«Ψευδαισθήσεις» περί της διδασκαλίας των Νέων Ελληνικών στο Λύκειο


ΤΗΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΑΣ ΣΑΛΤΕ*

Επέλεξα να χρησιμοποιήσω τη λέξη των ημερών, τις «ψευδαισθήσεις», όχι για να σχολιάσω το θέμα της παραγωγής επικοινωνιακού λόγου στο γραπτό των Παγκύπριων Εξετάσεων, αλλά για να μιλήσω, ως Φιλόλογος εκ μέρους των Φιλολόγων που διδάσκουμε εδώ και χρόνια Νέα Ελληνικά στη Γ΄ Λυκείου, για τη λανθασμένη εντύπωση περί «παπαγαλίας», η οποία έχει κυριαρχήσει στο λόγο που εκφράζεται δημόσια τις τελευταίες μέρες. Κι επειδή, δυστυχώς, εκ μέρους των αρμοδίων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, στις δημόσιες δηλώσεις που έγιναν για να δικαιολογηθεί το θέμα του γραπτού, δεν έχει διαψευστεί - εξ όσων γνωρίζω - η άποψη ότι στο μάθημα των Νέων Ελληνικών δεν καλλιεργείται η κριτική σκέψη, αισθάνομαι την ανάγκη να δώσω κάποιες πληροφορίες, προς αποκατάσταση της αλήθειας, αλλά και του κύρους των Φιλολόγων που διδάσκουν στο δημόσιο σχολείο, οι οποίοι αισθάνονται ιδιαίτερα προσβεβλημένοι από όσες ανακρίβειες λέγονται δημοσίως και γράφονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στον τύπο.

Προς τούτο κρίνω απαραίτητη μια σύντομη υπόμνηση των αλλαγών που έγιναν για τη διδασκαλία του μαθήματος, όταν εισήχθηκαν στο Λύκειο τα βιβλία «Έκφραση – Έκθεση, Πειθώ» και πιο συγκεκριμένα, όταν το 2004 συγκεκριμενοποιήθηκαν οι θεματικοί κύκλοι για τη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος και συναποφασίστηκε η νέα φιλοσοφία που πρέπει να διέπει το μάθημα. Σύμφωνα λοιπόν με τη φιλοσοφία αυτή, η παραδοσιακή έκθεση μετατράπηκε σε κείμενο επικοινωνιακού τύπου, στο οποίο οι μαθητές καλούνται να εκφράσουν ελεύθερα και να τεκμηριώσουν τις δικές τους απόψεις και προβληματισμούς, αξιοποιώντας ένα ευρύ φάσμα γνώσεων στο συγχρονικό και διαχρονικό άξονα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι θεματικοί κύκλοι δε λειτουργούν ως κλειστοί χώροι άντλησης πληροφοριών, αλλά εξετάζονται ως θεματικά κέντρα, τα οποία προσεγγίζονται μέσα από ποικίλο θεματικό υλικό, κατάλληλο για την κατανόηση του τοπικού, ευρωπαϊκού και διεθνούς γίγνεσθαι, μέσα από διάφορες οπτικές γωνίες. Υπό αυτό το πρίσμα οι ΘΚ (συνοπτικά: Επιστήμη-Τεχνολογία, Οικολογία, Καταναλωτισμός – Οικονομία, Παιδεία, Ελευθερία, Κύπρος – Ελλάδα – Ευρώπη - Κόσμος) διασυνδέονται μεταξύ τους, με τρόπο που να γίνεται κατανοητή τόσο η σχέση ανάμεσα στις πτυχές του κάθε θέματος, όσο και η σημασία της διαμόρφωσης του ελεύθερα σκεπτόμενου πεπαιδευμένου ανθρώπου που απαιτούν οι καιροί μας.

