει”.
Ο συγγραφέας αποφάσισε να μεταβεί στα κατεχόμενα τον Δεκέμβριο του 2007 “και αυτή η επίσκεψη καταγράφεται στο μυθιστόρημα με ένα λογοτεχνικό τρόπο και βέβαια αποτέλεσε την αφετηρία όλης της συγγραφής”.
Εξήγησε ότι “ο ήρωας του μυθιστορήματος που επισκέπτεται τα κατεχόμενα στέκεται μπροστά στο σπίτι του για δέκα περίπου λεπτά, δεν θέλει να κτυπήσει την πόρτα για να μπει μέσα γιατί θέλει να διατηρήσει στο μυαλό και στην ψυχή του όλες τις αναμνήσεις που είχε από αυτό το σπίτι όλα τα βιώματα”.
Όπως είπε ο κ. Λυμπουρής, “σε εκείνα τα δέκα λεπτά περνούν ακριβώς από το μυαλό και από την ψυχή του με ταχύτητα και ένταση μνήμες και συναισθήματα των όσων έζησε σε αυτό το σπίτι”.
“Είναι μια αίσθηση μοναδική και αυτό είναι που εγώ θα ήθελα να μεταδώσω, την αίσθηση δηλαδή της κατοχής και πέρα από τις οποιεσδήποτε περιγραφές κανένας δεν μπορεί να νιώσει αυτή την αίσθηση παρά μόνο αυτός στον οποίο ανήκει το σπίτι, είναι το σπίτι του”, είπε ο συγγραφέας.
Ανέφερε πως “ένας κύριος στόχος του βιβλίου είναι να δώσει την αίσθηση της κατοχής, το τί σημαίνει κατοχή του σπιτιού σου, δηλαδή τί σημαίνει σπίτι σου και όντας έξω από το κλειστό παράθυρο του δωματίου σου σκέφτεσαι τί απέγινε το μαντολίνο σου που είχες ως παιδί στα χέρια ποιου περιήλθε και ποιας χρήσης τυγχάνει”.
Ο κ. Λυμπουρής είπε ότι το μυαλό σου βασανίζουν σκέψεις ότι “όλα αυτά τα αγαπημένα αντικείμενα που σε σημάδεψαν ως παιδί και ως έφηβος βρέθηκαν στα χέρια κάποιου ξένου και αυτή είναι η διάσταση της κατοχής είναι βασικά η καταπάτηση των δικαιωμάτων σου, των συναισθημάτων σου, της ζωής σου”.
“Η κατοχή δεν είναι η αφαίρεση της περιουσίας σου είναι η στέρηση της περιουσίας σου” υπέδειξε ο Κώστας Λυμπουρής και πρόσθεσε ότι “η σημαντικότερη μνήμη όταν στέκεσαι μπροστά στο σπίτι σου είναι αυτή της τελευταίας φοράς που έφυγες από το σπίτι σου και για μένα η τελευταία φορά ήταν ανήμερα της τουρκικής εισβολής του 1974”.
Θυμάται ότι “μας συγκέντρωσαν τους άρρενες και μας φόρτωσαν σε ανοικτά φορτηγά άοπλους με πολιτική ενδυμασία για να μας μεταφέρουν από το χωριό μου το Δίκωμο στο χώρο όπου γινόταν η εισβολή, να πάρουμε εκεί όπλα”.
Ο κ. Λυμπουρής είπε ότι “η πιο τραυματική μου εμπειρία εξου και ο τίτλος του βιβλίου `Επιβάτες Φορτηγών` ήταν ότι όχι μόνο δεν κατέγραψαν τα ονόματά της, ούτε καν μας μέτρησαν να ξέρει κάποιος ότι μέσα σε αυτά τα τρία ανοικτά φορτηγά στέλνουμε αυτό τον αριθμό ανθρώπων και ζώα να ήταν θα τα μετρούσαν”, λέει με πικρία.
Ανέφερε ότι “ξέροντας και την περιοχή, από το Δίκωμο στο Συγχαρί όπου έδρευε ένα τάγμα πεζικού, ήμουν σίγουρος ότι τα φορτηγά θα βομβαρδίζονταν, άλλωστε ήταν κάτι που γινόταν από την έναρξη της εισβολής στις 5.30 το πρωί”.
