Πρέπει ένας νέος να σπουδάζει σήμερα;


 ΤΗΣ ΡΙΤΑΣ ΠΑΝΑΟΥΡΑ*

Μερικά χρόνια πριν ήταν σχεδόν δεδομένο ότι  η εξασφάλιση ενός πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών διασφάλιζε τηνεργοδότηση των ατόμων που το αποκτούσαν σε ένα άμεσα σχετικό εργασιακό τομέα. Ο μεγάλος αριθμός αποφοίτων των πανεπιστημίων μας τις τελευταίες δεκαετίες έχει καταρρίψει αυτό το δεδομένο και οδηγεί σε πολλά ερωτήματα η απάντηση των οποίων άπτεται μίας φιλοσοφικής ανάλυσης σχετικά με το ρόλο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και της συμβολής της στην κοινωνική, οικονομική και προσωπική ανάπτυξη του ατόμου. Πρέπει να είναι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση κομμάτι της στοιχειώδους εκπαίδευσης για το κάθε μέλος μίας κοινωνίας ή πρέπει να επαφίεται στους κανόνες που ορίζουν οι εκάστοτε συνθήκες της αγοράς εργασίας; Έχει νόημα να σπουδάζουν οι νέοι ή εφόσον η ανεργία καλπάζει η λύση βρίσκεται στην άμεση απορρόφησή τους στον πρωτογενή ή δευτερογενή τομέα της οικονομίας;

 

Στο κοινωνικό γίγνεσθαι των αναπτυσσόμενων ή αναπτυγμένων χωρών  ίσως θεωρούμεαυτονόητη την αναγκαιότητα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για το σύνολο των νέων, σε αντίθεση μεαντίστοιχες συζητήσεις μερικές δεκαετίες πριν. Στο σύγχρονο συγκείμενο ίσως η αντίστοιχη διερώτηση αφορά στην αναγκαιότητα απόκτησης από τον κάθε νέο ενός πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών που δεν του προσδίδει απαραίτητα άμεση εργοδότηση στο συγκεκριμένο πεδίο, αλλά του δίνει τα εφόδια εκείνα για να είναι ένα ολοκληρωμένο και ενεργό μέλος του κοινωνικού γίγνεσθαι. Απαιτείται ένα άτομο το οποίο έχει αναπτύξει στρατηγικές μελέτης, διερεύνησης, στοχασμού, αναστοχασμού, κριτικής αντίληψης και προσαρμογής στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον επιβίωσης.

 

Από το διεθνή χώρο απομονώνω δύο κύρια μοντέλα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης τα οποία καταδεικνύουν τις δύο διαφορετικές φιλοσοφικές προσεγγίσεις του θέματος. Η μία προσέγγιση προκρίνει την όσο το δυνατό πιο σύντομη σε διάρκεια πανεπιστημιακή εκπαίδευση η οποία στοχεύει στις ανάγκες της σύγχρονης αγοράς εργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι προσπάθειες, αλλά και οι ενέργειες για δραματική μείωση της χρηματοδότησης της βασικής έρευνας για να ενισχυθεί η εφαρμοσμένη και η συρρίκνωση ή κατάργηση κλάδων σπουδών με πιο ανθρωπιστικό ή κοινωνικό χαρακτήρα. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η χρηματοδότηση προγραμμάτων που έχουν άμεσα οφέλη στο χρηματοδότη και προκηρύσσονται ελάχιστα μόνο προγράμματα στους τομείς της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας, της ιστορίας, της γλωσσολογίας, των επιστημών της αγωγής κλπ. Η άλλη προσέγγιση προκρίνει την πιο γενική και ανθρωπιστική παιδεία η οποία δίνει τη δυνατότητα στο άτομο να αναπτύξει πολύπλευρα, επιστημονικά ενδιαφέροντα κατά τη διάρκεια των αρχικών σπουδών του, τα οποία του δίνουν τη δυνατότητα ειδίκευσης σε ειδικότερους επαγγελματικούς τομείς στη συνέχεια. Ακόμα και στα πανεπιστημιακά συστήματα όπου δεν εφαρμόζεται άμεσα η δεύτερη προσέγγιση, επιβάλλεται έμμεσα με την αύξηση της ανάγκης παρακολούθησης μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών για περαιτέρω εμβάθυνση στη διερεύνηση ειδικότερων τομέων ενδιαφέροντος. Η υπερβολικά μονοδιάστατη εξ υπαρχής εξειδίκευση δεν καθιστά ένα άτομο «μορφωμένο». Η μελέτη της ιστορίας, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας κ.ο.κ.  μπορεί να μην έχει άμεση σχέση με το μετέπειτα εργασιακό περιβάλλον ενός επιστήμονα στο χώρο των θετικών επιστημών, είναι όμως απαραίτητο πνευματικό αγαθό για ένα ποιοτικό και ανθρώπινο κοινωνικό περιβάλλον. Κατά αντίστοιχο τρόπο η μελέτη των μαθηματικής λογικής από ένα άτομο που σπουδάζει νομικά ή γλωσσολογία έχει σχέση με τη φιλοσοφία, τη δομή των συστημάτων κλπ.