Ως προς την ενδεδειγμένη μέθοδο προσέγγισης των ΘΚ, που υιοθετείται από όλους τους διδάσκοντες, είναι η εξής: Δεν ακολουθείται μόνο ένα διδακτικό εγχειρίδιο με συγκεκριμένα κείμενα για την προσέγγιση του θεματικού υλικού, αλλά, πέραν κάποιων κειμένων καταξιωμένων συγγραφέων (π.χ. Παπανούτσος, Τερζάκης, Πλωρίτης, Γραμματικάκης, Τσόμσκι), επιλέγεται από το Φιλόλογο και δίνεται στους μαθητές ένα ευρύ φάσμα κειμένων, παρμένα μέσα από βιβλία έγκυρων δοκιμιογράφων, αλλά και μέσα από τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, γραμμένα από σύγχρονους κυρίως αρθρογράφους. Κι αυτό απαιτεί, βεβαίως, συνεργασία ανάμεσα στους Φιλολόγους του κάθε σχολείου. Ταυτόχρονα, τα κείμενα (δοκίμια και άρθρα) αποτελούν στην τάξη αντικείμενο μελέτης για την κατανόηση των τεχνικών συγγραφής ενός κειμένου και των γλωσσικών – υφολογικών επιλογών σε σχέση με το περιεχόμενο και το στόχο του γράφοντος, ούτως ώστε οι μαθητές να αναπτύξουν δεξιότητες κατανόησης αλλά και γραφής του δικού τους κειμένου. Έτσι, μέσα από όλους τους θεματικούς κύκλους, οι μαθητές ασκούνται στην κριτική προσέγγιση της γλώσσας, στη διάχυση των όρων, στις τεχνικές της περίληψης και στην αναγνώριση εκείνων των στοιχείων που συμβάλλουν στην ορθή δόμηση ενός κειμένου, στους τρόπους πειθούς και στη συλλογιστική, ούτως ώστε και να γίνονται κριτικοί αναγνώστες και να αναπτύσσουν τεχνικές έκφρασης και συγγραφής ενός ολοκληρωμένου κειμένου ποικίλης έκτασης και ύφους. Συνεπώς, η διδακτική πράξη με τη διασύνδεση περιεχομένου και μορφής, επιτρέπει αφενός στους μαθητές να διευρύνουν τους ορίζοντες των γνώσεων και των προβληματισμών τους, να αναπτύσσουν την κριτική τους σκέψη ως δέκτες μηνυμάτων, και αφετέρου να μπορούν να εκφράσουν τις δικές τους απόψεις σε ένα ορθά οργανωμένο κείμενο, είτε ανάπτυξης και τεκμηρίωσης, είτε πύκνωσης θέσεων. Προς αυτή την κατεύθυνση υποβοηθά βεβαίως και η διδασκαλία της λογοτεχνίας, η οποία και διασυνδέεται τόσο θεματικά όσο και υφολογικά με τη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος, ούτως ώστε (πέραν των άλλων στόχων της επαφής των μαθητών με λογοτεχνικά κείμενα) να επιτυγχάνεται ο κοινός στόχος για καλλιέργεια του λόγου (με την έννοια της γλωσσικής έκφρασης αλλά και της κριτικής σκέψης), καθώς και για την ανάπτυξη ενός υγιούς αξιακού συστήματος στους νέους.

Είναι, λοιπόν, τουλάχιστον άδικο, να θεωρείται ότι το μάθημα της Έκθεσης στο δημόσιο σχολείο περιορίζεται στη δογματική διδασκαλία ιδεών από συγκεκριμένα κείμενα, με στόχο οι μαθητές να απομνημονεύσουν φράσεις και αποσπάσματα, για να τα παραθέσουν στην έκθεση. Είναι επίσης άδικο να κατηγορείται γενικώς το δημόσιο σχολείο, και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη διδασκαλία των Νέων Ελληνικών, ότι δεν προάγει την κριτική σκέψη.