“Ημουν βέβαιος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσουν ακάλυπτα φορτηγά στον προορισμό τους και δυστυχώς βγήκα αληθινός και κατά τη διάρκεια της διαδρομής τα τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη μας εντόπισαν και ίσχυσε η αρχή `ο σώζων εαυτόν σωθήτω`”.
Όπως είπε ο κ. Λυμπουρής, “εκεί σκοτώθηκαν κάποιοι, κάποιοι άλλοι είναι αγνοούμενοι, κάποιους ανθρώπους τους είδα εγώ για τελευταία φορά τρεις μέρες μετά την τουρκική εισβολή και μετά την απόφαση για κατάπαυση του πυρός τους είπα να μας ακολουθήσουν, δεν το έπραξαν, και έχουν χαθεί”.
Ο δεύτερος κύριος άξονας του βιβλίου, είπε ο συγγραφέας, “είναι και το δράμα των αγνοουμένων που είναι ένα δράμα που εξελίσσεται ακόμα και στις μέρες μας και κάθε Σαββατοκύριακο η Κύπρος θάβει παλληκάρια της που χάθηκαν το 1974 και ανεβρέθηκαν με τις εργασίες των εκταφών και ταυτοποιήθηκαν με την μέθοδο DNA”.
“Η εισβολή είναι ένα εξελίξει δράμα το οποίο βιώνει η κυπριακή κοινωνία, ο τόπος”, είπε ο κ. Λυμπουρής και πρόσθεσε ότι “εκείνη την χρονική στιγμή που βρισκόμουν μπροστά στο σπίτι μου το μυαλό μου πήγε πίσω στα μαθητικά και παιδικά μου χρόνια αλλά ταυτόχρονα ταξίδευε και μπροστά γιατί βρέθηκα στο σπίτι μου 40 χρόνια μετά, ο χρόνος πέρασε”.
Ο κ. Λυμπουρής είπε ότι ακριβώς “η τεχνική του βιβλίου κινείται στο ότι με εκείνη την αφετηρία γίνονται αναδρομές στο παρελθόν, γίνεται μια διαχείριση του χρόνου ο οποίος πάει πίσω και έρχεται στο παρόν”.
Ερωτηθείς για την ισορροπία μεταξύ της καταγραφής της ιστορίας και της λογοτεχνικής αποτύπωσής της, ο κ. Λυμπουρής είπε ότι γράφει για το δράμα του 1974 “όχι γιατί θέλουμε ή αποφασίσουμε σε μια στιγμή να γράψουμε λογοτεχνία αλλά γιατί η λογοτεχνία βγαίνει από μέσα μας ως ανάγκη”.
Όπως είπε, “εάν δεν προέλθει έτσι δεν είναι λογοτεχνία εάν θα γράψω αυτά τα ιστορικά γεγονότα με πρόθεση ή πολύ χειρότερα με σκοπιμότητα δεν υπάρχει περίπτωση να είναι τέχνη, θα είναι κάτι άλλο θα είναι ιστορικό ντοκουμέντο, θα είναι χρονικό, θα είναι κάτι πιο `στεγνό`”.
Ο Κώστας Λυμπουρής είπε πως “νιώθουμε την ανάγκη να γράψουμε και κρίνεται ως λογοτεχνία πια αυτό που γράφουμε εάν δηλαδή είναι καλή λογοτεχνία και μόνο ως λογοτεχνία πρέπει να κριθεί και όχι με βάση τον ιστορικό άξονα”.
Το κάθε λογοτεχνικό βιβλίο που καταπιάνεται με το 1974 πρέπει να απαντά στα ερωτήματα “εάν αντέχει ως ανάγνωσμα, εάν παίρνεις το βιβλίο στα χέρια σου και η ανάγνωση προχωρεί αβίαστα και σου παρέχει εκείνη την ικανοποίηση που δίνει η μαγεία της λογοτεχνίας”.
“Έτσι πρέπει να κριθεί, και αυτό είναι το δικό μου στοίχημα εάν το βιβλίο κερδίζει το στοίχημα της λογοτεχνίας”, είπε ο κ. Λυμπουρής.
Καταλήγοντας σημείωσε πως “γράφω για το 1974 τώρα, 40 χρόνια μετά, και μετά που εξέδωσα τρεις συλλογές διηγημάτων, ήρθε η ώρα του να βγει προς τα έξω, και βγαίνει μέσα από την ψυχή μου”.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










252