 

Η ποιότητα της καθημερινής ζωής ενός ανθρώπου είναι συνήθως συνυφασμένη με τη δυνατότητα μόρφωσής του σε όσο το δυνατό ψηλότερο επίπεδο. Ειδικότερα η πανεπιστημιακή εκπαίδευση σε οποιοδήποτε γνωστικό αντικείμενο πρέπει να είναι η βάση για απόλαυση του πολιτισμικού αγαθού με την ευρύτερη έννοια του όρου. Το τετράχρονο ταξίδι κάθε νέου στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση πρέπει να έχει ως αφετηρία τα προσωπικά του ενδιαφέροντα. Ενώ τα εφόδια που στην πορεία παίρνει μέσα από την εμπειρία μάθησης και έρευνας είναι ζωτικά στοιχεία επιβίωσης στη συνέχεια.  Είναι ουτοπικό να θεωρούμε ότι μπορούμε να μάθουμε σήμερα όσα θα μας χρειάζονται αύριο και κυρίωςότι μπορούμε σήμερα να προβλέψουμε τα επαγγέλματα που η αγορά εργασίας του ευμετάβλητου μέλλοντος θα απαιτεί αύριο. Μία τέτοια αυτοπαγίδευση θέτει απλά στο περιθώριο τα προσωπικά ενδιαφέροντα, κλίσεις, όνειρα και επιδιώξεις του νέου ανθρώπου. Μία τέτοια προσέγγιση οδηγεί, επιτρέψετε μου τον όρο, σε «αμόρφωτους» επιστήμονες.

 

Η μη σημερινή απορρόφηση νέων στο δημόσιο τομέα και ειδικότερα στο χώρο της εκπαίδευσης, δεν μπορεί να αποτελεί εμπόδιο στην υλοποίηση στόχων που συνάδουν με τα προσωπικά ενδιαφέροντά των νέων, εφόσον η μακρόχρονη εμπειρία έχει δείξει ότι το άτομο δρώντας δημιουργικά, με όραμα και έμπνευση μπορεί να μεγαλουργήσει σε οποιοδήποτε τομέα εφόσον έχει τα αναγκαία εσωτερικά κίνητρα και έχει αναπτύξει μηχανισμούς αυτορύθμισης της συμπεριφοράς και δράσης του. Σήμερα δεν θα τιμούσαμε κανένα μεγάλο ποιητή, λογοτέχνη, φιλόσοφο, καλλιτέχνη, ψυχολόγο,εμπνευσμένο δάσκαλο, εάν οι επιδιώξεις του ήταν καθοδηγούμενες από τους όρους της αγοράς εργασίας και τις δημοσιευμένες λίστες των «επαγγελμάτων του μέλλοντος».

 

*Επίκουρη Καθηγήτρια Μαθηματικής Παιδείας

 

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










135