«Στο διάλογο δεν πάμε να σώσουμε τις ιδέες μας, στο διάλογο πάμε να σώσουμε την αλήθεια»


ΤΩΝ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ ΒΑΛΑΝΟΥ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ*

Η διαδικασία πρόσληψης των εκπαιδευτικών στην Κύπρο είναι ένα μείζον ζήτημα πουέχει αποτελέσει, για περισσότερο από δύο δεκαετίες, αντικείμενο πολλαπλών συζητήσεων ανάμεσα στο Υπουργείο Παιδείας και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της εκπαίδευσης.Ο διάλογος ξεκίνησε εκ νέου στις 22 Αυγούστου και κορυφώθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2013, με την πρόταση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για «εισαγωγή ενός νέου, σύγχρονου και αξιοκρατικού συστήματος» που θα επιλέγει «τους ικανότερους υποψηφίους» στα σχολεία μας. Έκτοτε, γύρω από την εν λόγω πρόταση έχει ξεσπάσει έντονη συζήτηση.Ουδείς από τους συμβαλλομένους αμφισβήτει την ανάγκη για μεταρρύθμιση και βελτίωση της παιδείας στο νησί.Το κυριότερο ερώτημα που εξακολουθεί να δημιουργεί έντονη αντιδικία,  είναι τοπώς θα διασφαλίσουμε ένα αδιάβλητο και αξιοκρατικό σύστημα που θα διορίζει τους καταλληλότερους από τους υποψηφίους εκπαιδευτικούς.

Από τη μία πλευρά, το Υπουργείο υποστηρίζει ότι εκτός από την αρχαιότητα (δηλ.ημερομηνία κατάθεσης του πτυχίου σε κλειστό έτος), πρέπει να συνυπολογίζονται και άλλακριτήρια(π.χπροϋπηρεσία, γραπτές εξετάσεις, πτυχιακοί, μεταπτυχιακοί τίτλοι, στρατιωτική θητεία, παιδαγωγική κατάρτιση κτλ). Έτσι, θα αναδεικνύονται σε μεγάλο βαθμό οι πιο αξιόλογοι και καταρτισμένοι εκπαιδευτικοί. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, οι  συνδικαλιστικές οργανώσεις της εκπαίδευσης αμφιβάλλουν για την διαφάνεια της πιο πάνω διαδικασίας. Πιο ειδικά, το πάγιο επιχείρημά τους είναι ότι μια ενδεχόμενη αλλαγή του καταλόγου εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους «ρουσφετιού» και αναξιοκρατίας με μοναδικά θύματα τους υποψηφίους.Ταυτόχρονα, είναι επιφυλακτικοί για το κατά πόσον η ικανότητα και η καταλληλότητα του εκπαιδευτικού μπορεί να διαφανεί με τις εξετάσεις και τα υπόλοιπα ακαδημαϊκά κριτήρια.

Μια από τις περιπτώσεις ανταλλαγής απόψεων και εισηγήσεων όσον αφορά στο συγκεκριμένο θέμα, ήταν και η εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στις 21 Οκτωβρίου, η οποία διοργανώθηκε από μια ομάδα νέων, και όπου κλήθηκαν σε ανοικτό διάλογο σχεδόν όλοι οι συμβαλλόμενοι (Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, πολιτικά κόμματα, οργανώσεις εκπαιδευτικών και γονέων, Πανεπιστημιακοί, πολίτες).

Με αφορμή την συγκεκριμένη εκδήλωση  στην οποία παρευρεθήκαμε, αλλά και τον γενικότερο διάλογο που κυριαρχεί στα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τον τελευταίο καιρό, θα θέλαμε να μοιραστούμε μαζί σας ορισμένους προβληματισμούς. Αυτοί οι προβληματισμοί δεν αποτελούν περαιτέρω προτάσεις για το συγκεκριμένο θέμα, αλλά είναι κάποιες γενικότερες ιδέες που θεωρούμε ότι μπορούν να αποτελέσουν τροφή για σκέψη σε οποιοδήποτε κοινωνικό ζήτημα απασχολεί τη χώρα μας.

Αρχικά, θεωρούμε ότι, η συγκυρία που βιώνει η Κύπρος σήμερα, παρά τις όποιες δυσκολίες της, μας προσφέρει και μια ευκαιρία ανασυγκρότησης. Όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, στη μέση της δυσκολίας παρουσιάζεται η ευκαιρία. Η ευκαιρίαενός προβλήματος είναι σημαντική, διότι μας αναγκάζει να σκεφτούμε περισσότερο από ό,τι σκεφτόμασταν πριν. Έτσι και με το ζήτημα της παιδείας μας. Πρέπει από πρόβλημα να το μετατρέψουμε σε ευκαιρία εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Βέβαια, για να το επιλύσουμε χρειάζεται να αλλάξουμε και τρόπο σκέψης. Οι ίδιες σκέψεις και νοοτροπίες που μας οδηγούν συνεχώς σε αδιέξοδο, δεν μπορούν να μας δώσουν τη λύση που θα μας βγάλει από αυτό. Συνεπώς, αν δεν αλλάξουμε τρόπο σκέψης δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα.

Μια θεμελιώδης προϋπόθεση που οδηγεί στην επίτευξη ενός κοινού στόχου, είναι η συνειδητοποίηση της έννοιαςτου εποικοδομητικού και γόνιμου διαλόγου. Πρέπει δηλαδή να εγκαταλείψουμε την παράλογη προσπάθεια τηςεπικράτησης της μιας άποψης έναντι της άλληςκαι να υιοθετήσουμε μια λογική σύνθεσης που θα αξιοποιεί όλες τις ιδέες και τα επιμέρους επιχειρήματα. Μια λογική πολυδιάστατη που θα λειτουργεί συμπληρωματικά και όχι διασπαστικά.