Καλώ τους χιλιάδες μαθητές – αυτούς που εμπιστεύτηκαν το Φιλόλογο της τάξης και ακολούθησαν τα τελευταία χρόνια τις συμβουλές του να μην απομνημονεύουν, που ασκήθηκαν στο μάθημα να διαβάζουν κριτικά και να κατανοούν ποικιλία κειμένων, τόσο ως προς το είδος όσο και ως προς το περιεχόμενο, που έμαθαν πώς να αντλούν πληροφορίες και να συνδέουν γνώσεις, που συζήτησαν στην τάξη με αφόρμηση τις ιδέες των κειμένων, που ενθαρρύνθηκαν από το Φιλόλογο στο να αμφισβητούν και να αναπτύσσουν τους δικούς τους προβληματισμούς, υιοθετώντας τεχνικές του λόγου που επιτρέπουν τη σαφήνεια στην έκφραση των ιδεών, την οργάνωση της σκέψης και τη συνοχή του παραγόμενου λόγου – να επιβεβαιώσουν τα προαναφερθέντα.

Καλώ τους αρμόδιους Επιθεωρητές στο Υπουργείο Παιδείας, οι οποίοι αναρτούν κάθε χρόνο τον προγραμματισμό της ύλης και παρακολουθούν μαθήματα στα σχολεία, να επιβεβαιώσουν ότι αυτό που γίνεται στην τάξη, δεν είναι ένα τυπικό μάθημα με στόχο την αναπαραγωγή του λόγου των άλλων, αλλά ένα ποιοτικό μάθημα εμβάθυνσης στη γλώσσα μέσα από κείμενα ποικίλου προβληματισμού, που επιτρέπει στους μαθητές – εάν το επιθυμούν – να διαμορφώσουν άποψη, να σκέφτονται και να εκφράζονται κριτικά μέσα από την ελληνική γλώσσα. Τους καλώ επίσης να επιβεβαιώσουν ότι τα θέματα παραγωγής λόγου που δίνουν στους μαθητές τους οι Φιλόλογοι αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν στεγανά ανάμεσα στους θεματικούς κύκλους, και ότι με σαφή διατύπωση οι διδάσκοντες καλούν τους μαθητές να αναπτύξουν ελεύθερα, αλλά με συνοχή, τους προβληματισμούς και τις απόψεις τους σε οργανωμένο κείμενο.

Τότε, μπορεί να διερωτηθεί κανείς, «τις πταίει;» για τα αποτελέσματα; Σίγουρα όχι οι προθέσεις, η επιστημονική επάρκεια, ο αφειδώλευτος μόχθος και η διδακτική πράξη των Φιλολόγων. Την απάντηση μπορεί κανείς να την αναζητήσει στις «ψευδαισθήσεις των καιρών μας» για το τι έχει αξία και τι όχι σήμερα, στη συνολική ανεπάρκεια χρόνου «για τα ωραία και μεγάλα έργα», καθώς και στον ορισμό που δίνει ο μεγάλος παιδαγωγός Ευάγγελος Παπανούτσος «περί αναγκαίας, αλλά όχι επαρκούς συνθήκης». Για όσους διερωτώνται ποια είναι αυτή, τους καλώ να ανατρέξουν στους συλλογισμούς που διδάσκονται οι μαθητές στη Γ Λυκείου, καθώς και σε ένα από τα κείμενα που αναλύονται ενδελεχώς στην τάξη, μέσα από το οποίο οι μαθητές ασκούνται στην κριτική σκέψη, και όχι μόνο…

 * Φιλόλογος

ΥΓ: Δε σχολιάζω προς το παρόν το θέμα της παραγωγής επικοινωνιακού λόγου στις Παγκύπριες Εξετάσεις, ούτε άλλα ζητήματα που προκύπτουν από το γραπτό, γιατί θεωρώ ότι πρέπει να σεβαστούμε τους μαθητές και τις μαθήτριές μας που αυτή την περίοδο διαβάζουν για τις εξετάσεις, συνεπώς δεν πρέπει να τους προκαλέσουμε άλλη σύγχυση με το σχολιασμό των θεμάτων και να προσθέσουμε οτιδήποτε στην αγωνία και το άγχος που παιρνούν. Θα επανέλθω με σχόλια, αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία των Παγκύπριων Εξετάσεων.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










297