Δυστυχώς, στη χώρα μας, τις περισσότερες φορές, επικρατεί η εσωτερική διχόνοια και όχι η ομοψυχία. Έτσι και σε αυτή την περίπτωση. Αντί δηλαδή η διαδικασία μεταρρύθμισης της παιδείας μας  –παρά τις όποιες διαφωνίες- να μας ενώνει, καθίσταται μία ακόμα αφορμή πολωτικής αντιπαράθεσης. Μηδενίζουμε και αποκλείουμε την άποψη του άλλου, μόνο και μόνο επειδή εκφράζει κάτι διαφορετικό από εμάς.  Αυτό συμβαίνει, διότι διεκδικούμε για τη γνώμη μας την πατρότητα της μοναδικής αλήθειας. Διεκδικούμε δηλαδή για την υποκειμενικότητα μας την αντικειμενικότητα. Ωστόσο, για να λειτουργήσει ένα διάλογος πρέπεινα γίνεται κατανοητό από την αρχή ότι η προσωπική μας  σκέψηδεν αποτελεί τη μοναδική αλήθεια, αλλά ένα μικρό μέρος της. Ο Πλάτων στο έργο του «Πολιτεία» υποστηρίζει πολύ ορθά ότι η προσωπική μας γνώμη είναι το ενδιάμεσο μεταξύ της άγνοιας και της γνώσης (477b). Ο Ευάγγελος Παπανούτσος θεωρεί ότι ο διάλογος, μπορεί να λειτουργήσει μόνον, αν παραδεχτούμε «ότι είναι ανέφικτη η πλήρης αλήθεια», και άρα«πρέπει να φωτιστεί από πολλές πλευρές για να τη συλλάβει κανείς». Αν νομίζουμε ότι κατέχουμε εμείς την απόλυτη αλήθεια και δεν χρειαζόμαστε την άποψη του συνομιλητή μας, τότε δεν είμαστε δημοκρατικοί, αλλά λειτουργούμε δογματικά.

Επιπλέον, βασικό στοιχείο στη διεξαγωγήεποικοδομητικού διάλογου είναι η παράθεση συγκεκριμένων επιχειρημάτων μέσα σε ένα πλαίσιο ελευθερίας, αλληλοσεβασμού και αλληλοκατανόησης. Υπ’ αυτή την έννοια, πρέπει να αποφεύγονται οι αφορισμοί και οι επικίνδυνες γενικεύσεις.

Στις διάφορες συζητήσεις που έγιναν με αφορμή το εν λόγω θέμα,παρατηρήσαμε με λύπη ότι οι συμβαλλόμενοι σε αρκετές περιπτώσεις ξέφυγαν από το γενικότερο στόχο. Παρ’ολ’αυτά, πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν βρισκόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο, αλλά στοχεύουμε προς την ίδια κατεύθυνση που είναι το καλό της χώρας μας. Διάλογος σημαίνει ανταλλαγή απόψεων για την εξομάλυνση των διαφορών και όχι για την όξυνσή τους. Ο BruceLee είπε: «χρησιμοποίησε μόνο αυτό που είναι χρήσιμο και πάρε το από οπουδήποτε μπορείς να το βρεις». Ας πάρουμε λοιπόν ό,τι είναι χρήσιμο από τα επιχειρήματα του καθενός και ας απορρίψουμε ό,τι δεν είναι ωφέλιμο. Είναι τόσο απλό.

Ταυτόχρονα,  διαπιστώσαμε με οδύνηότι ο καθένας αντιμετωπίζει τον άλλο με καχυποψία. Αυτό συμβαίνει διότι ο πρώτιστος στόχος των περισσοτέρων είναι η εξυπηρέτηση προσωπικών, οικογενειακών, συντεχνιακών και κομματικών συμφερόντων και δευτερευόντως το γενικότερο καλό του τόπου μας. Όσο αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα της εκπαιδευτικής μας μεταρρύθμισης ως πρόβλημα σύγκρουσης συμφερόντων και όχι ως ένα γενικότερο ζήτημα που αφορά το καλό των παιδιώνμας και του τόπου, τόσο ο συγκεκριμένος φαύλος κύκλος θα διαιωνίζεται. Αυτή είναι η ρίζα του προβλήματος. Ο μερικός στόχος που βασίζεται στο ίδιον όφελος υποσκάπτει το γενικό και μας διχάζει. Ο γενικός σκοπός που αφορά το σύνολο πάντα μας ενώνει. Δεν θα μπορούσαν να είναι πιο επίκαιρα τα λόγια του Μακρυγιάννη που είπε ότι «είμαστε στο εμείς και όχι στο εγώ». Είναι λοιπόν απαραίτητο οι πράξεις μας να χαρακτηρίζονται από ανιδιοτέλεια. Αν θέλουμε να πάει μπροστά η κοινωνία μας, πρέπει να κάνουμε ατομικές θυσίες και αμοιβαίες υποχωρήσεις. Από εμάς εξαρτάται λοιπόν να θέσουμε τις προτεραιότητες μας.

Τα γεγονότα μάς έχουν ήδη προσπεράσει. Οι άσκοπες διαμάχες δεν πετυχαίνουν τίποτε άλλοπαρά την επιδείνωση της κατάστασης. Ας  καταλάβουμε έστω και τώρα τα ουσιαστικά λόγια του Γιώργου Σεφέρη στην ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας: «Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται. Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.»

*Ο Βαλεντίνος Βαλανός είναι ιστορικός. Ο Νικόλας Κυριακίδης είναι ασκούμενος δικηγόρος.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1736